Κόσμος|16.07.2019 14:32

Όταν οι ΗΠΑ εκδίωξαν το Ισραήλ από τα F-35 λόγω Κίνας. Σειρά της Άγκυρας;

Γιώργος Σκαφιδάς

Αγνοώντας επιδεικτικά τις επίμονες προειδοποιήσεις από την πλευρά των ΗΠΑ, η Τουρκία αποφάσισε τελικώς να διαβεί τον Ρουβίκωνα. Αρχής γενομένης από τις 12 Ιουλίου, το καθεστώς Ερντογάν ξεκίνησε επισήμως να υποδέχεται σε αεροπορική βάση κοντά στην Αγκυρα τα πρώτα τμήματα του ρωσικού αντιαεροπορικού-αντιπυραυλικού συστήματος S-400.

Τούτου δοθέντος, οι Αμερικανοί δεν έχουν πλέον άλλη επιλογή από το να επιβάλουν κυρώσεις κατά της Τουρκίας, η «έξωση» της οποίας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των αμερικανικών μαχητικών F-35 θα πρέπει, κατά κάποιους, να θεωρείται «δεδομένη» (ο πρώην υπηρεσιακός υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, Πάτρικ Σάναχαν, είχε θέσει ως καταληκτική ημερομηνία «έξωσης» την 31η Ιουλίου), πέρα από τις όποιες άλλες κυρώσεις ακολουθήσουν στο πλαίσιο του Νόμου Περί Αντιμετώπισης των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act - CAATSA).

Το περιεχόμενο των αμερικανικών κυρώσεων αναμένεται να γίνει γνωστό μέσα στα επόμενα 24ωρα. Αμερικανικά δημοσιεύματα τοποθετούν τη σχετική ανακοίνωση προς τα τέλη της τρέχουσας εβδομάδας. Λέγεται, μάλιστα, ότι εκείνη καθυστερεί σκοπίμως προκειμένου να μη δοθεί η ευκαιρία στον Ερντογάν να την αξιοποιήσει επικοινωνιακά, συνδέοντάς τη για παράδειγμα και με τη χθεσινή επέτειο της συμπλήρωσης τριών ετών από το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016. Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι η τουρκική πλευρά επιμένει να χρεώνει στις ΗΠΑ την απόπειρα του πραξικοπήματος, επαναφέροντας παράλληλα με κάθε ευκαιρία και αιτήματα όπως είναι εκείνο της έκδοσης του φερόμενου ως αρχιπραξικοπηματία ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν πίσω στην Τουρκία από την Πενσιλβάνια.

Οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, κανονικά, είναι απλώς ζήτημα χρόνου. Ο λόγος για μια σειρά από κυρώσεις κυρίως οικονομικού χαρακτήρα, η βαρύτητα των οποίων φέρεται να εξαρτάται από τις διαθέσεις του ιδίου του Ντόναλντ Τραμπ. Ενδεχόμενη μη επιβολή κυρώσεων από την πλευρά των ΗΠΑ θα ήταν σκανδαλώδης ως εξέλιξη, ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σε τουλάχιστον άλλες δύο ανάλογες περιπτώσεις στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν (τα έτη 2000 και 2005) επιβάλει κυρώσεις ακόμη και σε πολύ στενούς συμμάχους τους όπως είναι για παράδειγμα το Ισραήλ.

Ηταν καλοκαίρι του 2005, ακριβώς πριν από 14 χρόνια, όταν το Ισραήλ αναγκάστηκε, έπειτα από ασφυκτικές αμερικανικές πιέσεις, να ακυρώσει τη συμφωνία που είχε υπογράψει για την πώληση εξαρτημάτων μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drone) στην Κίνα. Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου είχε απαιτήσει τότε από τους Ισραηλινούς και τον Αριέλ Σαρόν που βρισκόταν στην πρωθυπουργία να μην πουλήσουν στο Πεκίνο τεχνολογία (για την αναβάθμιση του στόλου των ισραηλινής κατασκευής drones τύπου «Harpy» που είχαν αγοράσει οι Κινέζοι τη δεκαετία του 1990) με το αιτιολογικό ότι ήταν πολύ ευαίσθητη για να βρίσκεται σε κινεζικά χέρια. Προκειμένου μάλιστα να πιέσουν το Τελ Αβίβ προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, οι Αμερικανοί είχαν φτάσει στο σημείο να του επιβάλουν και σειρά κυρώσεων επί μακρόν (για σχεδόν έξι μήνες), μεταξύ άλλων αναστέλλοντας και την πρόσβαση που είχε το Ισραήλ στο πρόγραμμα συμπαραγωγής των αμερικανικών F-35.

Οι ομοιότητες με το σήμερα είναι έκδηλες, πλέον με την Τουρκία να έχει πάρει τη θέση του Ισραήλ, τη Ρωσία σε ρόλο Κίνας και τα F-35 της αμερικανικής Lockheed Martin ως διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια των Αμερικανών. Μόνη διαφορά σε σύγκριση με το 2005: το γεγονός ότι το Ισραήλ είχε τότε τελικώς αναγκαστεί να ακυρώσει τη συμφωνία του με την Κίνα, ενώ αντιθέτως η Τουρκία του Ερντογάν προχωράει σήμερα κανονικά στην υλοποίηση της συμφωνίας αγοράς των S-400 από τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Και αυτό, παρά τις σχετικές αμερικανικές προειδοποιήσεις… οι οποίες ωστόσο όταν προέρχονται από μια κυβέρνηση όπως είναι εκείνη του Ντόναλντ Τραμπ μάλλον δεν εκλαμβάνονται το ίδιο σοβαρά.

ΗΠΑΤουρκίαS-400F-35κυρώσεις