Βιβλίο|18.01.2021 15:00

Νάγια Δαλακούρα: Προδημοσίευση από το νέο της βιβλίο «Θράσσα, η μάγισσα της Θράκης»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την Τετάρτη 20 Ιανουαρίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, το δεύτερο βιβλίο τής Νάγιας Δαλακούρα με τίτλο «Θράσσα, η μάγισσα της Θράκης». Στη σκιά των βουνών της Ροδόπης, που από αιώνες χωρίζουν και ενώνουν τους ανθρώπους, σταυροφόροι και Βούλγαροι σεργιανούν ανενόχλητοι στις βυζαντινές καστροπολιτείες. Εκεί, ο παγανισµός παλεύει µε τον χριστιανισµό, σκοτεινές µαγγανείες αποτελούν αναπόσπαστο κοµµάτι της καθηµερινότητας, κακόφηµα καπηλειά µετατρέπονται σε τόπους εξοµολογήσεων και µια νεαρή Θράσσα αγωνίζεται να ισορροπήσει ανάµεσα σε δύο ανισόρροπους κόσµους.

Με φόντο το πολυπολιτισµικό ψηφιδωτό της Θράκης, τόπο ιδιότροπων θεών και γενναίων ανθρώπων, ο συναρπαστικός κόσµος του περιθωρίου συναντά τους λόγιους ιππότες της Δύσης και µυηµένοι φρουροί µυστικών ταγµάτων δεσµεύονται µε όρκους σιωπής. Στον επικό αυτό κόσµο, η Ζωή, Θράσσα αρχοντοπούλα από τη Μοσυνούπολη, αναζητεί επίµονα την ταυτότητά της. Στο ταξίδι της στα κάστρα της Θράκης θα τη συντροφεύουν άγιοι και δαίµονες, πολύτιµοι συνοδοιπόροι, όπως ο Βάραγγος Μποργκ, ο βογιάρος Πέταρ, η καπήλισσα Ξένη, η οιωνοσκόπος Κρεµασία, οι µοναχοί του Παπικίου όρους, αλλά και οι θρυλικές µορφές των Πορφυρογέννητων της Πόλης, του Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου, του τσάρου Καλογιάννη των Ασέν και πολλών ακόµη µικρών ή µεγάλων ηρώων του 13ου αιώνα.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Νάγιας Δαλακούρα, που εξασφάλισε το ethnos.gr:

Κουμουτζηνά [φθινόπωρο του 1207]

Στάλθηκαν για λίγο στην όχθη του ποταμού και αφουγκράστηκαν την ανήσυχη φθινοπωρινή νύχτα. Οι ανατριχιαστικοί ήχοι προμήνυαν την μπόρα που πλησίαζε: το ηχηρό κόασμα των βατράχων, το βιαστικό πλατσούρισμα των νερόφιδων, το σθεναρό θρόισμα των πλατανόφυλλων. Ένα χαροπούλι έκρωξε απόκοσμα και πέταξε μακριά σε κάποιο κάλεσμα θανάτου. Έπρόκειτο για σημεία και τέρατα, τα οποία ακόμη και οι πιο ανίδεοι από σημάδια μπορούσαν να ερμηνεύσουν.

Μύρισαν πρώτα τη ζεστή μυρωδιά του φρεσκοψημένου κριθαρόψωμου κι έπειτα την αποφορά των περιστεριών που κουρκούριζαν νευρικά στην ετοιμόρροπη στέγη. Ο Κουμάνος ανασκουμπώθηκε κι έσφιξε το αποτροπαϊκό φυλαχτό στον λαιμό του. Απέφευγε τα καπηλειά, γιατί συχνά αποδεικνυόταν θερμόαιμος και επιρρεπής στα στοιχήματα που έβαζαν οι πότες, όμως εκείνη τη νύχτα η ανάγκη ήταν μεγάλη. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να κατευνάσει τον εκνευρισμό του, ψέλλισε δυο ακαταλαβίστικες φράσεις στα σκυθικά κι έκανε νόημα στον Πέταρ πως είναι έτοιμος να προχωρήσουν.

Άφησαν πίσω τους το ποτάμι και περνώντας βιαστικά τον σπαρμένο με νυχτολούλουδα φράχτη πλησίασαν στην παράγκα. Ο Οτρόκ έσκυψε συνωμοτικά μπροστά στη μεγάλη χαραμάδα. Ένα θαμπό φως που πρόσφεραν οι φανοί έξω απ’ το καπηλειό τού επέτρεπε να μετρήσει τους θαμώνες. Τους ζύγιασε προσεκτικά κι ένευσε συγκαταβατικά στον Πέταρ. Ύστερα, απομάκρυνε την αρμάθα από σκόρδα που κρεμόταν από τις ξυλοδεσιές για να κρατάει μακριά το κακό μάτι, σήκωσε το βαρύ παραπέτασμα που έκρυβε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα της εισόδου και άφησε τον σύντροφό του να περάσει πρώτος. Ξοπίσω τους μια μαύρη γάτα με μοχθηρά μάτια τούς ακολούθησε αθόρυβα. Η ατμόσφαιρα υγρή κι ανήσυχη, έμοιαζε να συναγωνίζεται τον φορτωμένο με βροντές ουρανό, ο οποίος έτρεμε πίσω από την καταιγίδα. Το θαμπό φως απ’ τα λυχνάρια που φώτιζαν πάνω στις τάβλες δημιουργούσε ανατριχιαστικές σκιές στους τοίχους του κακόφημου καπηλειού, όπου κατέφευγαν κάθε λογής κατατρεγμένοι και ξαπόσταιναν γυρολόγοι από κάθε φυλή του κόσμου. Τις περισσότερες νύχτες, το Βατράχι αποτελούσε μια μικρογραφία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό από διαφορετικές ενδυμασίες, ήθη, θρησκείες, έθνη και γλώσσες. Ένα συνονθύλευμα ετερογενών ανθρώπων που απολάμβαναν όσα τους παρείχε απλόχερα η μυστηριώδης καπήλισσα, η οποία είχε το χάρισμα να προσφέρει χωρίς να ρωτάει. Όμως εκείνη τη νύχτα, το Βατράχι ήταν το καταφύγιο λιγοστών ανθρώπων με έντονη νευρικότητα και η Ξένη προσπαθούσε να την κατευνάσει μ’ ένα ήρεμο τραγούδι για τα κατορθώματα του Διγενή Ακρίτα. Όλοι ήξεραν ότι η γυναίκα με το όνομα Ξένη διέθετε υπερφυσικές ικανότητες κι έκανε παρέα μόνο με τις παράγκα. Ο Οτρόκ έσκυψε συνωμοτικά μπροστά στη μεγάλη χαραμάδα. Ένα θαμπό φως που πρόσφεραν οι φανοί έξω απ’ το καπηλειό τού επέτρεπε να μετρήσει τους θαμώνες. Τους ζύγιασε προσεκτικά κι ένευσε συγκαταβατικά στον Πέταρ. Ύστερα, απομάκρυνε την αρμάθα από σκόρδα που κρεμόταν από τις ξυλοδεσιές για να κρατάει μακριά το κακό μάτι, σήκωσε το βαρύ παραπέτασμα που έκρυβε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα της εισόδου και άφησε τον σύντροφό του να περάσει πρώτος. Ξοπίσω τους μια μαύρη γάτα με μοχθηρά μάτια τούς ακολούθησε αθόρυβα. Η ατμόσφαιρα υγρή κι ανήσυχη, έμοιαζε να συναγωνίζεται τον φορτωμένο με βροντές ουρανό, ο οποίος έτρεμε πίσω από την καταιγίδα. Το θαμπό φως απ’ τα λυχνάρια που φώτιζαν πάνω στις τάβλες δημιουργούσε ανατριχιαστικές σκιές στους τοίχους του κακόφημου καπηλειού, όπου κατέφευγαν κάθε λογής κατατρεγμένοι και ξαπόσταιναν γυρολόγοι από κάθε φυλή του κόσμου.

Τις περισσότερες νύχτες, το Βατράχι αποτελούσε μια μικρογραφία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό από διαφορετικές ενδυμασίες, ήθη, θρησκείες, έθνη και γλώσσες. Ένα συνονθύλευμα ετερογενών ανθρώπων που απολάμβαναν όσα τους παρείχε απλόχερα η μυστηριώδης καπήλισσα, η οποία είχε το χάρισμα να προσφέρει χωρίς να ρωτάει. Όμως εκείνη τη νύχτα, το Βατράχι ήταν το καταφύγιο λιγοστών ανθρώπων με έντονη νευρικότητα και η Ξένη προσπαθούσε να την κατευνάσει μ’ ένα ήρεμο τραγούδι για τα κατορθώματα του Διγενή Ακρίτα. Όλοι ήξεραν ότι η γυναίκα με το όνομα Ξένη διέθετε υπερφυσικές ικανότητες κι έκανε παρέα μόνο με τις γάτες από τότε που είχε πεθάνει ο άντρας της, ένας δειλός και κακότροπος πότης. Όλοι ήξεραν, ακόμη, ότι ήταν δυνατή σαν ταύρος, έξυπνη σαν αλεπού και, περισσότερο από κάθε άντρα στην περιοχή, ικανή να διαχειρίζεται το Βατράχι. Ήξεραν, επίσης, ότι πάνω απ’ όλα η Ξένη ήταν περήφανη που μπορούσε να πληρώνει στην ώρα του τον φόρο για το καπηλομαγειρείο της και δεν είχε κανέναν προστάτη στο κεφάλι της, μήτε επίσκοπο μήτε μαστροπό. Στο μικρό καπηλειό της χωρούσαν όλοι οι διψασμένοι, καλοί και κακοί, και τους καλωσόριζε καθημερινά και χωρίς διακρίσεις μ’ ένα εγκάρδιο «Δεύτε εις πότον». Τους πρόσφερε πιοτό και φαγητό και, αν υπήρχε ανάγκη, ένα αχυρένιο στρώμα γεμάτο ψύλλους στον στάβλο κάτω από μια ξύλινη στέγη που οι φαρδιές χαραμάδες της σου επέτρεπαν να κοιτάζεις τη Μεγάλη Άρκτο. Ο Πέταρ κι ο Οτρόκ κάθισαν σε δύο σκαμνιά σε μια στενή τάβλα στην άκρη του χώρου. Κουκουλωμένοι με μαύρους μανδύες δεν άφηναν περιθώρια στους υπόλοιπους να αντιληφθούν την καταγωγή τους. Οι σταυροφόροι γυρόφερναν ακόμη στην περιοχή, οι μάχες με τους Βούλγαρους πυροδοτούνταν διαρκώς από άναρχες ομάδες ντόπιων και αν τους μαρτυρούσαν οι θαμώνες στους μισθοφόρους του κάστρου, οι δυο τους θα είχαν κακά ξεμπερδέματα. Έπλυναν βιαστικά τα χέρια τους με αλισίβα και ήπιαν φρέσκο νερό από ένα πήλινο λαγήνι που τους πρόσφερε η καπήλισσα μαζί με ζεστό κριθαρόψωμο. «Φέρε μας κρασί και κρέας», της παρήγγειλε ο Πέταρ με βλοσυρό ύφος κι εκείνη έσπευσε στο μαγειρείο της να ετοιμάσει μια πιατέλα με ζεστό φαΐ και τα μπαχάρια για το μαρωνίτικο κρασί που φύλασσε στον πίθο. γάτες από τότε που είχε πεθάνει ο άντρας της, ένας δειλός και κακότροπος πότης. Όλοι ήξεραν, ακόμη, ότι ήταν δυνατή σαν ταύρος, έξυπνη σαν αλεπού και, περισσότερο από κάθε άντρα στην περιοχή, ικανή να διαχειρίζεται το Βατράχι. Ήξεραν, επίσης, ότι πάνω απ’ όλα η Ξένη ήταν περήφανη που μπορούσε να πληρώνει στην ώρα του τον φόρο για το καπηλομαγειρείο της και δεν είχε κανέναν προστάτη στο κεφάλι της, μήτε επίσκοπο μήτε μαστροπό. Στο μικρό καπηλειό της χωρούσαν όλοι οι διψασμένοι, καλοί και κακοί, και τους καλωσόριζε καθημερινά και χωρίς διακρίσεις μ’ ένα εγκάρδιο «Δεύτε εις πότον». Τους πρόσφερε πιοτό και φαγητό και, αν υπήρχε ανάγκη, ένα αχυρένιο στρώμα γεμάτο ψύλλους στον στάβλο κάτω από μια ξύλινη στέγη που οι φαρδιές χαραμάδες της σου επέτρεπαν να κοιτάζεις τη Μεγάλη Άρκτο

ΚλειδάριθμοςΠροδημοσίευση