Βιβλίο|15.02.2021 17:55

Πρωινά στα Πριγκηπόνησα: Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο της Defne Suman

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την Τετάρτη (17/2), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, το νέο μυθιστόρημα της Ντεφνέ Σουμάν (Defne Suman) με τίτλο «Πρωινά στα Πριγκηπόνησα». Η ιστορία συναρπάζει τον αναγνώστη, ενώ οι ήρωες μένουν αξέχαστοιΗ οικογένεια της διάσημης ζωγράφου Σιρίν Σακά συγκεντρώνεται στο σπίτι της στην Πρίγκηπο για να γιορτάσει τα εκατοστά γενέθλιά της. Φιλοξενούμενοι στο σπίτι είναι ο γιος της, τα εγγόνια της κι ένας δημοσιογράφος που θα της πάρει συνέντευξη. Μαζί τους είναι και ο Σαντίκ ουστάς, ο έμπιστος φίλος και υπηρέτης της Σιρίν Σακά.

Την ημέρα των γενεθλίων, όλοι μαζεύονται στο τραπέζι για πρωινό. Έπειτα από μια έντονη συζήτηση, ο γιος της, Φικρέτ, εξαφανίζεται. Είναι σίγουρος ότι η Σιρίν Σακά κι ο Σαντίκ ουστάς κρύβουν ένα μεγάλο μυστικό, και πιστεύει βαθιά ότι η οικογένεια δεν θα ησυχάσει ποτέ αν δεν αποκαλυφθεί αυτό το μυστικό.

Το «Πρωινά στα Πριγκηπόνησα» είναι η ιστορία αποκάλυψης ενός οικογενειακού μυστικού, στο οποίο η Πρίγκηπος αναδύεται ως ένας ακόμα ήρωας του μυθιστορήματος, σύμβολο του παρελθόντος που χάθηκε, το τελευταίο κάστρο της αστικής ελίτ που επιμένει να κρατιέται από το όνειρο μιας κοσμοπολίτικης και ευρωπαϊκής Τουρκίας. Το τουρκικό κράτος έχει επιβάλει τη δική του εκδοχή της Ιστορίας και οι νεότερες γενιές αγνοούν πτυχές της Ιστορίας, όπως αυτήν του Πόντου, όμως το παρελθόν έχει τραυματίσει το υποσυνείδητό τους. 

Ντεφνέ Σουμάν (Copyright: Εκδόσεις Κλειδάριθμος)

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο της που εξασφάλισε το ethnos.gr:

Το εσωτερικό του σπιτιού μύριζε καφέ. Άκουσα κλασική μουσική. Ένα γνωστό κομμάτι. Ο ήχος ερχόταν από την τραπεζαρία. Περνώντας μπροστά από την πόρτα έριξα μια γρήγορη ματιά μέσα. Ήταν άδεια. Το τραπέζι ήταν καθαρό, συγυρισμένο. Η Σελίν με τράβηξε στην πόρτα πίσω από τη σκάλα. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, μπροστά στην πόρτα που άνοιγε στον κήπο, ο Σαντίκ ουστάς σκυφτός τάιζε τρία γκρίζα γατιά που μπλέκονταν στα πόδια του με τα περισσέματα από το φαγητό. Δεν μας άκουσε. Σκυφτός όπως ήταν και με την καμπούρα του πεταχτή σιγοτραγουδούσε. Θα προτιμούσα να κουβεντιάσω μαζί του στον κήπο παρά να πάω στη βιβλιοθήκη. Όχι για το δημοσίευμα, ούτε για τη συνέντευξη. Απλώς για να μιλήσουμε οι δυο μας. Σίγουρα είχε κάποια πράγματα να μου πει. Όχι σχετικά μ’ εκείνον, μ’ εμένα. Έβλεπα κάτι στις ματιές του, αλλά δεν έβγαζα νόημα… Όμως η Σελίν ήταν αποφασισμένη. Δεν θα μου έδινε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσω. Είχε ήδη ανοίξει την πόρτα και με περίμενε με μια έκφραση ανυπομονησίας.

Εντάξει, έρχομαι.

Μπήκαμε στη βιβλιοθήκη που ήταν με τη σειρά στούντιο, καταφύγιο, ναός της κυρίας Σιρίν. Μάλλον μπήκε η Σελίν, εγώ περίμενα στην πόρτα.

Έμεινα άφωνος.

Αν υπήρχε περίπτωση να με συγκλονίσει ένα δωμάτιο του σπιτιού, οπωσδήποτε θα ήταν αυτό. Από θαύμα την είχα γλιτώσει μέχρι τώρα. Από χθες το πρωί τριγύριζα στους δύο ορόφους του σπιτιού, στα δωμάτιά του, στην παραλία του, στον κήπο του, στην κουζίνα του, έχοντας καταφέρει να προστατέψω τον εαυτό μου από τα φαντάσματα εκείνων των τριών ημερών πριν από δεκαεφτά χρόνια. Παραλίγο να πιστέψω ότι τα είχα ξεχάσει. Η εξαφάνιση του Φικρέτ, η οικειότητα που μου έδειχνε η Σελίν, οι έγνοιες της Νουρ, η απουσία του Ουφούκ, η ιστορία της κυρίας Σιρίν με είχαν πείσει ότι τα φαντάσματα της νεότητάς μου δεν θα μου γίνονταν βραχνάς. Σχεδόν με είχαν πείσει.

Όμως τώρα στεκόμουν στο κατώφλι του δωματίου και δεν μπορούσα να κάνω βήμα. Τα φαντάσματα ήταν εδώ, με περίμεναν. Στον καναπέ όπου καθόταν η κυρία Σιρίν με το σώμα της στητό σαν να ’χε καταπιεί μπαστούνι, μπροστά στο παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα, στο πέτρινο τζάκι χωρίς τις στάχτες και τα ξύλα, στα συρτάρια του ροκοκό γραφείου με τα περίτεχνα στολίδια και το σπασμένο πίσω πόδι του.

Κρατήθηκα από την κάσα της πόρτας για να μην πέσω. Η Σελίν, κάνοντας τον γύρο του καναπέ, γονάτισε στο χαλί, έπιασε τα χέρια της γριάς γυναίκας.

«Ήρθε ο Μπουράκ, νόνα. Είναι πίσω σου, στην πόρτα, γύρνα να τον δεις. Μπες μέσα, Μπουράκ. Τι στέκεσαι εκεί;»

Αλήθεια, μυρίζει ακόμα όπως τότε αυτό το δωμάτιο; Διάβασα κάποτε ότι το κέντρο της μνήμης και το κέντρο της όσφρησης είναι πλάι πλάι στον εγκέφαλο. Γι’ αυτό οι μυρωδιές φέρνουν μαζί τους τις αναμνήσεις. Καλά, και οι αναμνήσεις; Μπορούν αναμνήσεις μαζεμένες σ’ ένα δωμάτιο να δημιουργήσουν στον εγκέφαλο την παραίσθηση της μυρωδιάς; Μπορεί κάποιος να κοιτάζει ένα σβηστό τζάκι και να του μυρίζει ξύλο; Μπορεί ακόμα να μυρίζουν οι κουρτίνες, η ταπετσαρία του καναπέ, τα χαλιά, από την ευωδιά του τσαγιού που έβραζε στη σόμπα, του κονιάκ που ήπιε κάποιος πριν από πολλά χρόνια;

«Έλα, νόνα, πες μας! Πες μας για τον πατέρα σου. Έλεγες νωρίτερα ότι…»

Η Σελίν ήταν πολύ αναστατωμένη. Είχε την αναισθησία των ανθρώπων που εστιάζουν στο πρόβλημά τους. Μοναδική της έγνοια ήταν να με δει η κυρία Σιρίν. Όσο για μένα, δεν μπορούσα να κάνω ούτε βήμα πέρα από το κατώφλι του δωματίου. Μπροστά μου υπήρχε μια αόρατη μπάρα. Ένας τοίχος χτισμένος από μυρωδιές κι αναμνήσεις. Αν έπεφτα πάνω του θα γινόταν σκόνη. Οι πιο πολύτιμες αναμνήσεις μου, αυτές που δεν τις είχε αγγίξει χέρι, θα γίνονταν ένα με τον αέρα και θα χάνονταν. Η κρίση ματαιοδοξίας της Σελίν και οι ασυνάρτητες ιστορίες της κυρίας

Σιρίν θα γέμιζαν τη βιβλιοθήκη, τα παλιά θα ξεθώριαζαν στη μνήμη μου. Σε αυτό το δωμάτιο έζησα τις τρεις ωραιότερες μέρες της ζωής μου. Δεκαεφτά χρόνια πριν έζησα εδώ ένα χειμωνιάτικο παραμύθι. Όχι, εδώ δεν έπρεπε να έχω άλλη ανάμνηση. Δεν μπορούσα να έχω. Ο χώρος αυτός έπρεπε να μείνει στη μνήμη μου όπως ήταν παλιά. Δεν έπρεπε να επιτρέψω στο παρόν ν’ αλλάξει τις μνήμες μου.

ΚλειδάριθμοςΠροδημοσίευση