Κόσμος|14.07.2019 23:12

ΗΠΑ: Η μάχη για το χρίσμα των Δημοκρατικών - Τα φαβορί και τα αουτσάιντερ

Newsroom

Μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού, µε λιγότερο από έξι µήνες να µας χωρίζουν από τη χρονιά κατά την οποία ο Τραµπ θα κληθεί να υπερασπιστεί τον… τίτλο του, η µάχη στο στρατόπεδο των ∆ηµοκρατικών για το ποιος θα είναι ο αντίπαλος του Αµερικανού προέδρου στο εκλογικό µατς της 3ης Νοεµβρίου του 2020 έχει ξεκινήσει. Συνολικά 24 ∆ηµοκρατικοί γερουσιαστές, βουλευτές και κυβερνήτες κονταροχτυπήθηκαν στην πρώτη µεταξύ τους τηλεµαχία (που διεξήχθη σε δύο µέρη), εκκινώντας την κούρσα για να αναδειχθεί αυτός ή αυτή που θα λάβει το χρίσµα του κόµµατος.

Οι υποψηφιότητες έχουν απ’ όλα: Ονόµατα βαριά, µε µακρά ιστορία στην αµερικανική πολιτική σκηνή, αλλά και άλλα φρέσκα που ευαγγελίζονται την αλλαγή εντός του ∆ηµοκρατικού Κόµµατος, επιδιώκοντας τη συντριπτική ήττα του Τραµπ και της ακραίας συντηρητικής πολιτικής που εκείνος εφαρµόζει εδώ και περισσότερο από δύο χρόνια.

Από τις τοποθετήσεις των υποψηφίων που συµµετείχαν στο πρώτο ντιµπέιτ γίνονται ξεκάθαρα κάποια πράγµατα ουσίας. Πρώτον, η εσωκοµµατική µάχη µέχρι τις προκριµατικές εκλογές αναµένεται να είναι σκληρή δεδοµένων των πολλών αντιθέσεων που έχουν µεταξύ τους οι υποψήφιοι όσον αφορά στην πολιτική τους ατζέντα και δεύτερον κανείς τους δεν ξέρει πώς ακριβώς να αντιµετωπίσει το φαινόµενο Τραµπ. Συγκεκριµένα για το φαινόµενο Τραµπ, οι υποψήφιοι εµφανίστηκαν αναποφάσιστοι ως προς το εάν θα πρέπει να αρχίσουν να επιτίθενται αµέσως κατά του προέδρου των ΗΠΑ ή αρχικά να τον αγνοήσουν.

Ποιοι ξεχωρίζουν

Από τους συνολικά 24 υποψηφίους, τα αµερικανικά ΜΜΕ εστιάζουν σε κάποια φαβορί, αλλά και σε κάποιους που παρουσιάζονται ως αουτσάιντερ. Πιο συγκεκριµένα, από το πλήθος των πιθανών αντιπάλων του Ντόναλντ Τραµπ, ξεχωρίζουν ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ο «αιώνιος» υποψήφιος της αριστερής πτέρυγας του ∆ηµοκρατικού Κόµµατος, Μπέρνι Σάντερς, και ο δήµαρχος της Νέας Υόρκης, Μπιλ Ντε Μπλάζιο. Λίγο πιο περιφερειακή αλλά «κατεστηµένα εναλλακτική» είναι η υποψηφιότητα της γερουσιαστού της Μασαχουσέτης, Ελίζαµπεθ Ουόρεν, ενώ περισσότερo «εναλλακτική» υποψηφιότητα που όµως έχει ένα ειδικό βάρος είναι αυτή της γερουσιαστού της Καλιφόρνια, Καµάλα Χάρις.

Ήδη από την ηµέρα που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του, ο Μπάιντεν χαρακτηρίστηκε φαβορί για το προεδρικό χρίσµα των ∆ηµοκρατικών. Ο 76χρονος πολιτικός έχει, σύµφωνα µε όλες τις µετρήσεις, τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει σε µια µονοµαχία µε τον Ντόναλντ Τραµπ και αυτό το οφείλει στη θητεία του ως αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί των ηµερών του Μπαράκ Οµπάµα. Πιο συγκεκριµένα, σε δηµοσκόπηση που έγινε στην αρχή της εβδοµάδας, ο Μπάιντεν εµφανιζόταν να έχει προβάδισµα 10 µονάδων από τον Τραµπ σε µια πιθανή αναµέτρησή τους.

Ο πρώην αντιπρόεδρος στην ουσία είναι ο µόνος εκ των υποψηφίων που είχε δεχθεί τα πολιτικά πυρά από τον νυν πρόεδρο των ΗΠΑ προτού ο τελευταίος εκλεγεί και είχε την ευκαιρία να απαντήσει από θέση ισχύος. Στις τοποθετήσεις του, ο Μπάιντεν συχνά ασκεί κριτική στον Ντόναλντ Τραµπ ότι «ρίχνει στα σκουπίδια τις αµερικανικές αξίες».

Σηµαντικό στοιχείο της υποψηφιότητάς του θεωρείται από τους αναλυτές ότι είναι ένας ∆ηµοκρατικός υποψήφιος ο οποίος όµως µπορεί να συνεργαστεί και µε τους Ρεπουµπλικάνους. Επιπλέον, εξαιτίας της µακράς του πορείας στην πολιτική και στο ∆ηµοκρατικό Κόµµα, εκείνος έχει την απαιτούµενη αναγνωρισιµότητα και το βεληνεκές για να συγκεντρώσει σηµαντικά ποσά σε χρηµατοδότηση για την καµπάνια του.

Ισχυρή υποψηφιότητα, εξαιτίας κυρίως της ενίσχυσης της αριστερής πτέρυγας των ∆ηµοκρατικών στις ενδιάµεσες εκλογές και στο Κογκρέσο, είναι όµως και εκείνη του 77χρονου γερουσιαστή του Βερµόντ, Μπέρνι Σάντερς. Ο Σάντερς πιστώνεται ότι το 2016 ήταν αυτός που οδήγησε το ∆ηµοκρατικό Κόµµα προς τα αριστερά µε την καµπάνια του, µια καµπάνια η οποία βασίστηκε κυρίως σε ακτιβιστές και στην οργάνωση της βάσης. Η υποψηφιότητά του, αν επαναληφθεί η κινητοποίηση του 2016, είναι σίγουρο ότι θα ανεβάσει ρυθµούς όσο πλησιάζουµε προς τις εκλογές και για αυτόν ακριβώς τον λόγο αναµένεται να δεχθεί επιθέσεις τόσο από τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραµπ όσο και από τους εσωκοµµατικούς του αντιπάλους.

Η πορεία του «Μπέρνι» το 2016 έχει πείσει αρκετούς ότι ο µοναδικός τρόπος για την ανατροπή του Ντόναλντ Τραµπ και της συνέχισης της επικράτησης της ακροδεξιάς και µετά το 2020 είναι η στροφή προς τα αριστερά. Μέσα από την καµπάνια του ξεπήδησαν διάφορα νέα «αστέρια» της αµερικανικής πολιτικής ζωής, όπως είναι η Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ, που εξελέγη στις ενδιάµεσες εκλογές πέρυσι και δηλώνει -στις ΗΠΑ του Τραµπ- υπέρµαχος του «δηµοκρατικού σοσιαλισµού».

Η τρίτη υποψηφιότητα που αναµένεται επίσης να συγκεντρώσει, εάν όχι δυναµική στη βάση, τουλάχιστον µια σηµαντική κάλυψη από τα µέσα ενηµέρωσης είναι εκείνη του 58χρονου Μπιλ ντε Μπλάζιο. Ο δήµαρχος της Νέας Υόρκης, που στις ΗΠΑ θεωρείται ως ο βασικός εκφραστής της τάσης της προοδευτικής πολιτικής του ∆ηµοκρατικού Κόµµατος, έχει εδώ και χρόνια βρεθεί σε ανοιχτή κόντρα µε τον Ντόναλντ Τραµπ. Ο Ντε Μπλάζιο ήταν ο πρώτος που αντιστάθηκε δηµόσια στην αποτυχηµένη προσπάθεια του νέου τότε προέδρου των ΗΠΑ να επιβάλει απαγόρευση εισόδου στη χώρα µε βάση το θρήσκευµα.

Ο Ντόναλντ Τραµπ µάλιστα χρησιµοποιεί συχνά τη φράση «αποτυχηµένος σαν τον Ντε Μπλάζιο» για να επιτεθεί σε πολιτικούς του αντιπάλους, όπως επί παραδείγµατι έκανε όταν επιτέθηκε κατά του δηµάρχου του Λονδίνου, Σαντίκ Καν, κατά την τελευταία του επίσκεψη στη Μεγάλη Βρετανία. 

Το όνοµα της Ελίζαµπεθ Ουόρεν για όσους παρακολουθούν την πολιτική ζωή των ΗΠΑ και δη τους ∆ηµοκρατικούς είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιµο. Η Ουόρεν µπήκε στην πολιτική και έγινε ευρύτερα γνωστή µε την επέλαση του Μπαράκ Οµπάµα το µακρινό, πλέον, 2008. Τότε είχε επιλεγεί από τον επικεφαλής της πλειοψηφίας της Γερουσίας, Χάρι Ριντ, για τη θέση στην Επιτροπή της Γερουσίας που είχε συσταθεί για να ελέγχει ότι εφαρµόζονται οι πολιτικές που είχε ανάγκη η αµερικανική οικονοµία προκειµένου να σταθεροποιηθεί και να ξεπεράσει την κρίση. Οι σκληρές «ανακρίσεις» τραπεζιτών και στελεχών της Γουόλ Στριτ τις οποίες διενήργησε τότε ως βασική εκφραστής της πολιτικής της νέας κυβέρνησης άφησαν εποχή.

Στις εκλογές του 2012, που έφεραν τον Μπαράκ Οµπάµα στην εξουσία για δεύτερη φορά, η Ουόρεν έθεσε υποψηφιότητα για γερουσιαστής της Μασαχουσέτης µε ένα εντελώς προοδευτικό πρόγραµµα το οποίο στον πυρήνα του είχε την καταπολέµηση της οικονοµικής ανισότητας. Η Ουόρεν θα µπορούσε να πει κανείς ότι από τότε αποτελεί το αντίπαλο δέος στον Μπέρνι Σάντερς και στη δική του αριστερή πτέρυγα (εξού και η ταµπέλα της «εναλλακτικής» υποψήφιας). Σε αυτή την καµπάνια η 70χρονη πολιτικός έχει εστιάσει πάλι στην ανάγκη ρύθµισης της αγοράς, αυτή τη φορά όµως του τοµέα της τεχνολογίας, όχι του χρηµατοπιστωτικού.

Στο ντιμπέιτ

Παρά το γεγονός ότι µέχρι πρότινος δεν θεωρούνταν ως «ισχυρή» υποψηφιότητα, η πρώην γενική εισαγγελέας του Σαν Φρανσίσκο και µετέπειτα υπουργός ∆ικαιοσύνης της Καλιφόρνια, Καµάλα Χάρις, έκανε αισθητή την παρουσία της στην κούρσα από το βήµα του ντιµπέιτ.

Η 54χρονη είναι η µόλις τρίτη γυναίκα από την Καλιφόρνια που καταλαµβάνει θέση στη Γερουσία (στις τελευταίες ενδιάµεσες εκλογές) και η πρώτη τζαµαϊκανής και ινδικής καταγωγής που εξασφαλίζει αυτήν τη θέση. Αυτό που την έκανε να ξεχωρίσει είναι η σφοδρή επίθεση που εξαπέλυσε κατά του φαβορί για το χρίσµα των ∆ηµοκρατικών, Τζο Μπάιντεν, για κάποιες ατυχείς δηλώσεις που είχε κάνει στο παρελθόν σχετικά µε το ευαίσθητο στις ΗΠΑ (εξαιτίας της ιστορίας της δουλείας και της εκτεταµένης γκετοποίησης) φυλετικό ζήτηµα.

Το δηµόσιο αξίωµά της στην Καλιφόρνια (µε κυβερνήτη τον περίφηµο Τζέρι Μπράουν) και η σκληρή της στάση σε µια σειρά από θέµατα κοινωνικής δικαιοσύνης από τη µια είναι ένα σηµαντικό χαρτί για την υποψηφιότητά της, από την άλλη όµως υπάρχει το ενδεχόµενο µακροπρόθεσµα να της γυρίσουν µπούµερανγκ, αφού εκείνη ήδη δέχεται πυρά για µια σειρά από αποφάσεις της. Το θετικό πάντως για την υποψηφιότητά της είναι ότι είναι µια νέα γερουσιαστής, πράγµα που της δίνει τον αέρα της «φρεσκάδας» που κάθε «εναλλακτικός» υποψήφιος πρέπει να έχει.

ΗΠΑχρίσμαΔημοκρατικοί