Κόσμος|30.03.2023 07:00

Θα σβήσει τη «φωτιά» στο Ισραήλ το μισό βήμα πίσω του Νετανιάχου από τη δικαστική μεταρρύθμιση; Τι εξηγεί στο ethnos.gr ο Γαβριήλ Χαρίτος

Τίμος Φακαλής

Μπορεί ο Μπενιαμίν Νετανιάχου με το πρόσφατο διάγγελμά του να δίνει μία ευκαιρία για ευρείες συναινέσεις στο ζήτημα της δικαστικής μεταρρύθμισης, ανοίγει, όμως, και  ένα νέο «Κουτί της Πανδώρας», ικανό να περιπλέξει περισσότερο την πολιτική αντιπαράθεση, είτε στις αίθουσες της Κνέσετ, είτε στις μαζικές διαδηλώσεις που δεν φαίνεται να σταματούν εκτιμά ο Γαβριήλ Χαρίτος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ και του ισραηλινού Ινστιτούτου Μπεν-Γκουριόν που διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Σχέσεων Ισραήλ-Ελλάδας-Κύπρου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και στο Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν του Ισραήλ. 

Η αμφιλεγόμενη δικαστική μεταρρύθμιση που προωθεί ο Πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου έχει βγάλει στους δρόμους του Ισραήλ εκατομμύρια πολίτες που διαδηλώνουν από τον Ιανουάριο. Πέρα, όμως, από την πολιτική κρίση, η δικαστική μεταρρύθμιση προκαλεί και δημοσκοπική κατάρρευση για το κόμμα του  Νετανιάχου, το Λικούντ.

Μιλώντας στο ethnos.gr o κ. Χαρίτος εκτιμά ότι μία δραστική λύση θα ήταν ίσως η αναδιάταξη του κυβερνητικού συνασπισμού δια της απομάκρυνσης των ακραίων εθνοθρησκευτικών φωνών της ακροδεξιάς, που ενοχλούν όχι μόνο μεγάλη μερίδα της ισραηλινής εκκοσμικευμένης κοινωνίας, αλλά και τον Λευκό Οίκο. «Για την ώρα, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν διαφαίνεται. Από την άλλη, το ισραηλινό πολιτικό σύστημα, τα τελευταία χρόνια δεν έχει πάψει να μας εκπλήσσει» προσθέτει.

Κύριε Χαρίτο, η λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ισραήλ βρίσκεται εδώ και τρεις μήνες στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, βγάζοντας χιλιάδες Ισραηλινούς πολίτες να διαδηλώνουν στους δρόμους κατά των μεταρρυθμίσεων που προωθεί η κυβέρνηση Νετανιάχου. Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;

Το ισραηλινό δημοκρατικό πολίτευμα δεν καθορίζεται από ένα γραπτό Σύνταγμα, όπως συμβαίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των υπόλοιπων δυτικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Βασίζεται σε ένα σύνολο Θεμελιωδών Νόμων, που υπερψηφίζονται από την ελάχιστη πλειοψηφία 61 βουλευτών του 120μελούς κοινοβουλίου, της Κνέσετ. Οι Θεμελιώδεις αυτοί Νόμοι ορίζουν τις βασικές λειτουργίες του πολιτεύματος. Κατά τα 74 χρόνια ζωής του Ισραήλ, ο ρόλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικεντρώνεται να ελέγχει κατά πόσον ένας νόμος είναι σύμφωνος με το γράμμα και το πνεύμα των Θεμελιωδών Νόμων , ως επίσης και με το γράμμα και το πνεύμα του κειμένου της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, που ορίζει την υποχρέωση του κράτους να σέβεται τις βασικές ατομικές και συλλογικές ελευθερίες.

Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει Σύνταγμα, που να θέτει σταθερούς κανόνες λειτουργίες του πολιτεύματος και της φυσιογνωμίας της άσκησης κρατικής εξουσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποκτήσει ευρείες αρμοδιότητες ελέγχου κατά πόσον ένας νόμος είναι σύμφωνος με την φυσιογνωμία του πολιτεύματος. Παραδοσιακά, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμφωνεί με τις αρχές που διέπουν την λειτουργία των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών δημοκρατιών της Δύσης. Προάγει τα δυτικά κοινωνικά πρότυπα, θέτει περιορισμούς στην τάση μίας μερίδας της ισραηλινής κοινωνίας να επιθυμεί την Θρησκεία να παρεμβαίνει στην Κρατική Διοίκηση, και κατά καιρούς υπενθυμίζει στην εκάστοτε πολιτική εξουσία ότι το Ισραήλ δεσμεύεται από τις διεθνείς συνθήκες που έχει αποδεχθεί και επικυρώσει. Η στάση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν μοιραίο να δυσαρεστήσει κάποιες πολιτικές παρατάξεις, που δεν συμφωνούν με την ιδεολογική γραμμή που ακολουθούν οι ανώτατοι δικαστές. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην παρούσα κυβέρνηση, μετέχουν υπουργοί που κατά το παρελθόν επέκριναν το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι δεν λαμβάνει υπ’όψιν όσο θα έπρεπε την βούληση του εκλογικού σώματος, όπως το εκφράζουν τα νομοθετήματα που υπερψηφίζουν οι δημοκρατικά εκλεγμένοι βουλευτές της Κνέσετ. Γι’ αυτό,  επειδή η νομοθετική μεταρρύθμιση που προωθεί η παρούσα κυβέρνηση επιδιώκει να περιορίσει τις αρμοδιότητες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μεγάλη μερίδα της ισραηλινής κοινωνίας ανησυχεί ότι η φυσιογνωμία του κράτους θα αλλάξει και θα απομακρυνθεί από τα δυτικά, δημοκρατικά και πλουραλιστικά της πρότυπα. Η παρούσα κυβέρνηση ελέγχει σήμερα τις 64 από τις 120 έδρες, έχει την δυνατότητα να ψηφίζει Θεμελιώδεις Νόμους που θα είναι σε θέση να αλλάξουν βασικούς πυλώνες του πολιτεύματος. Εάν περιορισθεί ή εκλείψει ο ακυρωτικός έλεγχος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τότε ουσιαστικά η κυβέρνηση θα είναι σε θέση να αλλάξει τα πάντα στη χώρα, σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής. Γι’ αυτό μία μεγάλη μερίδα της κοινωνίας διαδηλώνει στους δρόμους με τέτοια ένταση.


Η κυβέρνηση, ωστόσο, εξελέγη δημοκρατικά. Δεν γνώριζαν οι πολίτες ότι η κυβέρνηση που εξέλεξαν θα προωθούσε αυτήν την ατζέντα;

Όχι. Από το 2019 έως και τις πρόσφατες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 2022, το βασικό ερώτημα που είχε τεθεί στο εκλογικό σώμα είναι εάν ο Βενιαμίν Νετανιάχου νομιμοποιείται ηθικά και πολιτικά να αναδειχθεί πρωθυπουργός, ενόσω είναι υπόδικος για ποινικές υποθέσεις διαφθοράς. Το ερώτημα που είχε τεθεί επανειλημμένα στον μέσο εκλογέα ήταν «Ναι ή Όχι ο Νετανιάχου στην εξουσία». Και εν τέλει, η πλειοψηφία των Ισραηλινών αποφάσισε ότι ο Νετανιάχου είναι ο καταλληλότερος πολιτικός να διοικήσει τη χώρα.

Μετεκλογικά, ο Νετανιάχου κατάφερε να σχηματίσει την κυβέρνησή του αφ’ ενός με τα υπερορθόδοξα θρησκευτικά κόμματα και αφ’ ετέρου με έναν συνασπισμό εθνοθρησκευτικών ακροδεξιών κομμάτων που για πρώτη φορά αναδεικνύονται στην εξουσία. Οι ιδεολογικές θέσεις των κομμάτων της εθνοθρησκευτικής ακροδεξιάς («Εβραϊκή Ισχύς», «Θρησκευτικός Σιωνισμός» και «Νόαμ») είχαν τεθεί στις παρυφές της νομιμότητας με βάση το σύνολο της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι τόσο η εθνοθρησκευτική ακροδεξιά, όσο και ο ίδιος ο Νετανιάχου, είχαν ένα κοινό σημείο: Την δυσαρέσκειά τους ως προς τον σημαντικό ρόλο που έχει το Ανώτατο Δικαστήριο στο ισραηλινό πολιτικό σύστημα. Έτσι, η δικαστική μεταρρύθμιση που προωθεί η κυβέρνηση, εκλαμβάνεται εκ μέρους της αντιπολίτευσης, ουσιαστικά, ως μία πράξη πολιτικής αντεκδίκησης και όχι ως μία προσπάθεια «εξισορρόπησης» της διάκρισης της λειτουργίας των εξουσιών. Έτσι, στον ισραηλινό δημόσιο πολιτικό λόγο παρατηρείται η εξής παραδοξότητα: Από τη μια η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ότι θέλει να καταλύσει την δημοκρατία και να επιβάλει μία μονοκρατορία της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Από την άλλη, η κυβέρνηση θέλει να αποκαταστήσει την πραγματική έννοια της δημοκρατίας, που εχθρός της είναι η στρέβλωση της λαϊκής βούλησης διαμέσου μίας ελίτ ανωτάτων δικαστών, που δεν τους εξέλεξε κανένας..

Ο Βενιαμίν Νετανιάχου εξήγγειλε την περασμένη Δευτέρα (27/3) ότι «παγώνει» την διαδικασία της δικαστικής μεταρρύθμισης μέχρι τον Ιούλιο και ότι, μέχρι τότε, είναι πρόθυμος να αρχίσει διάλογο με την αντιπολίτευση υπό την αιγίδα του Προέδρου του Κράτους για να ανευρεθούν ευρείες συναινέσεις. Η αντιπολίτευση ανταποκρίθηκε θετικά. Θεωρείτε ότι η κρίση τελείωσε;

Οπωσδήποτε, ο διάλογος είναι ο μόνος τρόπος να επιλυθεί ένα τόσο ακανθώδες θέμα και η ισραηλινή δημοκρατία έχει αποδείξει πόσο ευέλικτη είναι, ένα χαρακτηριστικό που ανέπτυξε επειδή ακριβώς δεν έχει υιοθετήσει γραπτό Σύνταγμα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ο πολιτικός χρόνος στο Ισραήλ κινείται με ταχύτητα ιλιγγιώδη, επειδή η χώρα ανέκαθεν αντιμετωπίζει πολλαπλά ανοικτά μέτωπα. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» είναι η έκβαση των δικαστικών υποθέσεων με κατηγορούμενο τον πρωθυπουργό της χώρας, η οποία αναδεικνύεται ως ο πραγματικός καταλύτης των εξελίξεων.  

Ποια είναι η εκτίμησή σας για την επόμενη μέρα στο Ισραήλ, σε επίπεδο εσωτερικής διακυβέρνησης;

Κατ’ αρχήν, είναι πολύ νωρίς ακόμα να κρίνουμε εάν ο διάλογος κυβέρνησης-αντιπολίτευσης θα καταλήξει σε ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο μεταρρύθμισης λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας. Η κυβέρνηση επιδιώκει να ελέγχει την σύνθεση της επιτροπής προαγωγής των δικαστών, κάτι που για την αντιπολίτευση είναι «κόκκινο πανί». Στο μεταξύ, η κοινοβουλευτική διαδικασία υπερψήφισης των επίμαχων νομοσχεδίων βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο και η κυβέρνηση συνεχίζει να ελέγχει την απόλυτη πλειοψηφία του κοινοβουλίου. Τυπικά, ο Νετανιάχου και η κυβέρνησή του είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι του κοινοβουλίου. Όμως, η κυβέρνηση δεν ελέγχει τους διαδηλωτές, ούτε τα δημοσκοπικά της ποσοστά που υποχωρούν ολοένα και περισσότερο. Είναι ενδεικτικό ότι για πρώτη φορά στην πολυετή πολιτική πορεία του Νετανιάχου, πρόσφατη δημοσκόπηση της δημόσιας τηλεόρασης τον φέρει 7 ποσοστιαίες μονάδες πίσω από τον τέως Υπουργό Άμυνας και ηγέτη της κεντροδεξιάς «Παράταξης Εξουσίας», Μπένι Γκαντς. Τέτοια διαφορά στο ερώτημα περί της καταλληλότητας για το αξίωμα του πρωθυπουργού δεν σημειώθηκε ποτέ μέχρι τώρα.

Από την άλλη, το δεδομένο που θα πρέπει να προβληματίσει είναι το αντάλλαγμα που παραχώρησε ο Νετανιάχου στην ακροδεξιά πτέρυγα της κυβέρνησής του, προκειμένου να μην διαλυθεί ο κυβερνητικός συνασπισμός. Κατόπιν συμφωνίας του Νετανιάχου με τον ηγέτη του ακροδεξιού εθνοθρησκευτικού κόμματος Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, που είναι ο Υπουργός Εθνικής Ασφαλείας της σημερινής κυβέρνησης, ορίσθηκε ότι θα διατεθούν 2,3 δισ. ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό για τη σύσταση της «Εθνοφυλακής», δηλαδή ενός νέου αστυνομικού σώματος με στρατιωτική εκπαίδευση, που δεν θα υπάγεται ούτε στην αστυνομία, ούτε στο Υπουργείο Άμυνας, αλλά στον Υπουργό Εθνικής Ασφαλείας. Εάν θα εφαρμοσθεί αυτή η συμφωνία στην πράξη, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας θα δημιουργηθεί μία μάχιμη αστυνομική ομάδα κρούσης με πολύ συγκεκριμένο ιδεολογικό πρόσημο από της συστάσεώς της. Αυτή η συμφωνία δεν αποκλείεται να ανοίξει ένα νέο σημείο αντιπαράθεσης κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, δεδομένου μάλιστα ότι το στρατιωτικό κατεστημένο έχει δηλώσει ποικιλοτρόπως το τελευταίο τρίμηνο ότι διαφωνεί στο ενδεχόμενο εθνοθρησκευτικοί παράγοντες να αναμιγνύονται στην επιχειρησιακή ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων. Έτσι, μπορεί ο Νετανιάχου με το πρόσφατο διάγγελμά του να δίνει μία ευκαιρία για ευρείες συναινέσεις στο ζήτημα της δικαστικής μεταρρύθμισης. Διαισθάνομαι, ωστόσο, ότι ανοίγει ένα νέο ‘Κουτί της Πανδώρας’, ικανό να περιπλέξει περισσότερο την πολιτική αντιπαράθεση, είτε στις αίθουσες της Κνέσετ, είτε στις μαζικές διαδηλώσεις που δεν φαίνεται να σταματούν.

Μία δραστική λύση θα ήταν ίσως η αναδιάταξη του κυβερνητικού συνασπισμού δια της απομάκρυνσης των ακραίων εθνοθρησκευτικών φωνών της ακροδεξιάς, που ενοχλούν όχι μόνο μεγάλη μερίδα της ισραηλινής εκκοσμικευμένης κοινωνίας, αλλά και τον Λευκό Οίκο. Για την ώρα, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν διαφαίνεται. Από την άλλη, το ισραηλινό πολιτικό σύστημα, τα τελευταία χρόνια δεν έχει πάψει να μας εκπλήσσει.

Μπένιαμιν ΝετανιάχουΔιαδηλώσειςΙσραήλειδήσεις τώρα