All About History|22.01.2020 23:19

Οι πολεμιστές της σκιάς: Ο μυστικός κόσμος των νίντζα

Newsroom

Οι θρυλικοί νίντζα της Ιαπωνίας περιβάλλονται από μύθο και τα κατορθώματά τους, άρρηκτα συνδεδεμένα με τις παραδόσεις τους, θολώνουν τις γραμμές ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Ωστόσο, τα αληθινά κατορθώματα των νίντζα είναι πολύ πιο συναρπαστικά από τους θρύλους που έχουν χτιστεί γύρω τους από τη χρυσή εποχή τους κατά τη διάρκεια του 15ου και του 16ου αιώνα.

Οι νίντζα, ή «σινόμπι», εμφανίστηκαν στα μέσα του 15ου αιώνα. Αν και οι περισσότερες ικανότητες που τους αποδίδονται (κατασκοπεία, παρείσφρηση και δολοφονίες) υπήρχαν από παλιότερα, στα μέσα του 14ου αιώνα παρουσιάστηκε μια τάξη ειδικά εκπαιδευμένων πολεμιστών.

Οι νίντζα συνήθως θεωρούνται το αντίθετο των τιμημένων σαμουράι, αλλά στην πραγματικότητα η σχέση μεταξύ των δύο είναι πολύ πιο περίπλοκη. Συχνά οι νίντζα προσλαμβάνονταν ως μισθοφόροι, αλλά το ίδιο ισχύει και για τους σαμουράι που δρούσαν και σαν νίντζα. Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται ειδικά εκπαιδευμένοι κατάσκοποι και δολοφόνοι ως μισθοφόροι πολέμαρχων για να κατασκοπεύουν, να δολοφονούν και να πραγ ματοποιούν επιδρομές και δολιοφθορές κατά των αντιπάλων τους.

Ο όρος σινόμπι κατέληξε να περιγράφει τους μισθοφόρους που προέρχονται από την κάστα των πολεμιστών και δεν ήταν απλώς χωρικοί. Ήταν τουλάχιστον ασιγκάρου (στρατιώτες του πεζικού) και σε ορισμένες περιπτώσεις σαμουράι. Στην αρχή το επάγγελμα ήταν κληρονομικό από πατέρα σε γιο, αλλά λόγω της μεγάλης ζήτησης δημιουργήθηκαν συντεχνίες και φυλές.

Πηγή: Wikipedia

Οι νίντζα αναλάμβαναν τις πιο επικίνδυνες αποστολές, μολονότι τους παραμόνευε παντού ο θάνατος. Χάρη στις ικανότητές τους δρούσαν ως κατάσκοποι, ανιχνευτές, δολοφόνοι και εμπρηστές. Ο κύριος ρόλος τους ήταν η συγκέντρωση πληροφοριών είτε παρεισφρέοντας σε κάποιο εχθρικό κάστρο ή στρατόπεδο είτε μέσω κατόπτευσης. Ένα ποίημα της εποχής συμβούλευε τους νίντζα να σκέφτονται πάντα κατά την παρακολούθηση όσα είχαν μάθει και κατόπιν να αναφέρουν απευθείας στον επικεφαλής. «Όταν χαράσσετε και σχεδιάζετε τη διαδρομή ενώ κινείστε, οι ουσιώδεις πληροφορίες που πρέπει να μεταφέρετε είναι τα βουνά, τα ποτάμια και η απόσταση από τον εχθρό», συνιστούσε ένα άλλο. Σε αμέτρητες περιπτώσεις οι πληροφορίες που συγκέντρωναν οι νίντζα έκριναν αποφασιστικά μάχες και πολιορκίες.

«Οι νίντζα ήταν τόσο επιδέξιοι και ύπουλοι που, για να αμυνθούν, οι σχεδιαστές των κάστρων άρχισαν τα αντίμετρα»

Οι δολιοφθορές ήταν μια άλλη σημαντική αποστολή για τους νίντζα, που συχνά διείσδυαν σε εχθρικά κάστρα για να τα πυρπολήσουν. Το 1541 οι επίλεκτοι νίντζα Ίγκα παρεισέφρησαν στο κάστρο Κασάγκι και έβαλαν φωτιά στους εξωτερικούς τοίχους των κτηρίων. Τέτοιες επιδρομές ήταν η ειδικότητα των νίντζα που έκαναν παρόμοιες επιθέσεις στη Σαουαγιάμα το 1558 και στη Μαϊμπάρα το 1561.

Οι νίντζα έχουν γίνει συνώνυμο των δολοφόνων και συχνά οι πολέμαρχοι τους προσλάμβαναν για να δολοφονούν τους αντιπάλους τους. Οι νίντζα ήταν τόσο επιδέξιοι και ύπουλοι που, για να αμυνθούν, οι σχεδιαστές των κάστρων άρχισαν τα αντίμετρα κατασκευάζοντας ευαίσθητα πατώματα και κρύβοντας όπλα.

Πολλά κάστρα, όπως το Χιμέτζι, ήταν σχεδιασμένα σαν λαβύρινθοι με διαδρόμους και περάσματα. Αυτά τα αντίμετρα δεν ήταν πάντα αποτελεσματικά και διαπράχθηκαν δεκάδες δολοφονίες με διάφορες μεθόδους – από κόψιμο του λαιμού μέχρι δηλητηρίαση του θύματος στον ύπνο του. Κατά τη διάρκεια του αμείλικτου Πολέμου του Όνιν, που ρήμαξε την Ιαπωνία από το 1467 έως το 1477 και αποσταθεροποίησε τη χώρα βυθίζοντάς τη στο χάος της Περιόδου Σενγκόκου, οι σινόμπι εμφανίστηκαν σαν μια επαγγελματική τάξη πολεμιστών.

Οι αντίπαλοι ντάιμο (άρχοντες) που εμφανίστηκαν εκείνη την εποχή χρησιμοποίησαν τους νίντζα σαν ένα πρόσθετο όπλο στο οπλοστάσιό τους και τους προσλάμβαναν σαν κατασκόπους, ανιχνευτές, κίσο (σε αιφνιδιαστικές επιδρομές)και ταραχοποιούς για να αποδιοργανώνουν τον εχθρό. Παρόλο που ακόμα και οι σύμμαχοί τους αντιμετώπιζαν τους νίντζα με καχυποψία και δυσπιστία, όλοι σέβονταν τις ικανότητές τους. Στη δεκαετία του 1600 οι γραμμές ανάμεσα στους νίντζα και τους σαμουράι είχαν γίνει ακόμα πιο

δυσδιάκριτες, με διάσημους σαμουράι όπως ο Χατόρι Χάντσο, που ήταν επίσης ένας ικανός νίντζα. Για σχεδόν 2.000 χρόνια, δύο φατρίες εξασφάλιζαν νίντζα για τους εμπόλεμους σογκούν και ντάιμο. Οι φυλές αυτές, οι Ίγκα και οι Κόγκα, πήραν το όνομά τους από τις περιοχές τους, που γειτόνευαν μεταξύ τους.

Τα χωριά αυτής της ορεινής περιοχής γέννησαν τους πιο αποτελεσματικούς επαγγελματίες νίντζα. Ελεύθεροι από την κυριαρχία των φεουδαρχών, αυτοί οι νίντζα αφιέρωναν τη ζωή τους στην εκπαίδευση του νιντζούτσου – την τέχνη της εξαπάτησης. Οι Ίγκα ήταν συνήθως ακόλουθοι των σογκούν Ασικάγκα μέχρι την ανατροπή τους από τον Όντα Νομπουνάγκα το 1573. Το 1581 ο Νομπουνάγκα εδραίωσε την εξουσία του αφανίζοντας τους υποστηρικτές των Ασικάγκα και καταστρέφοντας πολλά χωριά της περιοχής.

Η επίθεση ήταν τόσο γρήγορη που οι Ίγκα δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητές τους για να αμυνθούν και κατατροπώθηκαν όταν αναγκάστηκαν να πολεμήσουν με συμβατικό τρόπο. Οι Ίγκα που επέζησαν κατέφυγαν στα βουνά για να υπηρετήσουν τον Τοκουγκάβα Ιεγιάσου. Ένας από τους σπουδαιότερους νίντζα των Ίγκα, ο Χατόρι Χάντσο, έγινε στενός φίλος και σωματοφύλακας του Ιεγιάσου και τον προστάτευσε βοηθώντας τον να ξεφύγει από τον Νομπουνάγκα. Γι’ αυτό ο Χάντσο ανταμείφθηκε με γη και εξουσία και ο Ιεγιάσου απέκτησε αρκετή δύναμη για να γίνει σογκούν το 1603. Τον 18ο αιώνα τα υπολείμματα των Ίγκα υπηρετούσαν ως φρουροί και κατάσκοποι για τον σογκούν Τοκουγκάβα.

Η περιοχή των Ίγκα (πηγή: Wikipedia)

Οι νίντζα της μικρότερης φυλής των Κόγκα λειτούργησαν ανεξάρτητα ως μισθοφόροι κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, υπηρετώντας μισθοφορικά διάφορους πολέμαρχους. Ωστόσο, τον 15ο αιώνα οι τοπικοί ντάιμο Ροκάκου τούς κάλεσαν για να υπερασπιστούν τη γη τους.

Μετάτον Πόλεμο του Όνιν οι Ροκάκου επαναστάτησαν εναντίον των Ασικάγκα, καταλαμβάνοντας εδάφη και αγνοώντας τις εντολές του σογκούν. Το 1487 ο Ασικάγκα Γιοσιχίσα, ο ένατος σογκούν των Ασικάγκα, πολιόρκησε με τον στρατό του κάστρα των Ροκάκου. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου οι νίντζα Ίγκα, που υπερασπίζονταν τους Ασικάγκα, συγκρούστηκαν με τους νίντζα Κόγκα.

Τα κάστρα των Ροκάκου έπεσαν το ένα μετά το άλλο και οι άρχοντες διέφυγαν, διατάσσοντας τους Κόγκα να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Οι νίντζα Κόγκα ήταν δεξιοτέχνες στον ανταρτοπόλεμο και υποκίνησαν μια ανταρσία, παρενοχλώντας τον σογκούν σε κάθε ευκαιρία. Εκμεταλλεύτηκαν τη γνώση του εδάφους και από τα βουνά που κρύβονταν εξαπέλυσαν επιδρομές εναντίον των δυνάμεων του Γιοσιχίσα. Οι νίντζα επιτέθηκαν σε στρατόπεδα του σογκούν, προκαλώντας χάος και σύγχυση με πυρκαγιές και προπετάσματα καπνού.

«Οι νίντζα παρεισέφρησαν στο κάστρο των Ιμαγκάβα και πυρπόλησαν τους πύργους του,σπέρνοντας τον πανικό»

Αφού αναχαίτισαν τα στρατεύματα του σογκούν για μερικά χρόνια, η κατοχή της περιοχής των Κόγκα έληξε το 1489 με τον θάνατο του Γιοσιχίσα. Χάρη στον ανταρτοπόλεμο, τις ικανότητες και την παλικαριά τους, οι Κόγκα απέκτησαν φήμη πολεμιστών που μπορούσαν να μάχονται τόσο συμβατικά όσο και ασυνήθιστα. Κατά τη δεκαετία του 1560, ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου προσέλαβε τους νίντζα Κόγκα με επικεφαλής τον Τόμο Σουκεσάντα, για να επιτεθούν σε φυλάκια της φυλής του Ιμαγκάβα.

Ο Σουκεσάντα και οι νίντζα του παρεισέφρησαν στο κάστρο των Ιμαγκάβα και πυρπόλησαν τους πύργους του, σπέρνοντας τον πανικό και σκοτώνοντας πολλούς φρουρούς. Επαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο κατά τη Μάχη της Σεκιγκαχάρα, όπου βοήθησαν στην άμυνα του κάστρου Φουσίμι, αποκρούοντας την επίθεση του Ισίντα Μιτσουνάρι. Η νίκη του Τοκουγκάβα Ιεγιάσου στη μάχη τον βοήθησε να γίνει σογκούν και οι απόγονοί του κυβέρνησαν μέχρι το 1868.

Από το 1600 και μετά οι νίντζα Κόγκα συνεργάστηκαν με τους Ίγκα ως επίλεκτοι φρουροί του σογκούν και υπερασπίστηκαν την έδρα του στο κάστρο Έντο. Οι Τοκουγκάβα κυριάρχησαν για αρκετά ειρηνικά χρόνια στην Ιαπωνία, αλλά το 1638 οι νίντζα κλήθηκαν στα όπλα για μια τελευταία φορά. Κατά την Εξέγερση της Σιμαμπάρα, χριστιανοί
επαναστάτες με επικεφαλής τον Αμακούσα Σίρο ξεσηκώθηκαν μετά την αύξηση της φορολογίας. Καθώς οι στρατιές του σογκούν πλησίαζαν, οι επαναστάτες υποχώρησαν στο κάστρο Χάρα και οχυρώθηκαν για μια παρατεταμένη πολιορκία. Οι νίντζα Κόγκα επέστρεψαν στο πεδίο της μάχης ως ειδικοί στις πολιορκίες. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ανέλαβαν να εξακριβώσουν τις άμυνες των χριστιανών επαναστατών.

Κατόπτευσαν τον σχεδιασμό του κάστρου, το ύψος των τειχών και το βάθος της τάφρου και παρουσίασαν στον σογκούν ένα λεπτομερές σχεδιάγραμμα των αμυντικών θέσεων. Στη συνέχεια ζητήθηκε από τους νίντζα να διενεργήσουν επιδρομή στις εχθρικές γραμμές, να κυριεύσουν εφόδια και να μάθουν τη δύναμη του εχθρού. Στη διάρκεια της τελευταίας επίθεσης εναντίον του Χάρα, οι νίντζα Κόγκα ενήργησαν σαν σύνδεσμοι και αγγελιοφόροι ανάμεσα στις επιτιθέμενες δυνάμεις. Το κάστρο κυριεύθηκε γρήγορα κι έτσι οι Κόγκα έπαιξαν ουσιώδη ρόλο στην καταστολή του χριστιανισμού στην Ιαπωνία.

Η θρησκεία θα εμφανιζόταν ξανά μόλις τον 19ο αιώνα. Οι νίντζα Ίγκα και Κόγκα είναι από τους πιο φημισμένους, αλλά υπήρχαν κι άλλες ομάδες. Μια από αυτές, με επικεφαλής τον Φούμα Κοτάρο, υπηρέτησε τη φυλή των Χότζο, αλλά όταν ο άρχοντάς τους ηττήθηκε στράφηκαν στη ληστεία. Ένας άλλος νίντζα που έγινε ληστής ήταν ο Ισικάβα Γκοεμόν. Έγινε θρυλικός σαν άλλος Ρομπέν των Δασών, κλέβοντας από τους πλούσιους ντάιμο. Εκπαιδευτής του ήταν ο Μομότσι Σαντάγιου, ένας Ίγκα δεξιοτέχνης στο νιντζούτσου, μέχρι να καταλήξει ένας νουκενίν, ή φυγάς νίντζα. Για 15 χρόνια ο Γκοεμόν έκλεβε από τους πλούσιους φεουδάρχες και έδινε στους φτωχούς. Για τον θάνατό του οι αφηγήσεις είναι αντικρουόμενες.

Σύμφωνα με την πιο γνωστή, μετά τη δολοφονία της γυναίκας του και την αιχμαλωσία του γιου του το 1594 προσπάθησε να μπει κρυφά στο κάστρο του Τογιοτόμι Χιντεγιόσι και να τον δολοφονήσει. Όμως, οι φρουροί ειδοποιήθηκαν όταν χτύπησε άθελά του ένα καμπανάκι στο τραπέζι και τον συνέλαβαν αμέσως. Στη συνέχεια τον έβρασαν ζωντανό μέσα σε ένα σιδερένιο καζάνι μαζί με τον ανήλικο γιο του. Μέχρι σήμερα ο Γκοεμόν παραμένει λαϊκός θρύλος στην Ιαπωνία. .

Γυναίκες-νίντζα

Οι νίντζα δεν ήταν μόνο άνδρες. Οι όνα-μπουγκέισα ήταν πολεμίστριες αριστοκρατικής καταγωγής, ενώ υπήρχαν γυναίκες νίντζα ή κουνοΐτσι. Ο μυστικός ρόλος των νίντζα ταίριαζε σε γυναίκες χάρη στον μοναδικό τους τρόπο να διεισδύουν σε εχθρικά οχυρά σαν υπηρέτριες, παλλακίδες ή γκέισες. Μερικές φορές οι κουνοΐτσι εκτελούσαν δολοφονίες.

Η διασημότερη γυναίκα νίντζα ήταν η Μοτσιτζούκι Τσιγιόμε, μια απόγονος των νίντζα Κόγκα και σύζυγος του άρχοντα σαμουράι. Όταν ο άνδρας της σκοτώθηκε στη μάχη, εκείνη πέρασε υπό την προστασία του Τακέντα Σινγκέν, θείου του συζύγου της και ηγέτη της φυλής των Τακέντα. Ο Σινγκέν ζήτησε από τη Μοτσιτζούκι να δημιουργήσει ένα δίκτυο από κουνοΐτσι για να κατασκοπεύουν αντίπαλες φυλές και ντάιμο.

Πηγή: Wikipedia

Η Μοτσιτζούκι στρατολόγησε μια ομάδα από ορφανές και πόρνες και τις εκπαίδευσε στις μυστικές τέχνες των νίντζα. Οι κουνοΐτσι της Μοτσιτζούκι συγκέντρωναν πληροφορίες και λειτουργούσαν ως αγγελιοφόροι, ταξιδεύοντας συχνά σαν μίκο (ιέρειες) για να μην προκαλούν υποψίες. Σε ρόλο γκέισας, οι κουνοΐτσι αποκτούσαν πρόσβαση στα καλύτερα φρουρούμενα οχυρά.

Όπως οι άνδρες νίντζα, έτσι κι εκείνες ήταν δολοφόνοι. Το δίκτυο μεγάλωσε με αρκετές εκατοντάδες μέλη, αλλά μετά τον θάνατο του Σινγκέν το 1573 δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την Μοτσιτζούκι. Μετά τη χριστιανική Εξέγερση της Σιμαμπάρα το 1638, η Ιαπωνία πέρασε μια μακρά περίοδο ειρήνης κατά τη διάρκεια της περιόδου Έντο. Αυτή ήταν η τελευταία μάχη που πολέμησαν οι νίντζα προτού σιγά-σιγά περάσουν στην αφάνεια λόγω της παρατεταμένης ειρήνης. Οι πόλεμοι υποβαθμίστηκαν σε μικρές αψιμαχίες και βραχύβιες εξεγέρσεις και οι ανάγκες για νίντζα μειώθηκαν.

Λέγεται ότι κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα ο παραδοσιακός ρόλος των νίντζα στην κατασκοπεία και τη συγκέντρωση πληροφοριών αντικαταστάθηκε από τους Ονίβαμπαν, οι οποίοι αναφέρονταν στον σογκούν Τοκουγκάβα Γιοσιμούνε, παρέχοντας πληροφορίες για τους φεουδάρχες που κυβερνούσε. Οι παραδόσεις και οι τέχνες των νίντζα συνεχίζονται, αλλά σήμερα ελάχιστοι μπορούν να ισχυριστούν ότι είναι αληθινοί σινόμπι.

Η λέξη «νίντζα» στη γλώσσα κάντζι (πηγή: Wikipedia)

Του Matthew Moss

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό All About History, που κυκλοφορεί μία φορά τον μήνα με το «Εθνος της Κυριακής»

Ιαπωνίανίντζα