Κόσμος|27.01.2023 20:40

Παγετώνες, βουνά και βαθιά φιόρδ: Στη σκοτεινή, παγωμένη Αρκτική, μία λουθηρανική εκκλησία κρατάει «ζωντανή» την κοινότητα των ανθρακωρύχων

Newsroom
Σετ φωτογραφιών, σύρετε προς τα αριστερά
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press

Τα αναμμένα φώτα του μικρού χωριού Longyearbyen στη Νορβηγία δημιουργούν μία αίσθηση ζεστασιάς στη χιονισμένη πλαγιά του βουνού. Η εκκλησία του απομακρυσμένου χωριού της Αρκτικής στέκει σαν φάρος στην κορυφή της πλαγιάς, που μοιάζει βυθισμένη στο συνεχές σκοτάδι της πολικής νύχτας.

Ο λουθηρανικός ναός, ο οποίος ιδρύθηκε πριν από έναν αιώνα προκειμένου να εξυπηρετήσει τους ανθρακωρύχους που εγκαταστάθηκαν στο Longyearbyen, είναι ανοιχτός 24 ώρες το 24ωρο. Σήμερα, αποτελεί σημαντικό σημείο συγκέντρωσης μίας κοινότης η οποία διανύει δραστική αλλαγή στην ταυτότητά της. Στο Σβάλμπαρντ, το αρχιπέλαγος που αποτελεί ένα από τα σημεία με την ταχύτερη αύξηση της θερμοκρασίας στον κόσμο, το τελευταίο νορβηγικό ανθρακωρυχείο επρόκειτο να κλείσει φέτος. Ωστόσο, το κλείσιμό του αναβλήθηκε μέχρι το 2025, λόγω της ενεργειακής κρίσης, που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Σε αυτό το εύθραυστο, μοναδικής ομορφιάς περιβάλλον, η αποστολή του μοναχικού πάστορα, είναι η εκπλήρωση της ιστορικής αποστολής της εκκλησίας, να διακονεί εκείνους που βρίσκονται σε κρίση, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα μια πιεστική και διχαστική σύγχρονη πρόκληση. «Κάθε Κυριακή προσευχόμαστε για όσους επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή», σημειώνει ο αιδεσιμότατος Siv Limstrand στο Associated Press.

Σε ένα άδενδρο τοπίο, το οποίο περικλείεται από παγετώνες, βουνά και βαθιά φιόρδ, το Longyearbyen είναι μια πόλη ορατών παραδόξων. Τα ανοιχτά νερά της θάλασσας που θερμαίνεται ραγδαία ακουμπάνε σε παλιούς μεταφορείς εξόρυξης άνθρακα. Οι τουρίστες φτάνουν με μη φιλικά προς το περιβάλλον αεροπλάνα, στην αναζήτησή τους για παρθένα άγρια φύση που μπορούν να εξερευνήσουν μόνο με οδηγούς οπλισμένους κατά των πολικών αρκούδων.

Ακριβώς κάτω από το σημείο όπου χτίστηκε το πρώτο ορυχείο η εκκλησία του Σβάλμπαρντ καλεί τους πιστούς στον ζεστό χώρο της. Το τζάκι που ανοίγει στο ιερό καίει συνέχεια και πάντα, υπάρχουν διαθέσιμα για τους επισκέπτες ένα καυτό φλιτζάνι καφές, ή φυλλάδια με υμνολόγια σε διαφορετικές γλώσσες – αρκεί οι επισκέπτες να βγάλουν τα παπούτσια τους στην είσοδο, όπως κάνουν, εδώ και δεκαετίες, οι ανθρακωρύχοι με τις καλυμμένες από αιθάλη μπότες τους.

Με το επικείμενο κλείσιμο του ανθρακωρυχείου, ο ρόλος της εκκλησίας ως σημείο αναφοράς φαίνεται ότι είναι έτοιμος να παραμείνει η μόνη σταθερά στην περιοχή. Ανέκαθεν η εκκλησία προσέλκυε τους εργαζόμενους στο ανθρακωρυχείο οι οποίοι, σε πολλές περιπτώσεις παρακολούθησαν εκεί τις κηδείες συναδέλφων τους που έχασαν τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα. Μεταξύ των θαμώνων του ναού, είναι και νεοαφιχθέντες επιστήμονες και εργαζόμενοι στον τουρισμό, οι οποίοι επισκέπτονται την εκκλησία προκειμένου να ενσωματωθούν στην ολοένα και πιο ποικιλόμορφη κοινότητα, όπου οι άνθρωποι τείνουν πλέον να μένουν κατά μέσο όρο για μόλις δύο χρόνια.

Η Store Norske, η νορβηγική εταιρεία που εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται το εναπομείναν ορυχείο, έχτισε την πρώτη εκκλησία στο Longyearbyen το 1921. Για δεκαετίες, οι δύο ανώτατες αρχές της πόλης ήταν ο διευθυντής του ορυχείου και ο πάστορας της εκκλησίας, όπως αναφέρουν οι παλιοί κάτοικοι του χωριού.

Ο πρώτος πάστορας υπήρξε και ο δάσκαλος της πόλης η οποία, για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα κατοικούνταν αποκλειστικά από ανθρακωρύχους και τις οικογένειες των στελεχών των ορυχείων. Εκτός των ορίων της πόλης, κάποιοι εξακολούθησαν να ασχολούνται με το κυνήγι, όπως έκαναν, για αιώνες, οι πρόγονοί τους στα καλυμμένα από τους παγετώνες νησιά.

«Φανταστικό μέρος για να μεγαλώνεις»

Ο Trond Johansen ήταν 17 ετών το 1971, όταν έφτασε στο Longyearbyen με ένα αεροπλάνο ναυλωμένο από την εταιρεία εξόρυξης. Το αεροσκάφος προσγειώθηκε πάνω σε ένα πεδίο πάγου - το αεροδρόμιο θα χτιζόταν λίγα χρόνια αργότερα. Ο -συνταξιούχος σήμερα- ανθρακωρύχος, απολαμβάνοντας τον καφέ του στο καλαίσθητο κατάστημα της πόλης, το οποίο διαθέτει, μεταξύ άλλων, πλεκτά ρούχα και χειροποίητες σοκολάτες, θυμάται την εποχή που, κύριος προορισμός ψυχαγωγίας των κατοίκων, αποτελούσε η εκκλησία. Κάθε Τετάρτη, ο ίδιος και οι συνάδελφοί του ανθρακωρύχοι συγκεντρώνονταν στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν βιντεοκασέτες με ειδησεογραφικές εκπομπές τεσσάρων εβδομάδων από την ηπειρωτική χώρα. «Ήταν φανταστικό μέρος για να μεγαλώνεις, πιθανώς πιο φιλελεύθερο από πολλά άλλα μέρη, ενώ είχες δίπλα στου την άγρια φύση αλλά και τις πολικές αρκούδες να καραδοκούν», λέει ο γιος του Trond, Bent, που γεννήθηκε στο Σβάλμπαρντ και, όπως ο πατέρας και τα αδέλφια του πριν από αυτόν, εργάζεται στο νορβηγικό ανθρακωρυχείο.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Εκκλησίαειδήσεις τώραανθρακωρυχείοΝορβηγίαΑρκτική