Πολιτική|26.10.2019 11:27

Σκυλακάκης στο Έθνος: Ελαχιστοποίηση των ληξιπρόθεσμων έως τα τέλη του 2020

Σπύρος Μουρελάτος

Ο στόχος της µείωσης των πρωτογενών πλεονασµάτων θα κερδηθεί µε δουλειά και αξιοπιστία. Αυτή η δουλειά γίνεται και εξηγεί την ισχυρή βεβαιότητα µε την οποία ο πρωθυπουργός µίλησε για το συγκεκριµένο θέµα, εκτιµά ο υφυπουργός Οικονοµικών, αρµόδιος για θέµατα δηµοσιονοµικής πολιτικής, Θ. Σκυλακάκης.

Εµφανίζεται αισιόδοξος πως «οι τοπικές µας κοινωνίες θα αποδειχθούν τελικά πολύ ώριµες από ό,τι κάποιοι υποθέτουν», ενώ για την κόντρα γύρω από την ταινία «Τζόκερ» και την επέµβαση της ΕΛ.ΑΣ. κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για έλλειψη σοβαρότητας.

Η κυβέρνηση έχει δεσµευθεί να αντιµετωπίσει το χρονίζον πρόβληµα των ληξιπρόθεσµων οφειλών του ∆ηµοσίου προς ιδιώτες. Μπορείτε να γίνετε πιο συγκεκριµένος για τον σχεδιασµό σας και κυρίως ως προς το πώς θα αποτρέπεται η δηµιουργία νέων;

Η κυβέρνηση έχει συντάξει ένα αναλυτικό πλάνο δράσεων για την πλήρη εκκαθάριση των ληξιπρόθεσµων οφειλών που έχει υποβληθεί στους θεσµούς. Ως γνωστόν, η εκκαθάριση των ληξιπρόθεσµων οφειλών σχετίζεται σε µεγάλο βαθµό µε τον ρυθµό εκκαθάρισης των συντάξεων, για τις οποίες έχει εκπονηθεί ένα αναλυτικό πλάνο µε βάση το νέο πληροφοριακό σύστηµα που θα τεθεί σε ισχύ στα µέσα του 2020, όπως και µε τις οφειλές του ΕΤΕΑΕΠ και του ΕΟΠΠΥΥ.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ενώ τα διαθέσιµα κονδύλια είναι άµεσα προς διάθεση, η δυσκολία εκκαθάρισης των οφειλών που αποµένουν σχετίζεται µε νοµικές και διοικητικές καθυστερήσεις, την υποστελέχωση συγκεκριµένων υπηρεσιών και την ανάγκη ανάπτυξης των κατάλληλων πληροφοριακών συστηµάτων. Με βάση το ανωτέρω πλάνο, στόχος είναι οι ληξιπρόθεσµες οφειλές να έχουν ελαχιστοποιηθεί µέχρι τα τέλη του 2020.

Ο προϋπολογισµός του 2020 ιδανικά θα µπορούσε να είναι ο τελευταίος προϋπολογισµός µε αχρείαστα υπερπλεονάσµατα. Θα είναι όµως και ο τελευταίος ελληνικός προϋπολογισµός που θα στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασµα 3,5%; Εχουν ωριµάσει οι συνθήκες στην Ευρώπη για κάτι τέτοιο; 

H σχετική συζήτηση είναι άµεσα συνδεδεµένη µε την ανάλυση βιωσιµότητας του χρέους. Η δική µας κυβέρνηση έχει ήδη αρχίσει να βελτιώνει τις σχετικές προϋποθέσεις µε τις επιτυχηµένες εκδόσεις οµολόγων που αποδεικνύουν έµπρακτα σοβαρή µείωση των επιτοκίων του ελληνικού χρέους. Ταυτόχρονα στοχεύουµε σε έναν αυξηµένο ρυθµό ανάπτυξης που θα αλλάξει τον παρονοµαστή στην ανάλυση βιωσιµότητας του χρέους. Θέτουµε έτσι τις πραγµατικές προϋποθέσεις για να πετύχουµε τη µείωση των πρωτογενών πλεονασµάτων, για την οποία οικοδοµούµε µια πολύ ισχυρή επιχειρηµατολογία. ∆εν µένουµε όµως εκεί.

Έχουµε ταυτόχρονα θέσει το θέµα της αλλαγής του τρόπου µε τον οποίο χρησιµοποιούνται τα ANFAs & SMPs από την παθητική χρηµατοδότηση του χρέους στη χρηµατοδότηση συµφωνηµένων επενδύσεων (όπως επιτρέπει η σχετική συµφωνία του Eurogroup), κάτι που επίσης θα προσθέσει στον ρυθµό ανάπτυξης. Ο στόχος της µείωσης των πρωτογενών πλεονασµάτων θα κερδηθεί µε δουλειά και αξιοπιστία. Αυτή η δουλειά γίνεται και εξηγεί την ισχυρή βεβαιότητα µε την οποία ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης µίλησε πριν από λίγες ηµέρες για το συγκεκριµένο θέµα. Οχι µε φαντασιοπληξίες και εντελώς µη σοβαρά επιχειρήµατα που µόνος του τα λέει, µόνος του τα ακούει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Σχετικά µε την αλλαγή χρήσης των εσόδων από ANFA & SMPs έχετε εντοπίσει πεδία επενδύσεων που θα µπορούσαν να κατευθυνθούν τα έσοδα αυτά, όπως προέβλεπε η συµφωνία στο Eurogroup τον Ιούνιο του 2018;

Ασφαλώς, µόνο που η σχετική συζήτηση θα πρέπει να γίνει πρώτα σε επίπεδο τεχνικό. Οταν η σχετική διαπραγµάτευση ωριµάσει, θα δώσουµε περισσότερες λεπτοµέρειες δηµόσια.

Θα επωφεληθεί αυτήν τη φορά η Ελλάδα από το νέο QE; 

Είναι µια δύσκολη κούρσα µε τον χρόνο, καθώς θα δίνουµε την προσπάθεια για την αναβάθµιση της ελληνικής οικονοµίας χωρίς να γνωρίζουµε αν θα προλάβουµε να µπούµε στην ποσοτική χαλάρωση. Σε κάθε περίπτωση, όµως, µε ή χωρίς QE, η επανάκτηση της επενδυτικής βαθµίδας θα έχει καταλυτικές επιπτώσεις για τη βελτίωση της χρηµατοδότησης της ελληνικής οικονοµίας. Αν δεν είχε προηγηθεί το καταστροφικό πρώτο εξάµηνο του 2015, η Ελλάδα θα είχε εδώ και χρόνια καταφέρει κάτι τέτοιο. ∆υστυχώς όµως όταν στην Ευρώπη «έβρεχε» κυριολεκτικά χρήµατα, κάποιοι στην Ελλάδα κρατούσαν οµπρέλα.

Πώς σχεδιάζετε να συγκεράσετε την ανάγκη αποσυµφόρησης των νησιών µε τις αντιδράσεις της «γαλάζιας» βάσης και των τοπικών κοινωνιών για τις προωθούµενες µετεγκαταστάσεις προσφύγων και µεταναστών σε δοµές φιλοξενίας στην ηπειρωτική Ελλάδα; Μπορούν οι µετεγκαταστάσεις να συνιστούν µόνιµη λύση στο Μεταναστευτικό; 

Οι τοπικές µας κοινωνίες πιστεύω ότι θα αποδειχθούν τελικά πολύ ώριµες από ό,τι κάποιοι υποθέτουν. Γνωρίζουν, άλλωστε, οι πολίτες πολύ καλά πως το προσφυγικό και µεταναστευτικό πρόβληµα δεν είναι εύκολο στη διαχείρισή του. Παντού στην Ευρώπη το πολιτικό πρόβληµα είναι µεγάλο, µε πολύ µικρότερη µάλιστα πίεση από αυτήν που αντιµετωπίζει η Ελλάδα.

Πιστεύω λοιπόν ότι θα υπάρξει συµπαράσταση στους νησιώτες µας από τους πολίτες της ηπειρωτικής Ελλάδας, µε την αυτονόητη προϋπόθεση που ισχύει ασφαλώς για τη δική µας κυβέρνηση: Να γίνεται δίκαια η µοιρασιά και να εφαρµόζεται γενικότερα µια σωστή µεταναστευτική και προσφυγική πολιτική. Προπαντός χωρίς κυκλώµατα που να εκµεταλλεύονται αυτήν τη δύσκολη υπόθεση, όπως έχει από πολλές πλευρές καταγγελθεί ότι συνέβαινε στο παρελθόν.

Για ακροδεξιά νοοτροπία σάς κατηγορεί ο ΣΥΡΙΖΑ στον απόηχο της επέµβασης της ΕΛ.ΑΣ. στις κινηµατογραφικές αίθουσες προβολής της ταινίας «Τζόκερ». Τι απαντάτε επ’ αυτού και πώς κρίνετε την αντίδραση των υπουργείων Προστασίας του Πολίτη και Πολιτισµού; 

Στον ΣΥΡΙΖΑ λείπει, δυστυχώς, η σοβαρότητα. ∆ιαµαρτύρεται για έναν νόµο που ο ίδιος δεν άλλαξε επί τέσσερα χρόνια και εφαρµόζεται µε διοικητικές πράξεις που φέρουν τη δική του υπογραφή. Νόµος που, όπως εξήγησε η αρµόδια υπουργός, εφαρµόστηκε µε τρόπο αδόκιµο που δεν εκφράζει τη σηµερινή κυβέρνηση.

Πάντως, το γεγονός ότι αναδείχθηκε σε κεντρικό το συγκεκριµένο θέµα -τι πρέπει να παρακολουθούν οι ανήλικοι στην εποχή του ∆ιαδικτύου- έχει και µια θετική πλευρά, γιατί δείχνει ότι η ελληνική κοινωνία αρχίζει να συζητά και άλλα θέµατα εκτός από την κρίση που περάσαµε και τις οικονοµικές συνέπειές της.

Θεόδωρος Σκυλακάκης