Πολιτική|20.01.2019 15:12

O N.Κοτζιάς στο Έθνος της Κυριακής: Ενεργητική εξωτερική πολιτική ή αδράνεια; Λύση ή πρόβληµα;

Newsroom

Η Συμφωνία των Πρεσπών σηµαίνει αναβάθµιση της Ελλάδας και της διπλωµατίας της και ανάδειξή τους σε πρωταγωνιστή στην ευρύτερη περιοχή. Σηµαίνει τη δυνατότητα δηµιουργίας στρατηγικών σχέσεων µε τους γείτονές µας και διαµόρφωση κλίµατος εµπιστοσύνης µαζί τους. Προώθηση της συνεργασίας για την από κοινού ανάπτυξη της οικονοµίας στην περιοχή. Σύσφιγξη των σχέσεων µεταξύ των λαών σύµφωνα µε τα οράµατα του Ρήγα.

Η Συµφωνία των Πρεσπών είναι, λοιπόν, µια συµφωνία που αναβαθµίζει τον γεωστρατηγικό ρόλο της Ελλάδας. Η Συµφωνία κόβει τον δρόµο σε σχέδια µερίδας των τουρκικών ελίτ να φτιαχτεί γύρω από την Ελλάδα µια δαγκάνα που θα συνδυάζει απειλές από Ανατολάς και Βορρά. Η Ελλάδα θα µπορεί να επικεντρώσει την προσοχή της στα πραγµατικά προβλήµατα. Ακόµα, η συµφωνία αποτρέπει τη µαζικοποίηση των θρησκευτικών φανατικών κινηµάτων στη περιοχή µας, ιδιαίτερα τη µετεξέλιξη του ήπιου αλβανικού εθνικισµού στη FYROM σε κίνηµα φανατικών ισλαµιστών. Είναι, κατά συνέπεια, µια συµφωνία που αναβαθµίζει την ασφάλεια στην περιοχή και πριν απ’ όλα της ίδιας της Ελλάδας. Με τη Συµφωνία δεν επιτρέπουµε πλέον να χρησιµοποιείται η γειτονική χώρα ενάντια στην πατρίδα µας.

Ούτε θα εξαντλούµε πια µέσα και πόρους σε αντιπαράθεση µε µια χώρα που διαθέτει µόλις το 1,8% των µέσων άµυνας και ασφάλειας που έχουµε εµείς, µόλις το 6% της οικονοµικής ισχύος µας και το 1/7 του πληθυσµού. Αντίθετα η Ελλάδα αποκτά µακρόχρονα έναν πολύ καλό σύµµαχο και φίλο. Στα Σκόπια γνωρίζουν ότι η Ελλάδα είναι η µόνη χώρα στην περιοχή που δεν έχει δεύτερες σκέψεις σε βάρος της.

Η Συµφωνία είναι προϊόν µιας πολιτικής φιλίας και ειρήνης. Εκφραση αυτοπεποίθησης µε γνώµονα το µέλλον και όχι το παρελθόν. Ο επίσηµος αλυτρωτισµός των Σκοπίων τελειώνει. Πριν απ’ όλα τελειώνει κάθε αµφισβήτηση των συνόρων και των εδαφικών διεκδικήσεων που είναι η πεµπτουσία και ο ορισµός του αλυτρωτισµού. Σε σειρά άρθρων της συµφωνίας καταγράφεται η αναγνώριση των υπαρχόντων συνόρων, η αποκήρυξη κάθε εδαφικής διεκδίκησης, η αναγνώριση της ακεραιότητας κάθε χώρας.

Βέβαια, η Συµφωνία δεν αρέσει σε εκείνους τους ακροδεξιούς που φωνάζουν το σύνθηµα «φέρτε µας τα όπλα να µπούµε στα Σκόπια» ή που ονειρεύονται διαµελισµό της φίλης γείτονος, που δεν τους αρέσει η ειρήνη. ∆εν αρέσει σε όποιον ονειρεύεται θερµά επεισόδια στον Βορρά ανάλογα µε εκείνα που πραγµατοποίησε η χούντα στην Κύπρο. Για πρώτη φορά στην Ιστορία αποδέχθηκε κράτος να αλλάξει το όνοµά του χωρίς πόλεµο ως προϊόν πολιτικών εκτιµήσεων και διπλωµατικής διαδικασίας.

Η χώρα θα λέγεται Βόρεια Μακεδονία, το όνοµα που η Ν∆ το θεωρούσε ως το καλύτερο δυνατό και δεν µπόρεσε να το κερδίσει. Ενα όνοµα σύνθετο, µε γεωγραφικό προσδιορισµό, για το οποίο ενοχλούνται µόνο τρίτα κράτη. Αυτή η αποδοχή συνοδεύτηκε από δύσκολες για αυτούς συνταγµατικές αλλαγές. Ουδέποτε άλλοτε κράτος έκανε σε ειρηνικούς καιρούς εσωτερικές συνταγµατικές αλλαγές λόγω συµφωνίας µε τρίτο κράτος για το δικό του Σύνταγµα. Μέσω των συνταγµατικών αλλαγών απαλείφθηκαν τα αλυτρωτικά κατάλοιπα περί προστασίας δήθεν εθνικών µειονοτήτων της γείτονος σε κράτη της περιοχής και η Βόρεια Μακεδονία υιοθέτησε ως δικό της άρθρο 49 το αντίστοιχο άρθρο 108 του ελληνικού Συντάγµατος που αναφέρεται στη διασπορά.

Tα θέματα ταυτότητας

Με την υλοποίηση της συµφωνίας αποτρέπεται θέµατα ταυτότητας να µετατραπούν σε γεωπολιτικές διαφορές. Ο ιστορικός αλυτρωτισµός του καθεστώτος Γκρούεφσκι που εκφραζόταν µε τα γνωστά ονόµατα σε αεροδρόµια, λεωφόρους, αγάλµατα εξαλείφεται.

Οι γείτονές µας Σλαβοµακεδόνες αναγνώρισαν (άρθρο 7 συµφωνίας) ότι η δική τους ιστορία είναι κοµµάτι της ιστορίας των Σλάβων που δεν έχει καµία σχέση µε την αρχαία ελληνική πολιτεία και Ιστορία. Σε καµία διαπραγµάτευση µέχρι σήµερα δεν είχε καν ζητήσει η ελληνική πλευρά µια τέτοια σαφή διευκρίνιση για το ποιος είναι τι. Η Γιουγκοσλαβία επέβαλε, µε ελληνική αποδοχή το 1977, την ανάρτηση της γλώσσας της σηµερινής Βόρειας Μακεδονίας στον ΟΗΕ ως «Μακεδονική». Μάλιστα, όταν έγινε η αρµόδια συνδιάσκεψη της ISO (1992- 1994) ούτε η κυβέρνηση της Ν∆, ούτε εκείνη του ΠΑΣΟΚ φρόντισαν να αντιπροσωπευθεί η Ελλάδα. Η ονοµασία της γλώσσας, σε αντίθεση µε εκείνη της χώρας, είχε κατοχυρωθεί ως «µακεδονική» µε την ανοχή, αν όχι και αδιαφορία, της τότε Ελλάδας.

Αυτό που εµείς πετύχαµε µε τη Συµφωνία των Πρεσπών ήταν να δεχτεί η άλλη πλευρά ότι αυτή η γλώσσα ανήκει στην οικογένεια των νοτιοσλαβικών γλωσσών. Με την ονοµασία, ακόµα, δέχτηκαν οι δύο πλευρές ότι το διεθνές δίκαιο θα ρυθµίζει τις σχέσεις τους. Ότι ισχύουν οι Συµφωνίες του Βουκουρεστίου του 1913 -και όλες οι αντίστοιχες µετέπειτα-, βάσει του οποίου διαχωρίστηκε η γεωγραφική Μακεδονία σε εθνικά τµήµατα.

Η Συµφωνία δεν ασχολείται µόνο µε τα «άλυτα προβλήµατα» του παρελθόντος, τα οποία λύνει. Το µεγαλύτερο µέρος της αφορά το µέλλον και τη διαµόρφωση όρων και συνθηκών συνεργασίας στους σηµαντικότερους τοµείς που απασχολούν δύο σύγχρονες κοινωνίες. Πολιτισµός και παιδεία, επενδύσεις και εµπόριο, ασφάλεια και έρευνα, αθλητισµός και τουρισµός κ.ο.κ. ∆ηλαδή πρόκειται για µια Συµφωνία που δεν εγκλωβίζεται στο χθες και στο πρόβληµα, αλλά ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για το µέλλον των σχέσεων ανάµεσα στα δύο κράτη και τις κοινωνίες τους. ∆ιότι, όπως συνηθίζω να λέω, η Ιστορία δεν πρέπει να είναι φυλακή, αλλά σχολείο.

* Γράφει ο Νίκος Κοτζιάς, πρώην Υπουργός Εξωτερικών

Νίκος ΚοτζιάςΣυμφωνία των Πρεσπών