Βιβλίο|29.04.2023 16:18

Νίκι Έρλικ: «Το μέτρο της ζωής τους» είναι μια γλυκόπικρη ιστορία με βαθιά νοήματα

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την Τρίτη 2 Μαϊου, κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Μίνωας, το πρώτο βιβλίο της Νίκι Έρλικ με τίτλο «Το μέτρο της ζωής τους». Η ιστορία ξεκινά με τον κόσμο να ξυπνάει και κάθε ενήλικας να λαμβάνει το ίδιο κουτί στην πόρτα του ένα πρωί.  Μέσα στο κουτί υπάρχει ένα κομμάτι σπάγκου και το μήκος αυτού του σπάγκου καθορίζει πόσο θα ζήσει. Κανείς δεν ξέρει από πού προέρχονται τα κουτιά, αλλά καθώς τα νέα διαδίδονται, οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τα ερωτήματα: τι σημαίνουν αυτά τα κουτιά και εάν πρέπει να ανοίξουν το κουτί τους. Αυτό που κινεί την περιέργεια στον αναγνώστη από την αρχή είναι η ίδια η υπόθεση ότι κάποια κουτιά φτάνουν σε όλο τον κόσμο, σε όλους τους ανθρώπους από είκοσι δύο ετών και πάνω. Κάθε ένα από αυτά φτάνει με το αινιγματικό σύνθημα «το μέτρο της ζωής σας βρίσκεται μέσα σας» και στο εσωτερικό του υπάρχει ένα κομμάτι σπάγκου, το οποίο συσχετίζεται με τον αριθμό των ετών ή των μηνών που του απομένουν. Μέσα από τα μάτια οκτώ χαρακτήρων, η Νίκι Έρλικ παρουσιάζει τις συνέπειες αυτών των κουτιών, παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα συναρπαστικό και ενδιαφέρον ταξίδι που σε κάνει να υποβάλλεις συνεχώς την ίδια ερώτηση στον εαυτό σου: «Τι θα έκανα εγώ;».

Είναι ένα από εκείνα τα βιβλία με την υπόθεση «τι θα έκανα;» που μπορεί να είναι λίγο κλισέ, αλλά η Νίκι Έρλικ δημιούργησε μια αριστουργηματική ιστορία, γεμάτη ίντριγκα, ενσυναίσθηση, συναίσθημα και ζεστασιά και κάθε άλλο παρά κλισέ είναι τελικά. Οι οκτώ χαρακτήρες είναι όλοι από διαφορετικές δημογραφικές ομάδες, όλοι με διαφορετικές απόψεις, αλλά όπως όλοι μας στη ζωή, αντιμέτωποι με τον αναπόφευκτο θάνατο. Κάποιοι από τους χαρακτήρες άνοιξαν τα κουτιά και έπρεπε να αντιμετωπίσουν πολύ διαφορετικά μέλλοντα. Υπήρχαν άλλοι που δεν ήθελαν να μάθουν και εκείνοι των οποίων το κουτί άνοιξε χωρίς την άδειά τους. Υπήρχαν κάποιες ιστορίες που ξεχώρισαν, εκείνοι που προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το χρόνο τους για να δημιουργήσουν αναμνήσεις και να στηρίξουν τους γύρω τους, εκείνοι που συμπεριφέρονται προς όφελός τους, εκείνοι που θυσιάζουν τη ζωή τους για να σώσουν άλλους και εκείνοι που ήταν απερίσκεπτοι γνωρίζοντας ότι είχαν μια μακρά ζωή μπροστά τους.

Υπάρχει το προφανές δίλημμα της ανθρώπινης περιέργειας, το αν θα θέλατε να μάθετε πόσο καιρό σας απομένει να ζήσετε. Η Νίκι Έρλικ έγραψε για τη δυναμική της θρησκείας και της πολιτικής και πώς έβαλαν τη δική τους πινελιά στην παράδοση αυτών των κουτιών. «Το μέτρο της ζωής τους» προσφέρει μια καθηλωτική και ενδιαφέρουσα ανάγνωση σε πολλά επίπεδα. Υπάρχουν οι αναλογίες του Κουτιού της Πανδώρας και της Εύας που δάγκωσε τον απαγορευμένο καρπό, όπου υπάρχουν συνέπειες στις ενέργειες που γίνονται, καλές ή κακές. Η ιστορία κάθε χαρακτήρα κάνει τον αναγνώστη να αναθεωρήσει τις δικές του ιδέες και συναισθήματα. Η γραφή και η πλοκή της Νίκι Έρλικ είναι συναρπαστική και ολοκληρωμένη και είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτό είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Αυτό που τελικά αποκομίζει κάποιος διαβάζοντας αυτό το βιβλίο είναι ότι η ζωή είναι για να ζούμε και πρέπει να τη ζούμε στο έπακρο, καθώς ποτέ δεν ξέρουμε πόσο χρόνο έχουμε.

Ορισμένες στιγμές είναι πολύ φιλοσοφικό και σε κάνει να προβληματιστείς για τον εαυτό σου, τις ελπίδες και τα όνειρά σου. Υπάρχει ευτυχία και θλίψη, τραγωδία και θυσία, αντίθετα συναισθήματα των οποίων την ένταση βιώνει ο αναγνώστης. Υπάρχουν μερικοί πολύ συμπαθείς χαρακτήρες στους οποίους μπορείς να εναποθέσεις τις ελπίδες σου και να τους υποστηρίξεις και ένας που σίγουρα δεν το κάνεις. Το τέλος είναι συναισθηματικό αλλά το νιώθετε σωστό. Συνολικά πρόκειται για μια στοχαστική και προκλητική ανάγνωση με το τρενάκι του τρόμου.

Η Νίκι Έρλικ εξερευνά τον αντίκτυπο που έχουν οι σπάγκοι στις ζωές των ανθρώπων, στις σχέσεις και στην κοινωνία. Πραγματικά σου δίνει πολλά να σκεφτείς και ακόμα και αρκετό καιρό μετά την ανάγνωσή του θα βρείτε τον εαυτό σας να αναρωτιέται αν θα ανοίγατε το κουτί και θα ανακαλύπτατε «το μέτρο της ζωής σας» ή ποια αντίδραση θα είχατε αν ο σπάγκος στο δικό σας κουτί ήταν μικρός.

Η Νίκι Έρλικ αποφοίτησε με άριστα από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και υπήρξε συντάκτρια στη Harvard Crimson, τη φοιτητική εφημερίδα του πανεπιστημίου που κυκλοφορεί από το 1873, ενώ το μεταπτυχιακό της δίπλωμα απέκτησε από το Πανεπιστήμιο του Κολούμπια. «Το μέτρο της ζωής τους» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποιο έγινε αμέσως μπεστ σέλερ στους New York Times και έχει μεταφραστεί ήδη σε 22 γλώσσες. 

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο «Το μέτρο της ζωής τους»

Νίνα: Όταν το κουτί που είχε χαραγμένο το όνομα της Νίνα εμφανίστηκε έξω από την πόρτα της, η Νίνα κοιμόταν ακόμη, τα βλέφαρά της τρεμόπαιζαν καθώς ο κοιμισμένος εγκέφαλός της πάλευε με ένα δύσκολο όνειρο. (Είχε ξαναγυρίσει στο γυμνάσιο και ο καθηγητής της της ζήτησε να δει μια έκθεση που δεν της είχε αναθέσει ποτέ). Ήταν ένας συνηθισμένος εφιάλτης για κάποιον που είναι επιρρεπής στο στρες, αλλά δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ εκείνον που την περίμενε στον πραγματικό κόσμο.

Η Νίνα ξύπνησε πρώτη το πρωί, όπως έκανε συνήθως, και σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι αφήνοντας τη Μόρα να κοιμάται ανενόχλητη. Πήγε στην κουζίνα, φορώντας ακόμη την καρό πιζάμα της και άναψε το μάτι με την πορτοκαλί τσαγιέρα, την οποία η Μόρα είχε βρει σε ένα υπαίθριο παζάρι το περασμένο καλοκαίρι. Το διαμέρισμα ήταν απολαυστικά ήσυχο αυτές τις πρωινές ώρες, την ησυχία έσπαγε μόνο το περιστασιακό σφύριγμα καμιάς σταγόνας που δραπέτευε από το καπάκι της τσαγιέρας και τσιτσίριζε πάνω στις χαμηλές φλόγες της εστίας. Αργότερα η Νίνα άρχισε να αναρωτιέται γιατί δεν είχε καθόλου φασαρία εκείνο το πρωί. Δεν άκουσε ούτε φωνές ούτε σειρήνες ούτε τηλεοράσεις στη διαπασών, τίποτα που να την προειδοποιεί για το χάος που είχε ήδη αρχίσει να δημιουργείται έξω από το σπίτι της. Αν δεν είχε ανοίξει το τηλέφωνό της, τότε ίσως θα μπορούσε να είχε διατηρήσει την ησυχία λίγο παραπάνω, απολαμβάνοντας την ηρεμία της.

Κάθισε όμως στον καναπέ και κοίταξε το τηλέφωνό της, έτσι ξεκινούσε το πρωί της, μπαίνοντας να διαβάσει μερικά μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και να περιηγηθεί σε διάφορα ενημερωτικά δελτία μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι της Μόρα και να συζητήσουν αν θα φάνε αυγά ή πόριτζ. Ήταν μέρος της δουλειάς της –η Νίνα ήταν επιμελήτρια– να είναι πάντα ενημερωμένη, αλλά οι εφαρμογές και τα διάφορα σάιτ αυξάνονταν τόσο πολύ κάθε χρόνο, που μερικές φορές την έκαναν να πιστεύει ότι θα μπορούσε να περάσει όλη της τη ζωή διαβάζοντας κι όμως να μην προλαβαίνει να τα παρακολουθήσει.

Εκείνο το πρωί δεν πρόλαβε καν να ξεκινήσει. Μόλις ξεκλείδωσε την αρχική οθόνη κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε τρεις αναπάντητες κλήσεις από φίλους και τα μηνύματα συσσωρεύονταν επί ώρες, κυρίως από τους συναδέλφους της στα ομαδικά τους μηνύματα.

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΡΕ ΓΜΤ;
Πήγε σε όλους από ένα;
Είναι ΠΑΝΤΟΥ. Σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Γαμώτο μου.
Είναι αληθινή η επιγραφή;
ΜΗΝ τα ανοίξετε μέχρι να μάθουμε περισσότερα.
Μέσα όμως έχει μόνο ένα κορδόνι, σωστά;;;

Η Νίνα ένιωσε το στήθος της να σφίγγεται, το κεφάλι της να μουδιάζει από τη ζαλάδα, ενώ προσπαθούσε να συνδέσει τα κομμάτια του παζλ. Μπήκε στο Twitter, έπειτα στο Facebook και παντού τα ίδια, γεμάτα με ερωτηματικά και πανικό γραμμένα με κεφαλαία γράμματα. Αυτή τη φορά όμως υπήρχαν και φωτογραφίες. Εκατοντάδες χρήστες πόσταραν μικρά καφετιά κουτιά που τα είχαν βρει έξω από την πόρτα τους. Και όχι μόνο στη Νέα Υόρκη, εκεί που έμενε η Νίνα. Παντού.

Σε μερικές φωτογραφίες μπόρεσε να διακρίνει τις επιγραφές. Το μέτρο της ζωής σου βρίσκεται εδώ μέσα. Τι στο καλό σήμαινε αυτό;

Η καρδιά της χτυπούσε πολύ δυνατά ακολουθώντας τις ερωτήσεις που είχε στο κεφάλι της. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που ήταν ονλάιν και ήρθαν αντιμέτωποι με το ίδιο αόριστο μήνυμα που έκρυβε το κουτί, κατέληξαν γρήγορα σε ένα και μοναδικό, τρομαχτικό συμπέρασμα: Ό,τι κι αν ήταν αυτό που περίμενε μέσα στο κουτί, ισχυριζόταν ότι γνώριζε πόση ζωή είχες μπροστά σου. Πόσος χρόνος σου είχε δοθεί, ποιος ξέρει από ποιες δυνάμεις.

Η Νίνα ήταν έτοιμη να ουρλιάξει και να ξυπνήσει η Μόρα, όταν συνειδητοποίησε ότι θα πρέπει να τα είχαν λάβει και εκείνες. Πέταξε το τηλέφωνό της στον καναπέ με δάχτυλα που έτρεμαν και σηκώθηκε. Πήγε στην μπροστινή πόρτα του διαμερίσματος, κάπως ζαλισμένη, πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε μέσα από το ματάκι, δεν έβλεπε όμως κάτω, το πάτωμα. Έτσι, τράβηξε τον διπλό σύρτη και άνοιξε δειλά την πόρτα, σαν να περίμενε κάποιος άγνωστος απέξω και να ήθελε να μπει μέσα.

Τα κουτιά ήταν εκεί.

Πάνω στο χαλάκι της εξώπορτας με το τσιτάτο του Μπομπ Ντίλαν που η Μόρα επέμενε να κουβαλήσει όταν μετακόμισε στο σπίτι της Νίνα. Be groovy or leave, man. Η Νίνα θα προτιμούσε μάλλον κάτι πιο απλό, ένα ουδέτερο πλεχτό πατάκι, αυτό το τσιτάτο όμως έκανε πάντα τη Μόρα να χαμογελάει και μετά από εβδομάδες που έμπαινε σπίτι βλέποντάς το, άρχισε να αρέσει και στη Νίνα.

Καλύπτοντας τα περισσότερα από τα μπλε γράμματα πάνω στο χαλάκι ήταν τοποθετημένα δύο μπαουλάκια που έμοιαζαν ξύλινα. Ένα για την καθεμιά τους προφανώς.

Η Νίνα κοίταξε στον διάδρομο και είδε ένα ολόιδιο κουτί να περιμένει τον γείτονά τους στο διαμέρισμα 3Β, έναν ηλικιωμένο χήρο που έβγαινε από το σπίτι του μόνο μία φορά τη μέρα για να πετάξει τα σκουπίδια. Αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να τον ειδοποιήσει. Τι θα μπορούσε να του πει όμως;

Εξακολουθούσε να έχει το βλέμμα της καρφωμένο στα δύο κουτιά που ήταν στα πόδια της, πολύ αγχωμένη για να τα αγγίξει, αλλά πολύ σοκαρισμένη για να τα αφήσει, όταν το σφύριγμα της τσαγιέρας την έβγαλε από την κατάσταση της ύπνωσης και της θύμισε ότι η Μόρα δεν ήξερε ακόμη τίποτα.

Μπεν: Κοιμόταν κι ο Μπεν όταν έφτασαν τα κουτιά, μόνο που δεν κοιμόταν σπίτι του.

Στριφογύριζε στο στενό κάθισμα της οικονομικής θέσης, με τα μάτια κλεισμένα σφιχτά, γιατί τον ενοχλούσε η λάμψη από το λάπτοπ του διπλανού του, ενώ εκατομμύρια κουτιά κάλυπταν τη χώρα σαν ομίχλη, τριάντα έξι χιλιάδες πόδια αποκάτω του.

Το τριήμερο αρχιτεκτονικό συνέδριο του Μπεν στο Σαν Φρανσίσκο είχε τελειώσει αργά το απόγευμα κι έτσι είχε πάρει τη νυχτερινή πτήση για Νέα Υόρκη, προτού φανεί κάποιο σημάδι από τα κουτιά. Το αεροπλάνο του απογειώθηκε από τα δυτικά ακριβώς πριν από τα μεσάνυχτα και έφτασε στα ανατολικά αμέσως μετά την ανατολή, ενώ κανένας από τους επιβάτες ή το πλήρωμα δεν ήξερε τι είχε συμβεί τις ώρες που είχαν μεσολαβήσει.

Όταν όμως έσβησε η φωτεινή ένδειξη για τη ζώνη και τα κινητά τηλέφωνα των επιβατών άνοιξαν όλα μεμιάς, το έμαθαν αμέσως. Μέσα στο αεροδρόμιο πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί κάτω από τις γιγάντιες τηλεοράσεις και κάθε δίκτυο παρουσίαζε μια διαφορετική εκδοχή.

ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ ΚΟΥΤΙΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΥΦΗΛΙΟ.
ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ;
ΚΟΥΤΙΑ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΠΩΣ ΠΡΟΒΛΕΠΟΥΝ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.
ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΡΑΓΕ ΤΟ ΚΟΡΔΟΝΙ;

Ένας πατέρας που βρισκόταν κοντά στον Μπεν προσπαθούσε να ηρεμήσει τα τρία παιδιά του, ενώ ταυτόχρονα μιλούσε στο τηλέφωνο. «Μόλις φτάσαμε!» είπε. «Τι να κάνουμε; Να γυρίσουμε πίσω;»

Μία επιχειρηματίας, κοιτάζοντας στο iPad, είχε αναλάβει να ενημερώνει τους συνεπιβάτες της για τα τελευταία νέα που δημοσιεύονταν διαδικτυακά. «Απ’ ό,τι φαίνεται, απευθύνονται μόνο σε ενήλικες» ανακοίνωσε δυνατά και χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα. «Μέχρι τώρα δεν έχουν σταλεί σε κανένα παιδί».

Οι περισσότεροι όμως έκαναν την ίδια ερώτηση ουρλιάζοντας στα κινητά τους: «Μου έστειλαν κι εμένα;»

Ο Μπεν εξακολουθούσε να κοιτάζει τις οθόνες νέον και τα μάτια του ήταν στεγνά και ερεθισμένα από την έλλειψη ύπνου. Οι πτήσεις ήταν ανέκαθεν σαν να παρακάμπτει τον χρόνο, οι ώρες στο αεροπλάνο κυλούσαν έξω από τη ζωή που εκτυλισσόταν κάτω στο έδαφος. Ποτέ άλλοτε όμως δεν βγήκε τόσο ξεκάθαρα από έναν κόσμο για να μπει σε έναν άλλο.

Όταν ξεκίνησε να περπατάει βιαστικά προς το μετρό του αεροδρομίου, προσπάθησε να τηλεφωνήσει στην κοπέλα του, την Κλερ, αλλά εκείνη δεν απάντησε. Έπειτα τηλεφώνησε στους γονείς του.

«Καλά είμαστε, μια χαρά» τον διαβεβαίωσε η μητέρα του. «Μην ανησυχείς για μας, κοίτα να γυρίσεις εσύ καλά».

«Μα… τα λάβατε;» ρώτησε ο Μπεν.

«Ναι» είπε ψιθυριστά η μητέρα του λες και την άκουγε κάποιος. «Ο πατέρας σου τα ’βαλε προς το παρόν στο ντουλάπι του χολ». Παύση. «Δεν τα έχουμε ανοίξει ακόμη». 

Το μετρό με κατεύθυνση την πόλη ήταν αισθητά άδειο, ειδικά για πρωινές ώρες αιχμής. Ο Μπεν ήταν ένας από τους μόλις πέντε επιβάτες του βαγονιού και είχε τη χειραποσκευή του σφηνωμένη ανάμεσα στα πόδια του. Δεν πήγαινε κανείς στη δουλειά του εκείνη τη μέρα;

Πρέπει να είναι κάποιο μέτρο ασφαλείας, σκέφτηκε. Κάθε φορά που κάτι κατακλυσμιαίο απειλούσε να χτυπήσει την πόλη, οι αγχωμένοι Νεοϋορκέζοι απέφευγαν το μετρό. Σε λίγα μέρη υπήρχαν περισσότερες πιθανότητες να εγκλωβιστεί κανείς απ’ ό,τι σε ένα μικρό τρένο χωρίς αέρα κάτω από τη γη.

Οι άλλοι επιβάτες ήταν αμίλητοι, ανήσυχοι, καθισμένοι πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο και απασχολημένοι με τα κινητά τους.

«Είναι απλώς μικρά κουτιά» είπε ένας άντρας χωμένος σε μια γωνιά. Στον Μπεν φάνηκε σαν κάτι να του είχε ανεβάσει τη διάθεση. «Ο κόσμος δεν χρειάζεται να φρικάρει!»

Ο επιβάτης που ήταν κοντά του απομακρύνθηκε.

Έπειτα ο άντρας άρχισε να τραγουδάει παραληρώντας και διευθύνοντας με τα χέρια του μια αόρατη ορχήστρα.

Little boxes, little boxes, little boxes made of ticky tacky…

Και μόνο τότε, ακούγοντας τη βραχνή φωνή του άντρα, την απόκοσμη εκείνη μελωδία, ο Μπεν άρχισε να ανησυχεί πραγματικά.

Αναστατωμένος, κατέβηκε βιαστικά στον επόμενο σταθμό, το Γκραντ Σέντραλ Στέισον, και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, ανακουφισμένος που είχε ξαναβγεί στον δρόμο, στην παρηγοριά του πλήθους. Ο τερματικός σταθμός είχε πολύ περισσότερο κόσμο από το μετρό, με δεκάδες ανθρώπους να επιβιβάζονται σε τρένα με προορισμό τα προάστια. Πού πήγαιναν όλοι αυτοί; αναρωτήθηκε ο Μπεν. Πίστευαν στ’ αλήθεια ότι η απάντηση γι’ αυτά τα μυστηριώδη κουτιά βρισκόταν έξω από την πόλη;

Ίσως πήγαιναν απλώς στις οικογένειές τους.

Ο Μπεν στάθηκε μπροστά σε μια άδεια σιδηροδρομική γραμμή, προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις του σε σειρά. Περισσότεροι από το ένα τέταρτο του κόσμου που ήταν γύρω του κρατούσαν στη μασχάλη από ένα καφέ κουτί, και υπέθεσε ότι μπορεί να ήταν κρυμμένα ακόμα πιο πολλά μέσα σε σακίδια και τσάντες. Ένιωσε ανέλπιστη ανακούφιση που δεν ήταν στο σπίτι όταν ήρθε το δικό του κουτί, προφανώς ροχαλίζοντας και μόνο με έναν πολύ λεπτό τοίχο να τον χωρίζει από το κουτί. Η παραβίαση ήταν κάπως μικρότερη όταν έλειπε.

Μια συνηθισμένη μέρα θα υπήρχαν στον σταθμό ένα σωρό τουρίστες, θα άκουγαν τα συστήματα ηχητικής ξενάγησης, θα είχαν το βλέμμα καρφωμένο στη φημισμένη οροφή. Αλλά σήμερα δεν στεκόταν κανείς, κανείς δεν κοιτούσε ψηλά.

Η μητέρα του Μπεν του είχε δείξει μια φορά, όταν ήταν ακόμη μικρός, τους ξεθωριασμένους αστερισμούς, εξηγώντας του τα ζώδια ένα ένα με τη σειρά. Εκείνη του είχε πει ότι σκόπιμα ήταν ανάποδα ζωγραφισμένα τα αστέρια; Ότι ο στόχος ήταν να είναι ορατά στον Θεό και όχι στους ανθρώπους; Ο Μπεν ανέκαθεν θεωρούσε πως ήταν απλώς μια δικαιολογία που είχε επινοηθεί εκ των υστέρων, μια ωραία ιστορία για να καλύψει το λάθος που είχε κάνει κάποιος.

«Το μέτρο της ζωής σου βρίσκεται εδώ μέσα» έλεγε ένας άντρας μιλώντας στα ακουστικά του, φανερά ταραγμένος. «Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να σημαίνει αυτό! Πού στο καλό να το ξέρω εγώ;»

Το μέτρο της ζωής σου βρίσκεται εδώ μέσα. Ο Μπεν είχε μαζέψει αρκετές πληροφορίες μέχρι τώρα, από τους αγνώστους στο αεροδρόμιο και από το κινητό του στο μετρό, ώστε να καταλάβει ότι αυτή ήταν η επιγραφή που υπήρχε στα κουτιά. Το μυστήριο μετρούσε μόλις μερικές ώρες, κάποιοι άνθρωποι όμως ερμήνευαν ήδη το μήνυμα υποστηρίζοντας πως το κορδόνι που υπήρχε μέσα στο κουτί προέβλεπε τη διάρκεια της ζωής σου.

Πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν; σκέφτηκε ο Μπεν. Αυτό θα σήμαινε ότι ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα, σαν την οροφή που ήταν αποπάνω του, οι άνθρωποι τώρα ήταν ορατοί στο βλέμμα του Θεού.

Ακούμπησε στον κρύο τοίχο πίσω του, κάπως ζαλισμένος. Θυμήθηκε τις αναταράξεις στα μισά της πτήσης του που τον ξύπνησαν, το αεροπλάνο έτρεμε ολόκληρο και παραλίγο να χυθεί το ποτό του διπλανού του. Σαν κάτι να τράνταξε για λίγο την ατμόσφαιρα.

Αργότερα θα συνειδητοποιούσε ότι τα κουτιά δεν εμφανίστηκαν όλα μαζί, κατέφθαναν νύχτα, μόλις έπεφτε η νύχτα σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Εκεί όμως, καθώς στεκόταν στο Γκραντ Σέντραλ και ενώ οι λεπτομέρειες από την προηγούμενη βραδιά ήταν ακόμη θολές, αναρωτιόταν αν αυτή η μετατόπιση στον αέρα σηματοδοτούσε τη στιγμή που τα κουτιά κατέφθασαν στη Γη.

ειδήσεις τώραζωήΜίνωαςθάνατος