Σινεμά|02.12.2021 16:30

Οι ταινίες της εβδομάδας: Η Γαλλική Αποστολή, η Νύμφη του Νερού και ο Μαραντόνα του Σορεντίνο

Newsroom

Μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφική εβδομάδα υπόσχονται στους σινεφίλ οι ταινίες που κάνουν πρεμιέρα απόψε. Δόσεις νοσταλγίας θα προσφέρουν οι ταινίες «The Hand of God», του Πάολο Σορεντίνο και «Ghostbusters: Afterlife» του Τζέισον Ράιτμαν. To φιλμ «Η Νύμφη του Νερού» θα φέρει ένα ρομαντικό παραμύθι στο σύγχρονο Βερολίνο, ενώ ο Γουές Άντερσον επιμένει να μας προσκαλεί στο δικό του ξέφρενο κινηματογραφικό σύμπαν, με την τελευταία του κωμωδία «Γαλλική Αποστολή». Επιπλέον, οι πιτσιρικάδες θα διασκεδάσουν με τις περιπέτειες του «Κλίφορντ ο Κόκκινος Σκύλος».

«The Hand of God» (E Stata la Mano di Dio - Ήταν το χέρι του Θεού)

Σκηνοθεσία: Πάολο Σορεντίνο / Παίζουν: Φιλίπο Σκότι, Τόνι Σερβίλο, Τερέζα Σαπονάντζελο, Λουίζα Ρανιέρι κ.ά.

Όχι, μη βιάζεστε, δεν είναι μια ακόμη ταινία για τον Μαραντόνα. Είναι ένα αυτοβιογραφικό δράμα του Πάολο Σορεντίνο («Τέλεια Ομορφιά», «Il Divo»), μία ταινία ενηλικίωσης, με φόντο την πατρίδα τού σκηνοθέτη, την πανέμορφη Νάπολη, μια πόλη που γεννά ιδέες, κέφι για ζωή, απίθανους χαρακτήρες, όπως και η πολύχρωμη ταπετσαρία ετερόκλητων προσώπων, που απαρτίζουν το οικογενειακό περίγυρο του πρωταγωνιστή.

Κεντρικός ήρωας είναι ο 17χρονος Φαμπιέτο, που δεν ξέρει τι θέλει να κάνει στην ανέμελη ζωή του, περιτριγυρισμένος από ένα αλλοπρόσαλλο τρελούτσικο σόι και μια οικογένεια που τον αγαπάει. Είναι η βωμολόχα γιαγιά, η αδελφή του που δεν βγαίνει ποτέ από το μπάνιο, η ζουμερή θεία, που οι καμπύλες της δένουν με τον υπέροχο κόλπο της Νάπολης, οι μικροκακοποιοί θείοι και φυσικά οι γονείς, ο ατάραχος και συνάμα αισιόδοξος πατέρας (ο μόνιμος συνεργάτης και για ακόμη μία φορά θαυμάσιος Τόνι Σερβίλιο) και η μεγαλόκαρδη γλυκιά μητέρα. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι, ιδανικών γονέων, που θα χάσει αναπάντεχα ο νεαρός Φαμπιέτο, όταν μια διαρροή αερίου στο εξοχικό τους σπίτι θα κόψει το νήμα της ζωής τους. Μια τραγική απώλεια, που θα στιγματίσει τη ζωή του νεαρού Φαμπιέτο, αλλά ως διά μαγείας θα έρθει «το χέρι του Θεού» Ντιέγκο Μαραντόνα να τον κρατήσει από το ψυχολογικό πέσιμο και μάλιστα να του δώσει την ώθηση για τη μετέπειτα καλλιτεχνική του πορεία. Ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης της μπάλας, με όλα τα μυθικά παρελκόμενα της ιδιαίτερης προσωπικότητάς του, θα δώσει ακόμη μία τελική μπαλιά σε ένα παιδί που θα διαπρέψει στο τερέν του κινηματογράφου. Και αυτό γιατί βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1986, όταν ο «μάγος» της Νάπολης, θα τρελάνει μία πόλη και μαζί τον Φαμπιέτο, με την απόδοσή του στο Μουντιάλ, θα πάρει τη ρεβάνς για τους κατατρεγμένους όλου του κόσμου.

Ο Σορεντίνο θα ανασυνθέσει με εξαιρετικό τρόπο την εποχή, με τις απαραίτητες νοσταλγικές πινελιές, και τις συνθήκες που τον ώθησαν στον κινηματογράφο, θα προσεγγίσει τους ήρωές του με λιτότητα, θα υμνήσει την ιδιαιτερότητα της Νάπολης και με την τοπική διάλεκτο, θα φτιάξει το δικό του «Amarcord» έπειτα από 20 χρόνια στη Ρώμη και στην πιο δημιουργική του ηλικία. Και ναι, μερικές φορές σου δίνει την εντύπωση ότι ο Σορεντίνο χάνει τον ειρμό, την προσήλωσή του, με σκηνές που θέλει ο ίδιος και δεν χωρούν στην ταινία, αλλά μην ξεχνάμε ότι και να έχει γίνει, όπου κι αν έχει φτάσει, παραμένει ένας παθιασμένος Ναπολιτάνος...

Ενθαρρυντικό πρωταγωνιστικό ντεμπούτο από τον Φιλίπο Σκότι, που κέρδισε ως Φαμπιέτο το Βραβείο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι ως καλύτερος ανερχόμενος ηθοποιός στο Φεστιβάλ της Βενετίας 2021, και καλοδουλεμένες στο σύνολό τους οι ερμηνείες του υπόλοιπου καστ, απ' το οποίο ξεχωρίζει ο Τόνι Σερβίλιο.

«Γαλλική Αποστολή» (The French Dispatch)

Σκηνοθεσία: Γουές Αντερσον / Παίζουν: Μπενίτσιο ντελ Τόρο, Έιντριεν Μπρόντι, Τίλντα Σουίντον, Λεά Σεντού, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Τίμοθι Σαλαμέ, Τζέφρι Ράιτ, Ματιέ Αμαλρίκ, Μπιλ Μάρεϊ, Όουεν Γουίλσον, Ελίζαμπεθ Μος κ.ά.

Ο Γουές Άντερσον στήνει ακόμη μία παιχνιδιάρικη φινετσάτη, στα όρια της φάρσας, κωμωδία, πάνω στο πατρόν του «Ξενοδοχείου Grand Budapest», ενώνοντας τρεις καρτουνίστικες ιστορίες για να σατιρίσει, απ' τη μια, την ευρωπαϊκή μεταπολεμική διανόηση, το κοινωνικό γίγνεσθαι και να εκφράσει, με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, την εκτίμησή του σε μια σοφιστικέ δημοσιογραφία που τείνει να εξαφανιστεί. Όπως είπε και ο ίδιος για την ιστορία του, αυτή «αφορά έναν Αμερικανό δημοσιογράφο με βάση τη Γαλλία που φτιάχνει ένα περιοδικό. Είναι περισσότερο ένα πορτρέτο αυτού του άνδρα, αυτού του δημοσιογράφου που προσπαθεί να γράψει αυτό που θέλει να γράψει». Ο Άντερσον υπερασπίζεται με πάθος αυτούς που θέλουν να γράψουν το δικό τους και όχι όλα αυτά που επιβάλλονται από τα συμφέροντα ή που ωθούν τα δημοφιλή ρεύματα μιας στημένης εμπορικότητας. Δηλαδή, κάτι σαν το δικό του προσωπικό κινηματογράφο, τον οποίο, προς τιμήν του, επιμένει να υπηρετεί, χωρίς υπαναχωρήσεις.

Το φιλμ, που αποτελείται από τρία κεφάλαια, έναν πρόλογο κι έναν επίλογο, εμπνεόμενα από άρθρα του υποτιθέμενου περιοδικού με έδρα μια φανταστική γαλλική πόλη, βάζει εξαρχής τους θεατές στο δικό του κινηματογραφικό υπερεαλιστικό σύμπαν, με τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς, τη σλάπστικ κωμωδία, πανέμορφα και ευφάνταστα πλάνα που ξεχειλίζουν από πληροφορίες, καυστικούς διαλόγους, από τους πολυάριθμους εκκεντρικούς χαρακτήρες, που μοιάζουν με μαριονέτες μιας άλλης ρετρό εποχής. Και δεν σταματά μόνο σε αυτά, αλλά προχωρά και σε άλλα, καθώς σε κάθε σεκάνς τα κάδρα του αλλάζουν διαστάσεις, το ασπρόμαυρο εναλλάσσεται με το έγχρωμο, σκηνικά και κοστούμια φτάνουν στα όρια του φετίχ, το πολυπρόσωπο καταξιωμένο καστ (ηθελημένα, καρικατούρες του κειμένου) παίρνει τον χρόνο που επιτρέπει η δραματουργία και όχι η δημοφιλία ή το κασέ του, ενώ η πυκνότητα των μηνυμάτων του σεναρίου κρύβεται περισσότερο στις λεπτομέρειες από τη βάση της ιστορίας, μοιάζοντας με ένα χάος που λειτουργεί σαν ρολόι.

Εν ολίγοις μια ταινία που καθηλώνει ακόμη και αν τη δεις αποσπασματικά και χωρίς προσήλωση, καθώς ο Άντερσον αφενός μαγεύει εικαστικά και οπτικά, αφού ο διάκοσμος είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής και αφετέρου είναι φανερό ότι οι ιστορίες που διηγείται, πάνω απ' όλα, είναι ένα ατελείωτο καλαμπούρι χωρίς τέλος. Έτσι, μπορεί και δικαίως να κατηγορηθεί για την επιφανειακή προσέγγιση του θέματός του, την απουσία βάθους και πληρότητας ή ακόμη και για υπεροψία, αλλά σίγουρα θα αφήσει τον ίδιο τον θεατή να βουτήξει σε ένα πέλαγος ιδεών που προσφέρει, κάτι που σήμερα μοιάζει να είναι το ζητούμενο.

Το πολυπρόσωπο καστ, από Μπενίτσιο ντελ Τόρο, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ και Τίμοθε Σαλαμέ μέχρι Λέα Σεντού, Τίλντα Σουίντον και φυσικά Μπιλ Μάρεϊ, δεν θα ξεφύγουν ούτε πόντο από τις απαιτήσεις του περφεξιονιστή σκηνοθέτη, σε αυτό το λούνα παρκ υπέροχων εικόνων και ιδεών.

«Ghostbusters: Afterlife»

Σκηνοθεσία Τζέισον Ράιτμαν / Παίζουν: Κάρι Κουν, Φιν Γουλφχάρντ, Μακίνα Γκρέις, Πολ Ραντ, Ανι Ποτς, Σιγκούρνι Γουίβερ, Μπιλ Μάρεϊ, Νταν Ακρόιντ κ.ά.

Η δημοφιλής και αγαπημένη για τους νέους της δεκαετίας του '80 κωμική μεταφυσική περιπέτεια επιστρέφει ανανεωμένη, με καινούργιους έφηβους ήρωες, αλλά και την εμφάνιση της παλιοσειράς, με ένα ολιγόλεπτο πέρασμα, δίνοντας έντονα το στοιχείο της νοσταλγίας. Άλλωστε, το φιλμ του Τζέισον Ράιτμαν, γιος του σκηνοθέτη Ιβάν Ράιτμαν, που γύρισε τα πρώτα δύο «Ghostbusters», είναι φανερό ότι στοχεύει απ' τη μια στην ανανέωση της ιστορίας αλλά και της προσέγγισης ενός νεαρού κοινού και στη νοσταλγία, για τους νέους της δεκαετίας του '80 που θα θελήσουν να δουν τη συνέχεια της αγαπημένης τους ταινίας, αλλά και να ξυπνήσουν κάτι από τα νιάτα τους.

Κάτι που πετυχαίνει ως ένα βαθμό ο Ράιτμαν, αν και οι νεαροί ήρωες υπολείπονται των πρωταγωνιστών εκείνης της εποχής, ενώ και ορισμένα απ' τα αστεία και τις ζαβολιές των φαντασμάτων λειτουργούν ακόμη, αλλά σίγουρα θα αφήσουν ανικανοποίητους τους θεατές της δεκαετίας του '80 και ίσως, πέρα από το σχετικά φορτισμένο συγκινησιακά φινάλε. Το ποπ κόρν θα γνωρίσει στιγμές δόξας, αλλά στο στόμα των 50άρηδων και βάλε, που θα αποφασίσουν να κόψουν εισιτήριο, θα υπάρξει και μια πίκρα, βλέποντας ότι τα ξένοιαστα χρόνια πέρασαν και τα εγγόνια των Ghostbusters, δύσκολα θα ξεφύγουν από τις παγίδες της πραγματικής ζωής.

Ούτε κρύο, ούτε ζέστη οι ερμηνείες των νεαρών πρωταγωνιστών, που περιμένουν κι αυτοί, όπως το κοινό, το τέλος για την εμφάνιση των Νταν Ακρόιντ, Μπιλ Μάρεϊ, Έρνι Χάντσον και την οπτασία του, μακαρίτη πια, Χάρολντ Ράμις.

«Η Νύμφη του Νερού» (Undine)

Σκηνοθεσία Κρίστιαν Πέτσολντ / Παίζουν: Πάουλα Μπιρ, Φρανκ Ρογκόφσκι, Μαριάμ Ζαρί, Τζέικομπ Μάτσενζ κ.ά.

Ένα ιδιότροπο love story, ένα σύγχρονο ποιητικό παραμύθι για ενήλικες, από έναν απ' τους πιο σημαντικούς Γερμανούς δημιουργούς, που προσπαθεί να συνδυάσει μία ρομαντική κομεντί με το δράμα και το μεταφυσικό, για να υμνήσει τον έρωτα, τη ζωή και τον θάνατο. Κυρίως, όμως, ο Κρίστιαν Πέτσολντ αναδεικνύει στο μέγιστο βαθμό την έννοια της αξιοπρέπειας, έχοντας ως πρότυπο μια γυναίκα σύμβολο, την Ούντινε.

Μια νεαρή ιστορικός, που δουλεύει σαν ξεναγός σε ένα μουσείο για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του Βερολίνου, σε μια δουλειά που την αφήνει εντελώς αδιάφορη, και μετά από έναν χωρισμό γνωρίζει έναν επαγγελματία δύτη, ξεκινώντας έναν ερωτικό δεσμό βγαλμένο από παραμύθι. Ο Πέτσολντ επιλέγει να τοποθετήσει τον μύθο της υδάτινης νύμφης στο σημερινό Βερολίνο, μια πόλη χτισμένη στο νερό, και αξιοποιεί το δέσιμο του πρωταγωνιστικού ζευγαριού Πόλα Μπέρ και Φραντς Ρογκόφσκι, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα παραμυθιού και μυστηρίου, προκαλώντας στον θεατή μία περίεργη γοητεία.

Ωστόσο, οι αδυναμίες της ταινίας ορισμένες φορές θυμίζουν τις ελληνικές παραγωγές ενός σινεμά που θολώνει, χάνει σεναριακά, αφήνει ξεκρέμαστους τους χαρακτήρες και ξεμένει από δυνάμεις, όταν θα πρέπει να φορτσάρει για να διευρύνει την γκάμα των πλούσιων συναισθημάτων του. Κάτι που δεν συμβαίνει τελικά και η ταινία αρνείται να απογειωθεί παρά τις προσπάθειες των ηθοποιών, αλλά και του συγκινητικού φινάλε.

«Κλίφορντ ο Κόκκινος Σκύλος» (Clifford the Big Red Dog)

Σκηνοθεσία Γουόλτ Μπέκερ / Παίζουν: Τζακ Γουάιτχολ, Ντάρμπι Καμπ, Τόνι Χέιλ κ.ά.

Χαριτωμένη εφηβική περιπέτεια με ήρωα έναν τεράστιο σκανταλιάρη κόκκινο σκύλο, που βασίζεται σε πετυχημένη σειρά βιβλίων του συγγραφέα Νόρμαν Μπρίντγουελ. Το γνωστό animated τετράποδο σε live-action περιπέτειες, διασκεδαστικές ορισμένες φορές, άλλες εντελώς αδιάφορες και χωρίς έμπνευση.

Η συνύπαρξή του με ένα κορίτσι και τον αθεράπευτα ανώριμο θείο της και η προσπάθεια αρπαγής του από έναν επιχειρηματία που δουλεύει με πειράματα πάνω σε ζώα, θα δώσει την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να μιλήσει επιφανειακά, αλλά όχι και τόσο ενοχλητικά και διδακτικά, για σύγχρονα θέματα. Για τον κίνδυνο του συνδυασμού της επιστήμης με την ανηθικότητα και το κέρδος, τους κινδύνους τής τεχνολογίας, την οικολογική συνείδηση, τη φιλοζωία, την άνθιση του μπούλινγκ ακόμη και στα καλύτερα σχολεία, την αναγκαιότητα της συνύπαρξης και της δύναμης που δίνει η καλοσύνη, η ανιδιοτέλεια.

Έτσι, απλοϊκά, με τους σχηματικούς, αλλά συμπαθητικούς, χαρακτήρες, απ' τους οποίους ξεχωρίζει ο Τζον Κλιζ, στο ολιγόλεπτο πέρασμά του, οι δημιουργοί της ταινίας παραδίδουν ένα φροντισμένο πακετάκι ψυχαγωγίας, που μπορεί να διασκεδάσει τους πιτσιρικάδες, αλλά δύσκολα θα κρατήσει τους μεγαλύτερους.

*Με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ, Χάρης Αναγνωστάκης

νύφηΝτιέγκο ΜαραντόναΒερολίνοοι ταινίες της εβδομάδας