Σινεμά|11.09.2020 19:47

I’m Thinking of Ending Things: Καλύτερα με έναν «Προδότη», παρά με την υψηλή διανόηση που σε... προδίδει

Νίκος Τζιανίδης

Μια καλή ταινία λοιπόν. Τι σημαίνει «καλή ταινία» για έναν μέσο θεατή που δακρύζει παρακολουθώντας τον Ορέστη Μακρή στην «Κάλπικη λίρα», που σιωπά και θαυμάζει το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» του Παζολίνι, που γελάει - όσες φορές κι αν το δει - με το «Πάρτι» και τον Πίτερ Σέλερς, που θεωρεί τον «Πολίτη Κέιν» κορυφαίο, τον Αϊζενστάιν ποιητή, τον Σαμ Πέκινπα «ανελέητο» ρελιστή και τον Κουροσάβα, δάσκαλο;

Αυτές πάνω κάτω είναι οι προσλαμβάνουσες του «μέσου – και κάτι - θεατή» από την ενασχόλησή του με τη «μεγάλη οθόνη» και αυτός είναι που θα αποδεχτεί ή θα απορρίψει μια νέα ταινία. Ο θεατής! Κι όχι ο κριτικός, ο ειδικός, ο διδάκτωρ της «7ης Tέχνης».

Ο ειδικός σου δίνει την κατεύθυνση, σαν το παλιό «λυσάρι» στα γυμνάσια· τώρα εσύ αν καταλάβεις το ποίημα και τι θέλει να πει το: «Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένο δέρας της υπάρξεώς μας…» κατάλαβες και πας πιο κάτω. Βλέπεις, ας πούμε, Ντέιβιντ Λιντς και περιμένεις ένα τέλος και «τελειώνεις» περιμένοντας…

Βλέπεις τον «Προδότη» του Μάρκο Μπελόκιο και μετά δυόμισι ώρες λες: τέλειωσε κιόλας; Προσπαθείς να καταλάβεις τι θέλει να πει πάλι ο Τσάρλι Κάουφμαν στη νέα του ταινία «I’m Thinking of Ending Things»… και στο μισάωρο παίρνεις τ’ όπλο σου, το τηλεκοντρόλ, και χτυπάς το χρόνο με το «fast forward»…

Προσπάθησα να δω και στο παρελθόν Τσάρλι Καόυφμαν: «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς», «Η συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» και «Ανομαλίσα». Προσπάθησα κι ένιωσα τόσο ταπεινός που δεν το κατάφερα να τις τελειώσω. Ένα παλιό μότο βιβλιοφάγων λέει: «Αν δεν σε γοητεύσει έναν βιβλίο από τις πρώτες σελίδες του, κλείσε το. Όσο και να το παλέψεις δεν θα σου πει τίποτα. Χαμένος χρόνος».

Στην αρχή το πάλεψα με το «I’m Thinking of Ending Things», Netflix ήταν, καναπές ήταν, έξω φυσούσε, είπα θα το δω μέχρι τέλους. Και δεν το ‘δα ούτε μέχρι τη μέση. Ατέρμονοι διάλογοι δίχως ουσία. Κοντινά πλάνα που δεν «έδειχναν» τίποτα, σενάριο «άστα κάτω πού τα πας;» και σκηνοθεσία, ας πούμε καλή.

Δεν είναι για όλους όλες οι ταινίες. Όπως δεν είναι για όλους όλα τα βιβλία… Έχετε διαβάσει Γιώργο Χειμωνά; Το «Ο γιατρός Ινεότης»; Ένα «ποίημα», όχι για μένα. Δεν το κατάλαβα. Δεν είχα το βάθος να αντιληφθώ τα νοήματά του. Ο μέσος θεατής κι ο μέσος αναγνώστης προσπαθούν να χωθούν στην πολυθρόνα τους με «Γιώργο Χειμωνά» και Τσάρλι Κάουφμαν, αλλά ο νους τους τρέχει σε Πολάνσκι και Γούντι Άλεν, σε Μυριβήλη και Καζαντζάκη

Έτσι στο «I’m Thinking of Ending Things» έβαλα ένα τέλος δίχως να με νοιάζει τι θα γίνει στο τέλος, αφού ούτε η αρχή ούτε η μέση με ένοιαξαν και άρχισα τον «Προδότη» του Μάρκο Μπελόκιο. Καθηλωτικός, μεστός, δίχως φλυαρίες και υπερβολές. Ένα πλάνο του, χίλιες λέξεις. Μια ματιά του πρωταγωνιστή, χίλιες εικόνες. Εν αρχή ην ο Κόπολα κι όσοι καταπιάστηκαν με ταινίες που φιλοδοξούσαν να ρίξουν φως στα πηχτά σκοτάδια της μαφίας, στα βήματα του Κόπολα «πάτησαν» και (πολλοί) χάθηκαν…

Ο Μπελόκιο βρήκε το δικό του δρόμο και έριξε το δικό του φως… Η ταινία ακολουθεί τον Τομάσο Μπουσέτα, τον Σικελό μαφιόζο που «μίλησε» και οδήγησε στη φυλακή τους διαβόητους Τότο Ριίνα, Πίπο Κάλο και δεκάδες άλλους δολοφόνους της «Κόζα Νόστρα». Έτσι απλά. Γιατί έτσι απλά διηγείσαι μια ιστορία  στο χαρτί ή στην οθόνη.

Με ρώτησε ο αγαπημένος Άγγελος Γεραιουδάκης για την ταινία του Τσάρλι Καόυφμαν: «Τελικά καλή ήταν ή κακή;». Μια ταινία που την καταλαβαίνουν μοναχά λίγοι, είναι κακή, φίλε Άγγελε. Ένα έργο τέχνης που αντιλαμβάνονται σχεδόν όλοι τη σημασία του, είναι αριστούργημα! Μπράβο στον Μπελόκιο, μπράβο και στον Κάουφμαν, αλλά ο «Προδότης» ήταν αυτός που δεν σκότωσε το χρόνο μου…

Netflixοι ταινίες της εβδομάδαςκριτική