All About History|10.02.2020 18:03

Ταμερλάνος: Η «μάστιγα του Θεού» και η βασιλεία του τρόμου

Newsroom

O σπουδαίος πολεμιστής Ταμερλάνος – γνωστός και σαν Τιμούρ – έμεινε στην ιστορία για τις αιματηρές εκστρατείες του στη διάρκεια των οποίων σφαγιάστηαν εκατομμύρια άνθρωποι. Η αχανής αυτοκρατορία του απλωνόταν από το Δελχί μέχρι τη Μεσόγειο και ήταν ο ισχυρότερος ηγεμόνας του ισλαμικού κόσμου κατά τον 14ο αιώνα, σπέρνοντας τον τρόμο και εμπνέοντας τον σεβασμό των συγχρόνων του. Ωστόσο, στη Δύση έγινε κυρίως γνωστός μέσα από άσεμνες καρικατούρες, όπως το Tamburlaine του Κρίστοφερ Μάρλοου, όπου ο βάρβαρος αυτοκράτορας φαίνεται να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους σαν μυρμήγκια.

Ήταν όμως ο «Τιμούρ ο Χωλός» απλώς ένας βάρβαρος πολεμιστής; Ενάμιση αιώνα πριν τη γέννηση του Τιμούρ, ο Τζένγκις Χαν περιπλανιόταν στις πεδιάδες της Κεντρικής Ασίας σκοτώνοντας και λεηλατώντας. Πριν πεθάνει, ο Μογγόλος κατακτητής μοίρασε τα λάφυρα της αυτοκρατορίας του σε τέσσερις απογόνους του. Ο Τσαγκατάι, ο δευτερότοκος γιος του, πήρε ένα μεγάλο κομμάτι γης που έγινε γνωστό ως Χανάτο του Τσαγκατάι. Με στέπες, ερήμους και βουνά ήταν ένα από τα ομορφότερα μέρη της παλιάς αυτοκρατορίας του Τζένγκις Χαν και το πιο απομακρυσμένο. Στον Βορρά συνόρευε με τη Χρυσή Ορδή, μια επικίνδυνη φυλή με επικεφαλής τον εγγονό του Τζένγκις Χαν που λεηλατούσε πόλεις και χωριά από την Ανατολική Ευρώπη μέχρι τα βουνά Αλτάι. Στο μεταξύ, το Χανάτο του Τσαγκατάι σπαρασσόταν από εσωτερικές διαμάχες και γρήγορα διασπάστηκε σε δύο κομμάτια – το ισχυρό ανατολικό ονομάστηκε Μογκουλιστάν και το λιγότερο τυχερό Υπερωξιανή.

Σε αυτόν τον διχασμένο κόσμο γεννήθηκε ο Τιμούρ το 1336. Ο πατέρας του ο Ταρακάι, ήταν κατώτερος ευγενής από τη φυλή Μπάρλας, μια νομαδική φυλή εγκατεστημένη στην περιοχή γύρω από τη Σαμαρκάνδη. Ο νεαρός Τιμούρ δεν έμενε ποτέ στο ίδιο μέρος καθώς η φυλή μετακινιόταν μαζί με τα ζώα της για να βρει καλύτερα βοσκοτόπια ανάλογα με την εποχή.

Όταν ο Τιμούρ συνειδητοποίησε ότι οι παράνομες δραστηριότητες ήταν προσοδοφόρες στράφηκε στο έγκλημα. Αρχικά έκλεβε πρόβατα από τους γείτονες αλλά σύντομα άρχισε να ληστεύει έντρομους ταξιδιώτες. Ο Τιμούρ είχε μεγάλη ροπή προς τη βία. Στα 20 ήταν μισθοφόρος και σε κάποια αψιμαχία τραυματίστηκε σοβαρά από ένα βέλος. Επειδή δεν μπορούσε να περπατήσει κανονικά με το δεξί του πόδι ούτε να σηκώσει ψηλά το δεξί του χέρι, τον αποκαλούσαν Τιμούρ-ι Λενγκ, δηλαδή «Τιμούρ ο Χωλός» - Ταμερλάνος για τους Ευρωπαίους.

Οι κτήσεις του Ταμερλάνου γύρω στο 1400 (Wikipedia)

Ο τραυματισμός δεν σήμανε το τέλος των εγκληματικών δραστηριοτήτων για τον Τιμούρ, αλλά ήταν μόνο η αρχή. Η φιλοδοξία του δεν είχε όρια και όταν το 1357 ο ηγεμόνας της Υπερωξιανής πέθανε, ο Τιμούρ βρέθηκε μπροστά σε μια μοναδική ευκαιρία. Συμμάχησε με τον χαν του Μογκουλιστάν, τον κυριότερο εχθρό της Υπερωξιανής, και οι δύο τους κατέλαβαν τον κενό θρόνο της Υπερωξιανής.

Ο Ίλιας Κότζα, ο γιος του χαν, ανακηρύχτηκε βασιλιάς, αλλά ο Τιμούρ ήταν εκείνος που κινούσε τα νήματα. Ωστόσο, δεν άντεξε για πολύ να είναι δεύτερος και το 1364 άλλαξε στρατόπεδο για άλλη μια φορά. Αυτή τη φορά τάχθηκε στο πλευρό του γαμπρού του, Αμίρ Χουσαΐν, ο οποίος είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με τον χαν του Μογκουλιστάν και το 1366 μαζί με τον Τιμούρ κατέκτησε όλη την περιοχή της Υπερωξιανής.

Καθώς ο Τιμούρ δεν ήθελε να μοιράζεται την εξουσία στράφηκε τελικά εναντίον του Χουσαΐν. Σε μια σκληρή μάχη στην πόλη Μπαλκ, ο Χουσαΐν δολοφονήθηκε και ο Τιμούρ αυτοανακηρύχτηκε αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας. Ο Τιμούρ πίστευε ότι αποστολή του ήταν να επαναφέρει την κυριαρχία των Μογγόλων στις ένδοξες μέρες του Τζένγκις Χαν, ανακτώντας τα εδάφη από την Κορέα μέχρι την Κασπία Θάλασσα.

Για λόγους διπλωματίας παντρεύτηκε τη χήρα του Χουσαΐν, Σαράι Μουλκ Χανούμ, μια απόγονο του Τζέγκινς Χαν από την πλευρά του πατέρα της. Ο Τιμούρ πίστευε ότι θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τον γάμο για να αποκτήσει μεγαλύτερη αξιοπιστία στα μάτια του λαού.

Αμέσως ο Τιμούρ φρόντισε να δείξει στους εχθρούς του με τον πιο βάρβαρο τρόπο ότι ήταν κυρίαρχος. Τα πρώτα δέκα χρόνια της ηγεμονίας του υπέταξε τους γείτονές του, απαιτώντας την παράδοσή τους. Σε περίπτωση άρνησης κατέστρεφε τις πόλεις τους και σκλάβωνε ή δολοφονούσε τους κατοίκους.

Το 1383 η Περσία μπήκε στο στόχαστρο του Τιμούρ. Η πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία είχε εξασθενησει από τις εσωτερικές διενέξεις και ο Τιμούρ φρόντισε να το εκμεταλλευτεί. Άρχισε με την κατάκτηση του Χεράτ λεηλατώντας τους θησαυρούς της αρχαίας πόλης και καταστρέφοντας πολλά σημαντικά μνημεία της. Οι φήμες αυτής της φρικαλεότητα έφτασαν και σε άλλες περσικές πόλεις που κατάλαβαν ότι σύντομα ο Τιμούρ θα έφτανε στα τείχη τους. Σε πόλεις, όπως η Τεχεράνη, που παραδόθηκαν αμέσως ο Τιμούρ φάνηκε σπλαχνικός.

Όποιοι αντιστέκονταν εξολοθρεύτηκαν. Όταν το Ισφαχάν εξεγέρθηκε εξαιτίας της βαριάς φορολογίας του Τιμούρ, εκείνος απάντησε σφαγιάζοντας τους κατοίκους και σχηματίζοντας πύργους με τα κεφάλια τους. Οι μόνοι που γλίτωναν από τη φρίκη ήταν οι τεχνίτες.

Ο Τιμούρ τους εξόριζε στη Σαμαρκάνδη για να εργάζονται στην οικοδόμηση της περίτεχνης αυτοκρατορικής πρωτεύουσας, όπως την είχε οραματιστεί. Η πόλη βρισκόταν στην καρδιά του ισλαμικού κόσμου και ο Τιμούρ τη γέμισε με καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες και πνευματικούς ανθρώπους από κάθε γωνιάτης Ασίας. Η Σαμαρκάνδη έγινε μια ακμάζουσα εστία πολιτισμού στην Κεντρική Ασία.

Το μαυσωλείο του Ταμερλάνου, Σαρμακάνδη (Wikipedia)

Πέρα από καθαρή ματαιοδοξία, ο Τιμούρ οικοδόμησε τη Σαμαρκάνδη προς χάριν του Θεού και του ισλαμικού πολιτισμού για εντελώς πρακτικούς λόγους. Ήθελε να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του επικαλούμενος τον Τζένγκις Χαν και υπογραμμίζοντας τον ρόλο του ως υπερασπιστή του Ισλάμ. Η προσωπολατρία του Τιμούρ βασιζόταν στην ιδέα ότι ήταν η «Μάστιγα του Αλλάχ» και ότι ήταν ο απεσταλμένος του Θεού στη γη για να υπερασπιστεί την αληθινή θρησκεία.

Κι ενώ μονίμως παραβίαζε τους νόμους του Ισλάμ, επικαλούνταν τη βοήθεια του Θεού για να νομιμοποιεί τις εκστρατείες του στον λαό. Καθώς όμως η αυτοκρατορία επεκτεινόταν, άρχισε να ενσωματώνει ανθρώπους διαφόρων δογμάτων και το 1398 ο Τιμούρ εισέβαλε στην Ινδία.

Παρακολουθούσε με άγρυπνο βλέμμα τους μουσουλμάνους ηγεμόνες του Σουλτανάτου του Δελχί και τελικά αποφάσισε ότι παραήταν ανεκτικοί απέναντι στους Ινδούς υπηκόους και έπρεπε να αναλάβει δράση. Τον Σεπτέμβριο του 1398, ο Τιμούρ διέσχισε τον Ινδό ποταμό με περίπου 90.000 στρατιώτες καταστρέφοντας πόλεις στο διάβα του. Νίκησε γρήγορα τον σουλτάνο και ερήμωσε το Δελχί που χρειάστηκε πάνω από έναν χρόνο για να γιατρέψει τις πληγές του. Λέγεται μάλιστα ότι ο Τιμούρ πήρε 90 πολεμικούς ελέφαντες από την Ινδία και τους χρησιμοποίησε στην κατασκευή ενός μεγάλου τεμένους που έχτιζε στη Σαμαρκάνδη. Έναν χρόνο αργότερα, ο Τιμούρ στράφηκε εναντίον του σουλτάνου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Μαμελούκου σουλτάνου της Αιγύπτου επειδή τους θεωρούσε σφετεριστές που είχαν κλέψει περιοχές που ανήκαν στους Μογγόλους. Ο Οθωμανός σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄, για παράδειγμα, είχε προσβάλει τον Τιμούρ κατακτώντας μογγολικάεδάφη στην Ανατολία.

Ο Τιμούρ προσπάθησε να τον προειδοποιήσει και το 1399 του έστειλε μια επιστολή, γράφοντας: «Το μόνο που μας εμποδίζει να καταστρέψουμε τη χώρα σου είναι ότι υπακούς στο Κοράνι και πολεμάς εναντίον των άπιστων».

Απτόητος, ο Βαγιαζήτ απάντησε με ένα αιχμηρό σχόλιο: «Τι αξία έχουν τα βέλη που εκτοξεύουν οι Τάταροι μπροστά στα γιαταγάνια και τα πελέκια των ακλόνητων και αήττη των Γενίτσαρων;». Ο Τιμούρ εξοργίστηκε και κινήθηκε εναντίον της επίλεκτης οθωμανικής  φρουράς. Στον δρόμο για την Κωνσταντινούπολη ανακατέλαβε το Αζερμπαϊτζάν και τη Συρία και αμέσως μετά πολιόρκησε τη Βαγδάτη.

Περίπου 20.000 κάτοικοι σκοτώθηκαν και τα μνημεία της πόλης καταστράφηκαν. Όταν τελικά έφτασε στην Τουρκία, ο Τιμούρ υποσχέθηκε να μη χύσει αίμα αν η Σεβάστεια παραδινόταν. Η πόλη πράγματι παραδόθηκε και ο Τιμούρ τήρησε την υπόσχεσή του να μη χυθεί αίμα θάβοντας ζωντανούς 3.000 κατοίκους. Στις 20 Ιουλίου 1402, ο Βαγιαζήτ αντιμετώπισε τον στρατό του Τιμούρ κοντά στην Άγκυρα σε μια αποφασιστική αναμέτρηση.

Ο Τιμούρ ήταν ικανός σε ζητήματα τακτικής κι έτσι υπερφαλάγγισε τον Βαγιαζήτ και επιτέθηκε στον στρατό του από τα νώτα. Έπειτα από σύντομη μάχη ο σουλτάνος αιχμαλωτίστηκε και σύρθηκε στη Σαμαρκάνδη όπου υποβλήθηκε σε απίστευτους εξευτελισμούς – ο Τιμούρ τον έβαζε να κάνει το σκαμνί για τα πόδια του και τον έκλεισε σε ένα χρυσό κλουβί σε κοινή θέα.

Ορισμένοι Δυτικοευρωπαίοι ηγεμόνες υποστήριξαν τον Τιμούρ, πιστεύοντας ότι θα τους βοηθούσε να αναχαιτίσουν τους Οθωμανούς, μια πανίσχυρη ισλαμική αυτοκρατορία στο κατώφλι τους με βλέψεις στην Ουγγαρία. Όταν πληροφορήθηκαν για τη νίκη στην Άγκυρα, ο Ερρίκος Δ΄ της Αγγλίας και ο Κάρολος ΣΤ΄ της Γαλλίας έστειλαν συγχαρητήρια στον Τιμούρ, ενώ το ισπανικό βασίλειο της Καστίλλης έστειλε στη Σαμαρκάνδη απεσταλμένους με επικεφαλής τον Ρούι Γκονθάλεθ ντε Κλάβιχο.

Ο Κλάβιχο περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τα θαυμαστά και εξωτικά που είδε στην αυλή του Τιμούρ. Δεκαπέντε παλάτια που συνδύαζαν τη νομαδική και ισλαμική παράδοση. Μερικά ήταν μεγαλόπρεπες σκηνές που μπορούσαν να ξεστηθούν και να μεταφερθούν εφόσον αυτό κρινόταν αναγκαίο. Ως επίτιμοι καλεσμένοι, οι Ισπανοί δειπνούσαν πλουσιοπάροχα και συνήθως κατέληγαν σε σκληρές μονομαχίες οινοποσίας σύμφωνα με τη μογγολική παράδοση. Προφανώς ο Τιμούρ έδινε μεγάλη σημασία σε αυτές τις γιορτές και μάλιστα τιμώρησε ένανκαλεσμένο που είχε καθυστερήσει τρυπώντας τη μύτη του σαν να ήταν γουρούνι.

O Tαμερλάνος (Wikipedia)

Λίγο μετά την αναχώρηση του Κλάβιχο και της ομάδας του για το μακρύ ταξίδι της επιστροφής στη Μαδρίτη τον Νοέμβριο του 1404, ο Τιμούρ αναχώρησε για τον τελευταίο του θρίαμβο. Αν και η Σαμαρκάνδη είχε εμπορικές σχέσεις με την Κίνα των Μινγκ από παλιά, οι Κινέζοι συμπεριφέρονταν στον Τιμούρ σαν να ήταν υποτελής. Για παράδειγμα, όταν το 1395 έφτασε από την Κίνα μια επιστολή που αποκαλούσε τον Κινέζο αυτοκράτορα «κύριο των βασιλείων επί της γης» και αντιμετώπιζε τον Τιμούρ σαν κατώτερο, εκείνος αποφάσισε να κρατήσει τους απεσταλμένους σαν όμηρους.

Και όταν η Κίνα έστειλε κι άλλους για να διαπιστώσουν τι είχε συμβεί στους προηγούμενους, ο Τιμούρ τους φυλάκισε κι αυτούς.Το σχέδιο του Τιμούρ ήταν να ανατρέψει τους Μινγκ και να τους αντικαταστήσει με τη δυναστεία των Γιουάν, τους Μογγόλους ηγεμόνες που είχαν εδραιώσει την εξουσία τους χάρη στον Κουμπλάι Χαν. Συνήθως άρχιζε τις εκστρατείες του την άνοιξη προκειμένου να εκμεταλλεύεται την καλοκαιρία, αλλά αυτή τη φορά άλλαξε τη συνήθειά του και τον Δεκέμβριο του 1404 αναχώρησε από τη Σαμαρκάνδη με περίπου 200.000 στρατιώτες. Σύμφωνα με τους αστρολόγους του, η συναστρία ήταν ευνοϊκή.

Τζαμί στη Σαρμακάνδη (Wikipedia)

Τι μπορούσε να πάει στραβά; Δυστυχώς για τον Τιμούρ, τα άστρα έμελλε να αποδειχθούν ευνοϊκότερα για την Κίνα. Αρρώστησε στις παγωμένες όχθες του Σιρ Ντάρια στο Ουζμπεκιστάν και πέθανε τον Φεβρουάριο του 1405, μάλλον από κάποιο κρύωμα. Χωρίς τον νικηφόρο ηγέτη του, ο στρατός του Τιμούρ αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα. Ο φοβερός κατακτητής ταριχεύτηκε με αρωματικά έλαια σε ένα περίτεχνο φιλντισένιο φέρετρογια το ταξίδι προς την τελευταία του κατοικία, το όμορφο Γκουρ-ε-Αμίρ στη Σαμαρκάνδη, τη λατρεμένη του πόλη.

Όπως ο Τζέκινς Χαν έτσι και ο Τιμούρ είχε μοιράσει τα εδάφη του στους αρσενικούς απογόνους του, αλλά τελικά είχε χτίσει μια υτοκρατορία που βασιζόταν περισσότερο στον φόβο, την τρομοκρατία και τις λεηλασίες παρά στην καλή διακυβέρνηση. Για τις επόμενες δεκαετίες οι διάδοχοι του Τιμούρ θα πολεμούσαν μεταξύ τους για τα εδάφη και σύντομα η αχανής αυτοκρατορία του θα κατέρρεε.

Ωστόσο, η παράδοση του «Ξίφους του Ισλάμ» συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ο Μπαμπούρ, ένας μακρινός του δισέγγονος, ίδρυσε τη δυναστεία των Μουγκάλ της Ινδίας, μια οικογένεια ηγεμόνων οι οποίοι, αντλώντας έμπνευση από τον Τιμούρ, ανήγειραν θαυμάσια μνημεία όπως το Ταζ Μαχάλ και το Κόκκινο Φρούριο στο Δελχί. Αν και ο Τιμούρ άξιζε την αιμοσταγή φήμη του, άφησε πίσω του μια μοναδική ιδέα της Σαμαρκάνδης και μεταμόρφωσε την περιοχή από ένα παραμελημένο φυλάκιο της ερήμου σε κέντρο πνευματικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών ανταλλαγών για τις μελλοντικές γενιές. Καθόλου άσχημα για κάποιον που ξεκίνησε σαν ένας κουτσός ζωοκλέφτης.

Της Alice Barnes-Brown

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «All About History» (2/2019), που κυκλοφορεί μία φορά τον μήνα με το «Εθνος της Κυριακής»

ΜογγολίαΤαμερλάνος