Βιβλίο|06.04.2021 17:54

Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου: Το νέο βιβλίο του Αυγούστου Κορτώ (Προδημοσίευση)

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την ερχόμενη Δευτέρα (12/4) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, η νέα ιστορία του Αυγούστου Κορτώ με τίτλο «Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου». «Για πρώτη φορά καταπιάνομαι μ' ένα μυθιστόρημα παρέας, που μάλιστα διαδραματίζεται τη δεκαετία του '90, τα χρόνια της εφηβείας μου — χρόνια γεμάτα απελπισμένο πόθο, φόβο, περιθώριο, μοναξιά. Γι' αυτό κι είναι το πρώτο βιβλίο που μ' έκανε να κλάψω όταν το έγραφα. Ο Μανωλιός, η Δήμητρα κι ο Γιάννης — αυτά τα κατατρεγμένα παιδιά θα ζουν για πάντα μέσα μου» αναφέρει ο ίδιος για το νέο του βιβλίο. 

Τρία παιδιά —τραυματισμένα κι εξόριστα, χαμίνια του δρόμου— γνωρίζονται, φωλιάζουν σε μια κατάληψη των Εξαρχείων και γίνονται αδέρφια. Αρχές του ’90, κι η Αθήνα ξέφρενη: ποτάμια πλούτου από τη μια, απόγνωση της νύχτας απ’ την άλλη. Πρέζα, πεζοδρόμιο, μαχαιρώματα, άγρια φτώχεια

Οι τρεις φίλοι παλεύουν να ζήσουν τη νιότη τους, μα ο κίνδυνος πλανιέται ολόγυρα: αδίστακτα αφεντικά και πελάτες, εχθροί των καταλήψεων, ένας καθ’ έξιν δολοφόνος φάντασμα που ’χει βαλθεί να καθαρίσει την πιάτσα — και πάνω απ’ όλα, κρυμμένο παντού, το φάσμα του έιτζ, πεινασμένο για κορμιά που πονούν για έρωτα.

Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το μόνο μέλος της παρέας που επέζησε μας ιστορεί τις αλησμόνητες εκείνες εποχές, συνομιλώντας με τους χαμένους φίλους. Μια ιστορία για τη νοσταλγία και τον καημό της αδικημένης νεότητας, ένας ύμνος στην άσβεστη φλόγα της φιλίας. Ακόμα κι όταν κλαίω και πονάω τους φίλους που κοιμούνται δεν ξυπνάω. Ένα μυθιστόρημα παρέας, γέλιων και δακρύων. Φίλος θα πει η καρδιά σου σ’ άλλο στήθος.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Η προδοσία ξεκινά μ’ αυτές εδώ τις λέξεις – σε δευτερόλεπτα, μας πούλησα. Θυμάμαι τον όρκο μας, άλλωστε, τον θυμάμαι κατά λέξη· τον συγκεκριμένο τον είχα γράψει εγώ. Ήμασταν στον Σάκο, πάνω, στο δώμα· Ιούλιος μήνας, ζέστη κολασμένη – ο ιδρώτας μας ποτάμι. Από ένα παράθυρο κάπου κοντά, η Λίτσα Διαμάντη φώναζε απελπισμένα, Νύχτα, στάσου! κι ας ήταν μεσημέρι – μπορεί να στεκόταν η επόμενη.

Με τα χέρια ενωμένα, τα μάτια κλειστά, είχαμε ορκιστεί: Αν δεν πω εγώ την ιστορία μου, δε θα την πει κανείς. Δεν παραδίνομαι στη μακάβρια περιέργεια, στο υποκριτικό ενδιαφέρον, στο μελόδραμα. Μακριά από μένα οι φυλλάδες, τα ρομάντζα. Η μνήμη μου θα ζήσει μαζί μου, ή θα πεθάνει μαζί μου. Κι έπειτα, με μια βελόνα, τρυπήσαμε τους δείκτες μας και τους κολλήσαμε, ανακατεύοντας το αίμα. Τι άλλο είχαμε να φοβηθούμε; Ήμασταν απόφοιτοι του φόβου.

Ξεχνώ τι κάναμε μετά – ανάψαμε τσιγάρο, υποθέτω, ή την ήπιαμε, ή αδειάσαμε τις τσέπες μας να δούμε αν τα ψιλά μας έβγαιναν για σουβλάκια ή για Marlboro. Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια όταν ορκίζεσαι; Χτίζεται άραγε αυτομάτως στο μυαλό σου μια πόρτα, που δεν πρέπει ν’ ανοίξει; Αλλά τι νόημα έχει μια πόρτα για πάντα κλειστή; Η πίστη, η προστασία πρέπει να ’χουν ένα άνοιγμα – να μπορείς να μπαινοβγαίνεις.

Μπορεί να ’ναι απλώς μια σοβαρή υπόσχεση, ένας κοινωνικός, καθωσπρέπει σπασμός μπροστά σε μια σημαντική απόφαση: δίνεις τον όρκο και γίνεσαι σύζυγος, μάρτυρας υπεράσπισης, γιατρός. Ο ίδιος ο μέλλοντας είναι σαν όρκος: Θα σηκωθώ νωρίς. Θα γιορτάσουμε παρέα. Θα σ’ αγαπώ παντοτινά. Όμως το μέλλον είναι άγνωστο – πώς να μην το παραβείς;

Κι εμείς οι τρεις ορκιζόμασταν με την παραμικρή αφορμή, σαν μέλη μυστικής αδελφότητας – μπορεί να μη χορταίναμε το φαΐ, τη στοργή, τη σιγουριά, αλλά ήμασταν σκασμένοι από μεγάλα λόγια, δικής μας επινόησης. Το γεγονός ότι επί χρόνια αθετούσαμε τις πιο βαριές δεσμεύσεις, απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, μας έριχνε στους πομπώδεις, αυτοσχέδιους όρκους με ακόμα μεγαλύτερη μανία, σαν τον άπιστο άντρα που σφιχταγκαλιάζει τη γυναίκα του την ώρα που εκείνη κοιμάται, και μονολογεί πως ναι, μα τον Θεό, δεν έχει μάτια για άλλη.

Έξι ιδρωμένες παλάμες, τρία ματωμένα δάχτυλα, τρεις σιγανές φωνές στο μισοσκόταδο – μα απόμειναν μονάχα τα δικά μου. Και πώς να παζαρέψεις με τους νεκρούς; Πώς να σας πω, Ο όρκος –η ζωή μου– έχασε το νόημά του όταν σβήσατε; Πώς να σας το φέρω με το μαλακό ότι έκτοτε έχω δώσει ένα σωρό άλλες υποσχέσεις; Ο σεβασμός στον πεθαμένο είναι σαν να σκεπάζεις με κουβέρτα το μάρμαρο, σαν να κρατάς αναμμένο το καντήλι του τάφου για να βρει τον δρόμο του γυρισμού. Δεν μπορείτε πια να μου θυμώσετε, να μου κρατήσετε μούτρα – έπειτα από τόσα χρόνια, μετά βίας θυμάμαι τις παιδικές μας φάτσες, τις εκρήξεις, τους καβγάδες μας, εκείνη την οργή που καμωνόταν το αμίλητο άγαλμα κι ωστόσο ξεφούσκωνε σαν άδετο μπαλόνι. Είναι ανθρώπινο –αντανακλαστικό της ψυχής– να προδίδεις όσους έφυγαν πριν από σένα, τους προγόνους – κι εσείς, παντοτινά εικοσάρηδες, έχετε γίνει τώρα, που κοντεύω τα σαράντα πέντε, οι μόνοι αληθινοί μου πρόγονοι.

Επειδή μου ξεγλιστράτε – γι’ αυτό κρατιέμαι από σας, όχι με τα χέρια, που βρίσκουν δυο δεκαετίες το κενό, μα με τα δάχτυλα στα πλήκτρα. Άλλοτε θα ήσασταν τα λουλούδια και τα φύλλα μου, σ’ ένα μεγάλο λεύκωμα με σελίδες από λευκό χαρτόνι και ρυζόχαρτο – αλλά κανείς δεν ασχολείται πια με τέτοιες τρυφερές χειροτεχνίες. Ως και τα άλμπουμ τείνουν να εξαφανιστούν – οι φωτογραφίες, σαν κι εσάς τα δυο, πλανιούνται στον αέρα.

Παλιά, οι ξεχασιάρηδες έδεναν μια κλωστή στο δάχτυλό τους, ή ένα κομμάτι σπάγκο, για να το βλέπουν και να θυμούνται κάτι που έπρεπε να κάνουν, κάτι επιτακτικό. Αν έκανα κι εγώ το ίδιο, τα νήματα θα απλώνονταν απ’ τη Συγγρού και τη Βασιλίσσης Όλγας ίσαμε τα Εξάρχεια, το Μουσείο, την Κυψέλη, την πλατεία Αμερικής – οι περαστικοί θα σκόνταφταν, τα αμάξια θα έκοβαν μέτρα ολόκληρα μνήμης, περιστέρια και σπουργίτια θα έφτιαχναν τις φωλιές τους με τα χρέη μου.

Το σφάλμα είναι δικό μου, φυσικά: τα πρώτα χρόνια, για να χωρέσω πάλι στον κόσμο που με απέβαλλε, έκανα σαν το γυμνασιόπαιδο, που παριστάνει ότι δεν πέρασε ποτέ απ’ το δημοτικό, ότι δε θυμάται τη βέργα και τον χάρακα, τα χαστούκια της δασκάλας, την τιμωρία στον πίνακα, τη χλεύη και τη βία των παιδιών στην αυλή, γιατί πρέπει να βγει ζωντανό από μιαν άλλη αγριότητα, να γίνει μεγάλος, ενώ τα βράδια τρέμει η ψυχή του πως θα μείνει για πάντα μικρός.

Έσβηνα επιμελώς τα χνάρια μου. Ο όρκος μας ήταν πολύ νωπός, όπως κι η λογική του: για να γράψουν για σένα, πρέπει να ’σαι είτε διάσημος είτε νεκρός – πτώμα που ξεχωρίζει, κατά τρόπο φριχτό, από το πλήθος των πτωμάτων. Σε μια πρόσκαιρη στέγη, ξεφυλλίζοντας ένα ξένο ημερολόγιο, θα έβρισκα την τελική φράση της διαθήκης του μαρκήσιου Ντε Σαντ: Φυτέψτε μια βελανιδιά, ώστε να μεγαλώσει και να εξαφανίσει κάθε ίχνος του τάφου μου, καταπώς ελπίζω να σβηστεί η μνήμη μου απ’ τις ψυχές των ανθρώπων. Σχεδόν τον λυπήθηκα. Την πάτησες, ήθελα να του πω.

Η αρρώστια ήταν τα βαράκια στη γυμναστική της σιωπής, στο καθημερινό, μοναχικό αγώνισμα της λήθης. Ακόμα κι όταν δεν ήταν ορατή, σαν το σημάδι του Κάιν –μια μαβιά πληγή στον κρόταφο, ένα θαμπό, τυφλό μάτι, μια γλώσσα σαν κρέας που μούχλιασε, ένας βήχας βικτωριανού φυματικού–, η παραμικρή λάθος λέξη σήμαινε εξορία: άνθρωποι άλλαζαν θέση πανικόβλητοι, σ’ έδιωχναν με απίθανες δικαιολογίες από δωμάτια προσωρινής φιλοξενίας, από τραπέζια και πάρτι, κι έπειτα πετούσαν ό,τι μπορεί να ’χες αγγίξει. Ο αιχμάλωτος πολέμου στον καθρέφτη σού θύμιζε διαρκώς, Αφού δεν είσαι στον λάκκο, ξέχνα τον, πες πως δεν υπάρχει.

Δεν ήταν δύσκολο να σκαρφιστώ μιαν ανιαρή ζωή – έστω κι ανομολόγητα, την είχα λιμπιστεί πολλές φορές: ουδέτεροι γονείς, άχρωμη εφηβεία, τριάντα χιλιάρικα τον μήνα για να σερβίρεις καφέδες χωρίς ΙΚΑ, ως δήθεν ανίψι του μαγαζάτορα. Κανείς δε σκαλίζει το παρελθόν των βαρετών ανθρώπων, των αόρατων – κι η αδυναμία, η καταβολή, το πελιδνό σου χρώμα έχουν εξήγηση: μαύρη φτώχεια.

Και πέρα απ’ το κοινωνικό καμουφλάζ, ήθελα να αλλάξω, να διαγράψω τους μήνες στην Ανάληψη, το τέλος που παρά τρίχα με προσπέρασε. Το πρώτο διάστημα, όσο ήμασταν περιπατητικοί, λέγαμε πως θα τερματίζαμε παρέα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στον κοινό αγώνα δρόμου – τρία ταλαίπωρα μα γελαστά προφίλ στο φότο φίνις. Όμως η μετά θάνατον ζωή δεν είχε θεατές, συναθλητές, ποδοβολητό, νήμα – έτρεχα σ’ έναν έρημο στίβο, ολοένα πιο αργά, αγκομαχώντας μάταια.

Θα ’θελα να πω πως δε γινόταν αλλιώς, πως δεν μπορείς να έχεις και το χτες ολόκληρο και το αύριο χορτάτο – με το ένα χέρι αρπάζεσαι, με τ’ άλλο αφήνεις. Θα ’θελα να πω ότι σας αρνήθηκα επειδή ήταν επιβεβλημένο, κι ότι η άρνηση δεν είναι σαν την προδοσία, δεν κόβει τόσο βαθιά, κι έτσι κι αλλιώς βρισκόσασταν πέρα απ’ την επικράτεια του πόνου. Αλλά δε ζούσα ασυναίσθητα – απεναντίας, κάθε μου κίνηση, κάθε μου ανάσα, ήταν μετρημένη απ’ τον σπιούνο της συνείδησης, κομμάτι της μεταμόρφωσης που μου στοίχιζε τα πάντα.

Κι έπειτα πέρασε από πάνω σας ο οδοστρωτήρας του χρόνου. Θυμάμαι, σ’ ένα απ’ τα στενά όπου έπαιζα παιδάκι, ένα τάλιρο που ’χε γλιστρήσει απ’ την τσέπη κάποιου εργάτη, κάποιου περαστικού, κι είχε γίνει ένα με την άσφαλτο. Όπως όλα τα γειτονόπουλα, είχα πασχίσει με λύσσα να το ξεκολλήσω, το πολύτιμο κέρμα με την κεφάλα του Αριστοτέλη, μα ήταν αδύνατον, όσο κι αν πλήγιαζα τα χέρια μου με τον σουγιά και το κατσαβίδι. Στο τέλος, παραιτηθήκαμε, το ξεχάσαμε σχεδόν, και μόνο όταν ο ήλιος φώτιζε τον δρόμο, και στραφτάλιζε πάνω στο άπιαστο νόμισμα, στεκόμασταν για μια στιγμή, κοιτώντας με καημό, ξεφυσώντας με λαχτάρα. Έτσι, σε κάποια ισιάδα της ψυχής μου, μένατε λαμπροί, αξόδευτοι.

Ήμασταν ερωτευμένοι εμείς οι τρεις, έτσι δεν είναι; Όχι πως θα περνούσε απ’ το μυαλό μας να το αρθρώσουμε ποτέ. Αλλά όταν σας έχασα –μέσα στην ίδια νύχτα, μια νύχτα που η δύσπνοια στοίχειωνε με όνειρα πνιγμού τον ρηχό μου ύπνο–, όταν κόπασε ο πρώτος θρήνος, δεν είπα μόνο, Τέλος οι φίλοι για μένα. Την ίδια στιγμή, για λόγους φανερούς όσο η πάπια, όσο τα σωληνάκια που έβγαιναν απ’ το ισχνό μου σώμα, αποφάσισα πως, αν επιζούσα, θα ’πρεπε να πορευτώ χωρίς έρωτα, μακριά κι απ’ το πιο φευγαλέο άγγιγμα.

Γι’ αυτό, όταν η τύχη έφερε αναπάντεχα στον δρόμο μου τους πρώτους φίλους και τους πρώτους έρωτες της καινούριας, χαριστικής μου ζωής, σαν ποντικός που βγαίνει ροκανίζοντας σ’ ένα ντουλάπι γεμάτο τρόφιμα, δεν έβγαλα άχνα. Πώς να μας ιστορήσω, να μας εξηγήσω, σε ανθρώπους που είχαν κάνει τέτοια δρασκελιά πάνω απ’ το χάος για να μ’ αγαπήσουν; Το πιο παράλογο όλων: έτρεμα την κρίση σας, μ’ έτρωγε η σκέψη πως κάπου, πέρα απ’ τον αφουγκρασμό του πένθους μου, κουτσομπολεύατε γελώντας: Πού τον βρήκε! Κάθε φορά που σας μιλούσα –και σας μιλούσα διαρκώς, την ώρα που καθάριζα τα τραπεζάκια με το βετέξ, την ώρα που έσκυβα να δω αν ο δείκτης της ζυγαριάς είχε ανέβει, την ώρα που άκουγα το σιγανό ροχαλητό στο ζεστό, κατοικημένο κρεβάτι–, σας έδινα τον λόγο μου: Κανείς ποτέ δε θα πάρει τη θέση σας. Ήσασταν τα εικονίσματα της καρδιάς μου – όμως το εικονοστάσι έχει μια και μόνη μοίρα: να μείνει, αργά ή γρήγορα, αξεσκόνιστο.

Στον επόμενο τόνο, είχα τα διπλά σας χρόνια, είχα έναν ολόκληρο εαυτό, μιαν αισθηματική περιουσία, που δε σας περιλάμβανε. Περνούσαν μήνες χωρίς να σας συλλογιστώ ούτε μία φορά. Το πλαστό παρελθόν είχε ριζώσει, μπορούσα να γείρω στον κορμό και τη σκιά του. Ναι, είχα περάσει περιπέτειες στα νιάτα μου – μα τίποτα το εξωφρενικό. Στις συζητήσεις της παρέας και της συμβίωσης, πιθήκιζα πρόθυμα τη χλιαρή αναπόληση της δεκαετίας του ’90 ως μεταβατικής, νερόβραστης εποχής, με κάποιες ενδιαφέρουσες μπάντες κι ορισμένες καλές ταινίες, μέσα σ’ ένα παγκόσμιο, απατηλό κλίμα ευμάρειας και προόδου. Η κοινή ηθική είχε κάνει τόσες τούμπες, που μπορούσες πια ως και να δηλώσεις χύμα πως δε θυμόσουν και πολλά, επειδή είχες περάσει την περίοδο εκείνη μες στη δίνη του κλάμπινγκ και της ντρόγκας.

Όταν επιστρέφατε –πάντα αναπάντεχα, αιφνιδιαστικά, σαν βαθιά κάκωση που καραδοκεί τη λάθος κίνηση για να σε σωριάσει χάμω μ’ έναν σπασμό πόνου–, ο πειρασμός να σας αναστήσω ήταν αφόρητος. Ο αιώνας που δεν προφτάσατε να δείτε είχε θέση για σας – ένα σωρό άνθρωποι, κι όχι μόνο δικοί μου, θα έσπευδαν να αγκαλιάσουν τη σπαραχτική μας ιστορία. Αλλά στο μεταξύ είχα σχεδόν πάψει να πιστεύω ότι οι τρεις μας ζήσαμε, κάποτε, σαν αδιαίρετη μονάδα, σαν υποκοσμιακά, μυθιστορηματικά χαμίνια – δεν μπορεί, σίγουρα τα είχα ονειρευτεί όλα αυτά που το μυαλό επέμενε ότι έγιναν! Και τα πειστήρια ήταν ελάχιστα: οι οικογένειές σας, το δίχως άλλο, είχαν αφανίσει τη μνήμη σας, οι περισσότεροι αλλοτινοί γνωστοί μας είχαν σκορπίσει στον αέρα – ή στο χώμα. Ακόμα και το χωνευτήρι του Βοτανικού –μιας κι οι τάφοι σας ήταν βραχύβιοι όσο κι εσείς– είχε κλείσει χρόνια πριν. Το μόνο απομεινάρι ήταν οι μαθητικές σας ταυτότητες, δυο μικροσκοπικές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες απ’ όπου με κοιτούσατε με όλο τον τυραννισμένο τσαμπουκά των δεκατεσσάρων σας χρόνων, μ’ ένα βλέμμα που εκλιπαρούσε για αγάπη, όσο κι αν τα σφιγμένα χείλη επέμεναν πως δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα.

Θα μπορούσα να συνέχιζα τα ψέματα για πάντα, στην ξενιτιά του μέλλοντός μου, στην ξένη γλώσσα της ανάγκης και του φόβου, αν δεν ερχόταν στη ζωή μου, απρόσμενα, ένας καινούριος άνθρωπος. Όταν γνωριστήκαμε, μας χώριζαν δυο γενιές ακριβώς, και σύντομα θα μιλάει φαρσί το θαυμαστό ιδίωμα της φουρνιάς του, και πριν το καταλάβω θα με ανακρίνει, θα θέλει να μάθει τα πάντα για το μυθικό εκείνο μέρος απ’ όπου εκτείνεται –σαν σκοτεινή, κι έπειτα ολόφωτη σήραγγα– η ιστορία του. Κι η ιδέα να φλομώσω αυτό ειδικά το πλάσμα με παραμύθια με γέμιζε από την αρχή αβάσταχτη θλίψη – και μόνο για το γέλιο του, τη βροντερή προσφώνηση που βγαίνει απ’ το στόμα του όταν με βλέπει σηκώνοντας τα χέρια, του χρωστάω την αλήθεια.

Ο γιος μου είναι τεσσάρων ετών. Φαντάζομαι τα γουρλωμένα σας μάτια, τα χέρια στα μάγουλα: Κόψε φάση, μ@λάκα! Το ούφο έκανε παιδί, μ@λάκα! Άλλος ένας πατημένος όρκος, παρότι ακόμα και τη στιγμή που τον δώσαμε ήταν ολότελα περιττός (στην κατάστασή μας, η αναπαραγωγή ισοδυναμούσε με διπλό φόνο), ήταν μια αναγκαία τελετή, για να ξορκίσουμε το κακιασμένο, πικρόχολο στοιχειό εκείνων που μας έφεραν –χωρίς να μας ρωτήσουν, χωρίς καν να μας θέλουν– στον κόσμο: Αν είναι να γίνω σαν τους γονείς μου, καλύτερα να γεράσω βαρώντας μαλακία. Νεότης νεοτήτων, τα πάντα νεότης! Αφού κανείς μας δεν έμελλε να γεράσει.

Είσαι ένα θαύμα, θα του πω, τη μέρα της μεγάλης τόλμης, κι εκείνος θα μορφάσει με αμηχανία, αν όχι με αποστροφή, γιατί θα ’ναι πια έφηβος, και δε θα γουστάρει γλυκόλογα. Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν είχα φανταστεί ότι κάποτε θα ’χα τόσο μεγάλο γιο, θα επιμείνω, απλώνοντας δειλά το χέρι στο γόνατό του (αν μ’ αφήσει). Όταν ήμουν στην ηλικία σου, βλέπεις, άνθρωποι σαν εμάς δεν κάνανε παιδιά. Κι αν προσέξει την αντωνυμία, και τσιμπήσει, και ρωτήσει ποιους εννοώ, θα του πω. Και για πρώτη φορά ύστερα από τριάντα χρόνια θα βγείτε απ’ το σκοτάδι της ψυχής μου και θα σταθείτε στο φως.

Αύγουστος ΚορτώΠατάκηςΠροδημοσίευση