Πολιτική|26.10.2018 13:31

Ποιοι ανέτρεψαν τον Μακάριο στην Κύπρο

Γεώργιος Σαρρής

Οπως αναφέρεται στο επίσηµο πόρισµα της Βουλής των Ελλήνων, «είναι έξω από κάθε αµφιβολία ότι εκείνο το µοιραίο για την Κύπρο πραξικόπηµα αποφασίστηκε από τους: 1. Φαίδωνα Γκιζίκη, “Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας”, 2. Αδαµάντιο Ανδρουτσόπουλο, “πρωθυπουργό”, 3. ∆ηµήτριο Ιωαννίδη, αρχηγό της χούντας, 4. Γρηγόριο Μπονάνο, “αρχηγό Ενόπλων ∆υνάµεων”, µε ειδικότερη εισήγηση του Δηµ. Ιωαννίδη, που επίµονα υποστήριζε ότι ο Μακάριος ήταν εθνικά απαράδεκτος και επικίνδυνος». Είχαν προηγηθεί επανειληµµένες διαβουλεύσεις των τεσσάρων της χουντικής ηγεσίας, που αναφέρονται πιο πάνω, στο σπίτι του Ανδρουτσόπουλου. Οι διαβουλεύσεις τους αυτές άρχισαν, σύµφωνα µε την κατάθεση Μπονάνου, τον Φεβρουάριο του 1974. Σύµφωνα δε µε την κατάθεση του Γκιζίκη, τον Απρίλιο µήνα του ίδιου χρόνου, σε µία από αυτές τις συναντήσεις τους, όπως αναφέρεται στα έγγραφα, είχε συζητηθεί το ενδεχόµενο να γίνει η ανατροπή του Μακαρίου και της κυβέρνησής του τον Μάιο, όταν αυτός σχεδίαζε να πραγµατοποιήσει επίσηµο ταξίδι στην Κίνα.

Ο Δηµήτριος Ιωαννίδης, ο ουσιαστικός «αρχηγός» της πραξικοπηµατικής κατάστασης, όπως αυτή διαµορφώθηκε µετά τις 25 Νοεµβρίου 1973, που δεν θέλησε ή δεν τόλµησε να αντιµετωπίσει τα ερωτήµατα της Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων κατά την ενώπιον εµφάνισή του, δήλωσε ωµά και καθαρά ότι αποδέχεται και αναλαµβάνει την ευθύνη για το πραξικόπηµα στην Κύπρο. Το αποκάλεσε, µάλιστα… στρατιωτική ενέργεια, όπως επίσης και όποια άλλη πράξη (φόνους Ελλήνων κ.λπ.) έλαβε χώρα στο πλαίσιο αυτού του πραξικοπήµατος.

Τα ίδια περίπου θα επαναλάβει ο ∆ηµ. Ιωαννίδης σε έγγραφο-υπόµνηµα το οποίο την ίδια µέρα της εµφάνισής του στην Επιτροπή παρέδωσε ο δικηγόρος του κ. Γεώργιος Αλφαντάκης στον ηµερήσιο Τύπο της Αθήνας το 1986. Από την πλευρά του, ο διορισµένος από το δικτατορικό καθεστώς πρωθυπουργός Αδαµάντιος Ανδρουτσόπουλος απέφυγε να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία στην Επιτροπή της Βουλής, που τον κάλεσε στα µέσα της δεκαετίας του ’80. Μία ηµέρα προτού κληθεί, όµως, είχε δώσει µακροσκελή συνέντευξη στην εφηµερίδα «Απογευµατινή», στην οποία εµφανιζόταν ως τιµητής των πάντων.

Ο δε στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, που είχε το αξίωµα του «Προέδρου της ∆ηµοκρατίας» (όσο και αν ακούγεται ειρωνικό ένα τέτοιο αξίωµα εν µέσω δικτατορικού καθεστώτος), κατέθεσε ότι την απόφαση για την οργάνωση και την εκτέλεση του πραξικοπήµατος την πήραν από κοινού ο ίδιος, ο Ιωαννίδης, ο Ανδρουτσόπουλος και ο Μπονάνος, ύστερα από επίµονες εισηγήσεις του ∆ηµ. Ιωαννίδη, κατά τις επανειληµµένες συσκέψεις τους στο σπίτι του Αδαµ. Ανδρουτσόπουλου. Τα ίδια κατέθεσε και ο «αρχιστράτηγος της εποχής εκείνης» Γρηγ. Μπονάνος.

Και οι δύο αυτοί αξιωµατούχοι της χούντας ισχυρίζονται ότι τόσο αυτοί όσο και ο «πρωθυπουργός» τους διατύπωσαν δισταγµούς στις αρχικές εισηγήσεις του ∆ηµ. Ιωαννίδη. Εξέφρασαν, όπως τονίζεται, χαρακτηριστικά φόβους ότι µια τέτοια ενέργεια θα πυροδοτούσε εµφυλιοπολεµικές ταραχές στην Κύπρο και θα προκαλούσε στρατιωτική παρέµβαση της Τουρκίας. «Οι δισταγµοί τους αυτοί κάµφθηκαν ύστερα από διαβεβαίωση του αρχηγού τους (∆ηµ. Ιωαννίδη) ότι είχε «...συνεχείς και έντονες υποσχέσεις και εγγυήσεις από όλους τους ενδιαφερόµενους, και δη από τις ΗΠΑ, ότι δεν πρόκειται να επέµβει» αναφέρεται στα έγγραφα, δείγµα του πόσο ανενηµέρωτοι ήταν για τα όσα τεκταίνονταν.

Το πραξικόπηµα εκδηλώθηκε, τελικά, τη ∆ευτέρα 15 Ιουλίου και ώρα 8.15 πρωινή. Η ώρα αυτή καθορίστηκε µε σκοπό να είναι σίγουροι ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, του οποίου γνώριζαν τις συνήθειες, θα βρισκόταν στο Προεδρικό Μέγαρο, για να µπορέσουν έτσι να τον σκοτώσουν ή να τον συλλάβουν. Ο εθνάρχης µπορεί να µη σκοτώθηκε, αφού την τελευταία στιγµή κατάφερε να γλιτώσει µε περιπετειώδη τρόπο, το πραξικόπηµα ωστόσο επικράτησε, µε αποτέλεσµα να θρηνήσουµε πάρα πολλά θύµατα. Κατά τον Γεωργίτση, υπήρχαν 32 νεκροί από την Εθνοφρουρά και 22 από το Επικουρικό Σώµα. Κατά δε τον αντ/γο Μπίτο, τα θύµατα, νεκροί και τραυµατίες, υπερβαίνουν τους 300, ενώ, κατ’ άλλους, είναι πολύ περισσότεροι, µιας και σε αυτούς πρέπει να προστεθούν τα θύµατα της θηριωδίας των «άτακτων» της ΕΟΚΑ Β’ και εκείνων που εξόφλησαν προσωπικούς λογαριασµούς, κάτι συνηθισµένο σε εµφυλιοπολεµικές συρράξεις.

Ο συνταγµατάρχης καταδροµών Κωνσταντίνος Κοµπόκης ήταν αυτός που, στην ουσία, είχε αναλάβει την αρχηγία του πραξικοπήµατος στην Κύπρο. Το µεσηµέρι της ίδιας ηµέρας που κατελήφθη η εξουσία στην Κύπρο στις 15 Ιουλίου 1974 είδε σε κάποιο γραφείο του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς να περιφέρεται ο 39χρονος Νίκος Σαµψών – δηµοσιογράφος, µέλος του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ και πάλαι ποτέ φιλοµακαριακός που τα κατοπινά χρόνια έγινε φανατικός εχθρός του. Πιεζόµενοι οι πραξικοπηµατίες από την ανάγκη να ορκίσουν έναν Πρόεδρο, χωρίς προηγουµένως να συνεννοηθεί µε την Αθήνα, όπως καταθέτει, του είπε: «Πήγαινε βάλε µια γραβάτα και έλα να σε ορκίσουµε Πρόεδρο». Αυτό και έγινε! Μετά την ορκωµοσία του, ο Σαµψών διάβασε το διάγγελµα που είχε ετοιµάσει η χούντα των Αθηνών και σχηµάτισε την «κυβέρνησή» του. Τον Σαµψών όρκισε ο µητροπολίτης Πάφου Γεννάδιος.

Διαβάστε ακόμη: 

Η τουρκική εισβολή 

Η διακριτική παρουσία του 6ου Στόλου

Εγκληματικές ευθύνες για τον «Ατίλα Ι»

Το φιάσκο της επιστράτευσης

Ενθάρρυναν ΗΠΑ, Αγγλία και ΝΑΤΟ

Μαρτυρία-σοκ για βρετανικά πυρά

«Είχαμε ελαττωμένα τάγματα»

Η Τουρκία παραβίασε τη χάρτα του ΟΗΕ

Το πλοίο γύρισε στην Ελλάδα