Σινεμά|05.05.2023 11:44

«Το έγκλημά μου»: Ο ταλαντούχος Φρανσουά Οζόν στη νέα του ταινία τοποθετεί στο επίκεντρο τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχία

Newsroom

H τελευταία ταινία του Φρανσουά Οζόν (Francois Ozon), «Το έγκλημά μου» (Μοn Crime), που βγήκε στις γαλλικές αίθουσες πριν λίγους μήνες, άνοιξε το Γαλλόφωνο φεστιβάλ στην Αθήνα τον Μάρτιο και στην Γαλλία έκοψε 1.000.000 εισιτήρια μέσα στις 2 πρώτες εβδομάδες προβολής.

Όταν ο πολυγραφότατος και ταλαντούχος Francois Ozon, ο οποίος είναι ικανός να μεταπηδά από το ένα είδος στο άλλο με εκπληκτικό ρυθμό κόμβων (22 ταινίες μεγάλου μήκους από το 1998), αποφασίζει να γυρίσει μια κωμωδία, η παιχνιδιάρικη ειρωνεία και η σινεφίλ ευθυμία βρίσκονται πάντα στο μείγμα, περιβαλλόμενες από μια ανάλαφρη ατμόσφαιρα που αφήνει επίσης χώρο για καυστική σοφία. Όμως εδώ ο σκηνοθέτης ντύνει την ταινία με ένα παχύ στρώμα νεωτερικότητας, τοποθετώντας τη γυναικεία αναζήτηση της ανεξαρτησίας και τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχία ("δεν είναι δυνατόν, το 1935, να κάνει κανείς καριέρα, να ζει τη ζωή του ως γυναίκα, χωρίς περιορισμούς, με απόλυτη ελευθερία και απόλυτη ισότητα;") στο επίκεντρο της ταινίας του.

Σύνοψη

Στο Παρίσι της δεκαετίας του 30’, η Madeleine, μία όμορφη, νέα, άφραγκη ηθοποιός, κατηγορείται για την δολοφονία ενός διάσημου παραγωγού. Με την βοήθεια της καλύτερης της φίλης, νεαρής άνεργης δικηγόρου, Pauline, αθωώνεται επικαλούμενη αυτοάμυνα. Μία νέα ζωή διασημότητας και επιτυχίας ξεκινάει, μέχρι που η αλήθεια αποκαλύπτεται.

Francois Ozon

Ο κινηματογράφος πάντα μου έδινε την εντύπωση της τέχνης του ψέματος στην ύψιστη μορφή της, και ήθελα να πω την ιστορία ενός ψεύτικου δράστη από τότε που μπορώ να θυμηθώ. Όταν ανακάλυψα το πετυχημένο θεατρικό έργο των Georges Berr και Louis Verneuil, ήξερα ότι είχα βρει την τέλεια ευκαιρία να ασχοληθώ με αυτό το θέμα.

Κράτησα το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της δεκαετίας του 1930 αλλά προσάρμοσα την υπόθεση ώστε να συμβαδίζει με σύγχρονα προβλήματα που έχουν σχέση με την εξουσία και την πολιτική των φύλων. Έπαιξα επίσης με τον παραλληλισμό μεταξύ του θεάτρου και του δικαστικού συστήματος. 

Σε αυτούς τους καιρούς συλλογικής κατάθλιψης ένιωσα την ανάγκη για χιούμορ και ελαφρότητα για να καταπολεμήσω τις σκληρές πραγματικότητες του παρόντος. Έτσι επιστράτευσα το πνεύμα της screwball comedy με τις γρήγορες ατάκες και την χρήση απρόσμενων δραματικών καταστάσεων για να προκαλέσει τους πρωταγωνιστές της. Αυτός φάνηκε ο ιδανικός τρόπος να αφηγηθώ την ιστορία σαν μια τρυφερή, ειρωνική φαρσοκωμωδία, αναδεικνύοντας το παράλογο και αγκαλιάζοντας την θεατρικότητα. 

ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ μπορεί να θεωρηθεί ως το τελευταίο μέρος μίας τριλογίας που περιλαμβάνει τις ταινίες 8 ΓΥΝΑΙΚΕΣ και POTICHE. Και οι τρεις αυτές ταινίες εξερευνούν την κατάσταση των γυναικών με χιούμορ και κομψότητα. Εγώ και οι συνεργάτες μου διασκεδάσαμε πολύ προσπαθώντας να αναπαράγουμε το στυλ της δεκαετίας του 30’ και να δουλεύουμε με φαινομενικά παρωχημένα υλικά με τέτοιο τρόπο ώστε να τονίσουμε τους γρήγορους ρυθμούς και τον μοντέρνο χαρακτήρα που εξακολουθούν να είναι εξίσου σύγχρονοι, ζωντανοί, και διασκεδαστικοί σήμερα. Ο έξυπνος, αιχμηρός διάλογος της αρχικής παράστασης μου θύμισε τις σαρκαστικές κωμωδίες του Sacha Guitry στις οποίες οι ηθοποιοί ξεχώριζαν πραγματικά. Και η ταινία ήταν μια ευκαιρία να δουλέψουμε με ταλαντούχες νεαρές ηθοποιούς στους κεντρικούς ρόλους και να τις περιβάλλουμε με μια πληθώρα καταξιωμένων ηθοποιών σε “ζουμερούς” υποστηρικτικούς ρόλους.

Nadia Tereszkiewicz - Madeleine Verdier

Λάτρεψα την ιδέα του να παίξω μια ηθοποιό που υποκρίνεται συνέχεια. Πως εκφράζεις την ειλικρίνεια σου όταν είσαι συνέχεια στον ρόλο σου, και άρα λες ψέματα; Αυτή είναι μια ερώτηση που όλοι οι ηθοποιοί κάνουν στον εαυτό τους.

Η δική μου απάντηση ήταν να είμαι στο πλευρό της Madeleine συνέχεια, ειλικρινής σε κάθε κατάσταση. Πιστεύω σε αυτήν. Είναι αυθόρμητη, δεν προγραμματίζει τίποτα από πριν. Προχωράει όσο καλύτερα μπορεί: αυτοκτονική την μια στιγμή, ανάλαφρη και ενθουσιώδης να πάει στον κινηματόγραφο την επόμενη. Την βλέπουμε ερωτευμένη, προβληματική, ακόμα και χειριστική, αλλά πάντα για καλό σκοπό. Είναι αγνή, με τον δικό της τρόπο. 

Ένα χρόνο πριν γυρίσουμε το ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ, έπαιξα μια ηθοποιό της δεκαετίας του 1980 στην ταινια της Valeria Bruni-Tedeschi “Για πάντα νέοι”. H Madeleine της δεκαετίας του 30’ δεν είναι τόσο διαφορετική. Στο “ Για πάντα νέοι ” η ηθοποιία είναι απολύτως απαραίτητη, ένα ζήτημα ζωής και θανάτου. Και για την Madeleine όμως, είτε υποκρίνεται μπροστά στους δικαστές για να σώσει την ζωή της είτε σε παράσταση στην σκηνή, η αφοσίωση της είναι απόλυτη.

Η Madeleine είναι νέα και ακόμα κάπως ονειροπόλα γύρω από τους ρόλους της, αλλά καθοδηγείται από μία δύναμη που δεν μπορεί να περιορίσει. Η ζωή παίρνει το πάνω χέρι. Να είσαι ηθοποιός σημαίνει να συνειδητοποιείς ότι ακόμα και όταν παίζεις έναν ρόλο, ακόμα και όταν λες ψέματα, η ίδια η ζωή βρίσκεται στο κέντρο. Κατά την διάρκεια της δίκης της, η Madeleine απαγγέλει ένα κείμενο που έχει αποστηθίσει, αλλά τελικά λέει αυτό που πραγματικά πιστεύει: «Θα μπορούσε να είναι δυνατόν, το 1935, για μια γυναίκα να ασκεί το επάγγελμα της και να ζει την ζωή της χωρίς περιορισμούς, με πλήρη ελευθερία και πλήρη ισότητα;» 

Η Madeleine είναι καιροσκόπος και αναζητάει την προσοχή των άλλων, αλλά συνειδητοποιεί επίσης ότι μπορεί να βοηθήσει στην προώθηση της θέσης των γυναικών. Αρχικά με κάποια αφέλεια και ύστερα με πεποίθηση, γίνεται μια σύγχρονη εκπρόσωπος των γυναικών που αντιμετωπίζει μια πατριαρχική κοινωνία όπου οι γυναίκες δεν έχουν το δικαίωμα ψήφου, και ούτε καν μπορούν να ανοίξουν τον δικό τους τραπεζικό λογαριασμό.

Για τις γυναίκες της δεκαετίας του 30. η επιλογή ήταν κατά βάση μεταξύ του να είναι νόμιμες σύζυγοι ή κρυφές ερωμένες. Η Madeleine και η Pauline θέλουν να δραπετεύσουν από αυτή την κατάσταση. Θα κάνουν οτιδήποτε χρειαστεί για να αποκτήσουν αυτονομία ως γυναίκες. Πολεμούν όσο μπορούν καλύτερα με τα όπλα που έχουν στην διάθεση τους, ενστικτωδώς, χειραγωγώντας, αλλά χωρίς κυνισμό ή κακόβουλες προθέσεις. Θα μπορούσαν να μας είναι αντιπαθείς, τελικά όμως είμαστε με το μέρος τους. Υπερασπίζονται έναν στόχο, τον δικό τους στόχο, τον στόχο των γυναικών.

Στην διασκευή που έκανε πάνω στο αρχικό θεατρικό έργο, ο Francois υπογράμμισε την εντυπωσιακή ομοιότητα με την σημερινή εποχή. Η ταινία του είναι εκπληκτικά φεμινιστική. Όταν διάβασα το σενάριο με συγκίνησε η αδερφική σχέση μεταξύ της Madeleine και της Pauline. Είναι ισχυρή, άτρωτη. Θέλουν να τα καταφέρουν…μαζί! Προσέχουν η μία την άλλη. Και μαζί έρχονται σε επαφή με την Odette Chaumette, ενώ θα μπορούσαν να την έχουν δει σαν απειλή που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αντιθέτως, της προσφέρουν μία δεύτερη ευκαιρία. Δεν υπάρχει ζήλια. Οι κοινές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι το μόνο που έχει σημασία.

Σαν καστ, εμείς οι ηθοποιοί έπρεπε να βρούμε τον σωστό ρυθμό, την σωστή ισορροπία. Αυτή είναι μια ταινία για την υποκριτική, για την ζωή και την δουλειά των ηθοποιών, οπότε ήμασταν πάντα οι εαυτοί μας όσο παίζαμε τους ρόλους μας, πράγμα πολύ αστείο! Ήταν μια διαδικασία γεμάτη ερεθίσματα, και πραγματικά ένα όνειρο το να δουλεύω με όλους τους καταπληκτικούς ηθοποιούς που ένωσε ο Francois: την Isabelle Huppert, τον Andre Dussollier, τον Fabrice Luchini, τον Michel Fau… δεθήκαμε όλοι πολύ μεταξύ μας. Το να παίξουμε με αυτά τα μοντέρνα θέματα σε ένα κωμικό πλαίσιο που διαδραματίζεται στην δεκαετία του 30’ ήταν μία πρόκληση, αλλά και τόσο διασκεδαστικό!

Rebecca Marder - Pauline Mauleon 

Ξεκίνησα να συμμετέχω στην Comedie Francaise όταν ήμουν 20 και πέρασα επτά χρόνια εκεί. Το θέατρο ήταν η ζωή μου. Όταν πέρασα την οντισιόν για ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ, ανακάλυψα ένα σενάριο που αγκάλιαζε την θεατρικότητα του αρχικού θεατρικού έργου με ακρίβεια, έξυπνες ατάκες και σύγχρονα θέματα. Αυτός ήταν ένας κόσμος ώριμος για εμένα αλλά με μία νέα διάσταση: τον κινηματογράφο. Όπως και στο θέατρο κάναμε πολλές πρόβες, κάποιες φόρες ακόμα και “επί σκηνής”. Τα κοστούμια ήταν κομμένα και ραμμένα για εμάς. Όλα είχαν υπολογιστεί και αποφασιστεί από πριν, ώστε όταν φτάναμε στο σκηνικό για να γυρίσουμε την ταινία είχαμε την αυτοπεποίθηση να αφεθούμε στην παντοδύναμη διαδικασία της υποκριτικής.  Είχα γελάσει δυνατά διαβάζοντας το σενάριο, και το πλατό ήταν γεμάτο ενέργεια και ενθουσιασμό. Ήμασταν συνέχεια στο πόδι. Τα γυρίσματα προχώρησαν πολύ γρήγορα. Ένιωσα ότι ποτέ δεν σταμάτησα πραγματικά να είμαι στον ρόλο μου- η αίσθηση ήταν παρόμοια με την δραματική συνέχεια που νιώθεις στην σκηνή όταν παίζεις σε ένα θεατρικό έργο. Και είχαμε την συνοχή και το πνεύμα ενός θιάσου.

Οι μεγάλοι, καταξιωμένοι ηθοποιοί και εμείς που είμαστε ακόμα νέοι στον χώρο είχαμε την ίδια αντιμετώπιση. Το να παίζουμε στο πλευρό τους μας ανέβασε και εμάς. Ήμασταν σαν παιδιά που παίζουν, χανόμασταν μέσα στο παιχνίδι. Υπήρχε πραγματικός ενθουσιασμός, ήμασταν όλοι χαρούμενοι που διασκεδάζαμε μαζί με το υλικό. Και μοιραστήκαμε αυτό τον ενθουσιασμό και με τους τεχνικούς αφού όλοι συνεργαστήκαμε για να δώσουμε σε αυτή την κωμωδία ζωή. 

Ο χαρακτήρας μου ξεκινάει ως η καλύτερη φίλη της Madeleine, αυτή που την στηρίζει, και ο άνθρωπος στον οποίο εμπιστεύεται τα μυστικά της. Στην αρχή φαίνεται να είναι η πιο δυνατή των δύο, αλλά πίσω από την δυναμική της προσωπικότητα, συνειδητοποιούμε ότι είναι εύθραυστη, ιδιαίτερα σε ερωτικά ζητήματα. Παρόλα αυτά, δεν ζηλεύει την Madeleine. Είναι πολύ ανοιχτή και διαθέσιμη: προς την Madeleine, προς την Odette Chaumette, προς τον νεαρό ρεπόρτερ. 

Η Μadeleine και η Pauline είναι πραγματικά κολλητές. Φαντάστηκα πως η Pauline ένιωθε ένα είδος συμβιωτικής αγάπης για την Madeleine, ένα μείγμα ρομαντικής αγάπης και θαυμασμού. Η ταινία απλά το αφήνει να εννοηθεί, τίποτα δεν λέγεται ρητά. Και αυτό είναι που κάνει την Pauline ταυτόχρονα δυνατή και προσιτή. Καταλαβαίνουμε τα συναισθήματα της και μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε με όποιο τρόπο θέλουμε. 

Με μία πρώτη ματιά, η Pauline και η Madeleine ίσως μοιάζουν με κλασικές ανταγωνίστριες: ξανθιά vs μελαχροινή, ηθοποιός που είναι στον κόσμο της vs έξυπνης δικηγόρου. Αλλά ο δεσμός τους και η αλληλεγγύη μεταξύ τους τις κάνει πραγματικά δυνατές. Η σχέση ανάμεσα σε αυτό το δίδυμο βασίζεται σταθερά στην αλληλεγγύη. Είναι πολύ έξυπνες, αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι είναι σύμμαχοι. Έχουν το θάρρος να διαμαρτυρηθούν. Η μια έχει το κουράγιο να είναι ηθοποιός και η άλλη να είναι δικηγόρος.

Παίρνουν ρίσκα. Ποντάρουν στο μέλλον τους σαν γυναίκες. Η σχέση τους είναι από μόνη της μια ιστορία γύρω από την θέση των γυναικών, την πίεση που δέχονται οι γυναίκες, και την επανάσταση που ξεκινούν, καμία σχέση με τα φαρμακερά κλισέ που θα τις είχαν να υπονομεύουν η μία την άλλη. Βλέπω το τέλος της ταινίας σαν ένα ειρωνικό κλείσιμο του ματιού και ένα νεύμα σε αριστουργήματα σαν το ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΑ του Mankiewicz, όπου οι ηθοποιοί είναι ανταγωνιστές που τσακώνονται μεταξύ τους. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ, αντιθέτως, προωθεί την συνεργασία. Όταν η Pauline βλέπει την Madeleine και την Odette να θριαμβεύουν επί σκηνής, ξέρει ότι τα κατάφεραν επειδή όλες βοήθησαν η μία την άλλη. Και αυτή η νίκη επί του σεξισμού την συγκινεί και την κάνει να κλάψει.

Manu Dacosse - Διευθυντής φωτογραφίας

Τα πρώτα πράγματα που αναρωτηθήκαμε με τον Francois ήταν: χρησιμοποιούμε φυσικό φως ή όχι; Κινηματογραφούμε σε μαύρο άσπρο ή σε έγχρωμο; Μου έδειξε ταινίες της εποχής που αγαπούσε και των οποίων το πνεύμα ήθελε να μιμηθεί, χωρίς να καταφύγει σε παρωδίες ή αναφορές. Ταινίες από τους Lubitsch (DESIGN FOR LIVING, ΦΑΣΑΡΙΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, BLUEBIRD’S EIGHTH WIFE…) και Guitry (QUADRILLE, BONNE CHANCE)…).

H πρόκληση μας ήταν να δημιουργήσουμε ρεαλιστική φωτογραφία χωρίς να αναπαραγάγουμε αυτό που βλέπαμε σε εκείνες τις ταινίες της δεκαετίας του 1930. Ο κινηματογραφικός εξοπλισμός σήμερα είναι πολύ διαφορετικός από ότι ήταν τότε. Η ψηφιακή τεχνολογία ιδιαίτερα έχει αλλάξει τον τρόπο που χρησιμοποιούμε τον φωτισμό στις ταινίες. Εκτός από τις ασπρόμαυρες σκηνές flashback- που τραβήχτηκαν σε φιλμ 16 mm και διαστάσεις 4:3 και υπερφωτίστηκαν για να δημιουργήσουν την όψη των ταινιών του βωβού κινηματογράφου-πάντα προσπαθούσα να φωτίζω τις σκηνές από μέσα. Ήταν μεγάλη ευχαρίστηση το να αναπαράγουμε τις σκηνές του αρτ ντεκό.

Αποφύγαμε τον πειρασμό της νοσταλγίας των λάτρων του κινηματογράφου καθώς αναδείξαμε τα δομικά στοιχεία της ταινίας, από τα πρόσωπα των ηθοποιών μέχρι τα σκηνικά, από τα κοστούμια μέχρι την γλώσσα. Χρειαζόταν να «δούμε» αυτά τα στοιχεία, όχι να τα αφήσουμε στο σκοτάδι, οπότε τα ανέδειξα με τον φωτισμό. Είχα μακριές συζητήσεις με τον σκηνογράφο Jean Rabasse, ο οποίος ήταν εντελώς επικεντρωμένος στο να πετύχει ακριβώς τις λεπτομέρειες, και την Pascaline Chavanne, που εδώ και πολλά χρόνια είναι η υπεύθυνη για τα κοστούμια στις ταινίες του Francois.

Πριν από τα γυρίσματα, είχαν φτιάξει έναν μεγάλο φάκελο με ακριβή visuals. Είναι πανέξυπνοι άνθρωποι με εξαιρετικό γούστο, και είναι επίσης αφοσιωμένοι team players. Ήθελα να προσαρμόσω την δουλειά μου στις ιδέες τους. Όταν η Madeleine μπαίνει σε ένα ταπεινό σκηνικό φορώντας ένα φανταστικό φόρεμα, τονίζω το φόρεμα. Όταν η Odette Chaumette κάνει την είσοδο της στην ταινία, την φωτίζω σαν πραγματικό “αστέρι” δίνοντας έμφαση στο ύφασμα των όμορφων ρούχων της, το χτένισμα της, τις δραματικές της εκφράσεις. Το οπτικό στυλ της ταινίας διαμορφώθηκε κατά την διάρκεια συναντήσεων και εντοπισμού τοποθεσιών με τον Francois και τους υπόλοιπου επικεφαλής των τμημάτων. Η πιο δύσκολη σκηνή για εμένα ήταν η δίκη.

Ο Francois ήθελε να μελετήσω τις σκηνές δίκης στην ταινία ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ του Guitry και ιδιαίτερα στην ΟΣΑ ΔΕΝ ΕΣΒΗΣΕ Ο ΑΝΕΜΟΣ του Clouzot για τον τρόπο που ήταν επεξεργασμένες και για το πώς συμπεριέλαβαν το κοινό στην δίκη και του έδωσαν ζωή στις λήψεις. Αυτό μας πηγαίνει πίσω στο θέατρο. Ήταν μια πραγματική πρόκληση- με όλους τους κομπάρσους, τις διαφορετικές γωνίες, τη χρήση δύο καμερών ώστε να μπορούν οι ηθοποιοί να λένε τις ατάκες τους χωρίς διακοπές- και πήρε τρεις μέρες.

Η κλίμακα αυτής της ταινίας ήταν πιο επιβλητική από τις προηγούμενες συνεργασίες μου με τον Francois: ΔΙΠΛΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ, ΘΕΛΗΜΑ ΘΕΟΥ, και ακόμα και το PETER VON KANT, όπου η huis-clos διακόσμηση είχε μεγάλα παράθυρα που μου επέτρεπαν να χρησιμοποιήσω τις διακυμάνσεις που προσφέρει ο εξωτερικός φωτισμός. Για ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ, η λήψη στο στούντιο, με όλα όσα συμπεριλαμβάνει, ουσιαστικά ισοδυναμούσε με μία ολοκληρωτική καλλιτεχνική δημιουργία. Πρέπει να τα οργανώσεις όλα από πριν, να δημιουργήσεις τα πάντα από το μηδέν. Το στούντιο είναι μία παροιμιώδης λευκή σελίδα.

Jean Rabasse - Production designer

Αυτή είναι η πρώτη μου ταινία με τον Francois Ozon. Ήταν πολύ συναρπαστικό το να συνδυάζεις τον αεράτο, ηλιόλουστο τόνο της ταινίας με την κρύα και εντυπωσιακή αρτ ντεκό αισθητική της. Αφιερώσαμε πολύ χρόνο στην αναζήτηση τοποθεσιών μαζί, ανακαλύπτοντας υπέροχα μέρη που δεν είχαν ποτέ προηγουμένως χρησιμοποιηθεί σε ταινίες.

Επανεπιπλώσαμε πολλούς από τους χώρους, για να ξεφύγουμε από την πανταχού παρούσα ξυλεία που συχνά χρησιμοποιείται για να δημιουργηθεί η αισθητική της δεκαετίας του 1930. Για το δεύτερο γραφείο του δικαστή, πήγαμε στο Charleroi City Hall στο Βέλγιο, ένα εκπληκτικό μέρος που δεν είχε κινηματογραφηθεί μέχρι τότε. Το αρχιτεκτονικό αρτ ντεκό στυλ του είναι πιο σκληρό και έντονο από αυτό που βλέπουμε στην Γαλλία. Έχει μια αίσθηση Αμερικάνικη, στο πνεύμα των sophisticated κωμωδιών της χρυσής εποχής του Hollywood που είχαν εμπνεύσει τον Francois. Το γραφείο του εργοστασίου Bonnard έχει ένα πανοραμικό παράθυρο από όπου το αφεντικό μπορεί να δει τους εργάτες του να δουλεύουν.

Η συνολική εντύπωση που δίνει είναι ακριβής και αυθεντική, αν και αποτελεί συνδυασμό επιρροών από τρεις ή τέσσερις διαφορετικούς αρχιτέκτονες, καθώς και μια σκηνή από την ταινία ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ του Chaplin. Παίζουμε με τους κώδικες δίνοντας μια διαφορετική αίσθηση. Βρισκόμαστε στην δεκαετία του 1930, αλλά η ατμόσφαιρα έχει μια αίσθηση μοντέρνα, πολύχρωμη και γραφική, σχεδόν pop. Βρισκόμαστε σε μια πραγματικότητα που μας οδηγεί σε μία άλλη. 

Θυμηθήκαμε το αριστούργημα του Blake Edwards, ΒΙΚΤΩΡ ΒΙΚΤΩΡΙΑ, ένα remake μιας γερμανικής ταινίας του 1934 που διαδραματίζεται στο ίδιο σκηνικό. Αυτή η ταινία περιλάμβανε έναν δρόμο στο Παρίσι που αναδημιουργήθηκε ολόκληρος στο στούντιο. Δεν είχαμε το μπάτζετ για αυτό, οπότε αναπαραστήσαμε την οδό Jacob στο Bordeaux, όπου βρήκαμε την πατίνα παλιών Παριζιάνικων δρόμων και μπόρεσα να κατασκευάσω στοιχεία στούντιο σε ένα φυσικό περιβάλλον. Ο συνδυασμός αληθινών και κατασκευασμένων στοιχείων (επισκευάσαμε αρκετές προσόψεις), μαζί με την δυνατότητα ψηφιακής τροποποίησης, ήταν σύμφωνη με τον πνεύμα του έργου: θεατρικότητα με ένα twist. 

Η Pascaline Chavanne και εγώ φοβόμασταν ότι θα καταλήξουμε να έχουμε σετ και κοστούμια με παρόμοιο χρωματικό τόνο, οπότε χρησιμοποιήσαμε color charts και δουλέψαμε μαζί πάνω στα χρώματα. Εργαστήκαμε εξίσου στενά με τον Manu Dacosse για να πετύχουμε –με την βοήθεια της κινηματογράφησης του- τους απαλούς τόνους που ήθελε ο Francois, μία απρόσμενη απόκλιση από τα συνήθως έντονα και κορεσμένα χρώματα του.

Για τη θεατρική σκηνή της Μαντλέν, ακολουθήσαμε την παράδοση της αβαντγκάρντ, στο στυλ του Cocteau, με μια σαφή εικαστική πρόθεση. Στην ταινία είναι διασκορπισμένες και άλλες πιο διακριτικές θεατρικές αναφορές. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, η διακόσμηση δεν έχει κανέναν λόγο να είναι αόρατη. Δεν υπάρχει απλώς για να γεμίσει τον χώρο, λέει και την ιστορία.

Είναι ένα πολύ ισχυρό στοιχείο έκφρασης. Στο ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ, κάθε σκηνικό έχει το δικό του στυλ και μια χαρακτηριστική χρωματική απόχρωση που αντανακλά τα συναισθήματα και την εξέλιξη των χαρακτήρων. Το διαμέρισμα στην αρχή της ταινίας είναι σκοτεινό και βαρύ, μεταφέροντας την φτώχεια των ηρωίδων.

Αντιθέτως, μετά την κοινωνική τους άνοδο, έχουμε τους φωτεινούς, κρεμώδεις λευκούς τόνους του hotel particulier τους στην Boulogne. Ο εσωτερικός σχεδιαστής πρόσθεσε έπιπλα εβένου, ελαφριά υφάσματα και χαλκοσκουριά για να ενισχύσει την ατμόσφαιρα. Βλέπω ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ σαν μια ταινία χαράς και ευχαρίστησης, στην οποία τα χρώματα που κυριαρχούν είναι champagne και emerald.

Pascaline Chavanne - Head costume designer

Σε μια ταινία όπως ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ, η δουλειά μου με τον Francois Ozon (η 20η ταινία μας μαζί) δε γίνεται σε μουσείο. Δεν επιδιώκουμε να αναπαραστήσουμε την εποχή ακριβώς όπως ήταν. Οι σωματότυποι αλλάζουν, και προσαρμοζόμαστε στους ηθοποιούς της σημερινής εποχής. Δουλεύω με τις φιγούρες τους, τις αποχρώσεις τους, τις εκφράσεις τους. Ξεκινούν να παίζουν τους χαρακτήρες τους στις δοκιμές των κοστουμιών. Τα κοστούμια τους καθοδηγούν, ή ακόμα και τους μεταφέρουν. Ξεκίνησα συγκεντρώνοντας ένα αρχείο με εικόνες εικονογράφησης. Ο Francois και εγώ χρησιμοποιήσαμε αυτές τις εικόνες για να θεσπίσουμε το μονοπάτι που θα ακολουθήσουμε για να δώσουμε μια πινελιά Hollywood στην διασκευή μας, ξεκινώντας από τον ρεαλισμό στην αρχή, όταν οι ηρωίδες είναι φτωχές.  

Για να ντύσουμε την εκκεντρική Odette Chaumette (Isabelle Huppert), έπρεπε να είμαστε τόσο θεατρικοί στο ρούχο της όσο εκείνη στη συμπεριφορά της. Βασιστήκαμε στη Σάρα Μπέρνχαρντ, οπότε τα ρούχα της Odette είναι ξεπερασμένα για την εποχή. Φοράει θεατρικά ρούχα του 1900 παρόλο που η ταινία λαμβάνει χώρα το 1935. Αλλά αυτό βγάζει απόλυτο νόημα για την Odette Chaumette. Ως επιζούσα του βωβού κινηματογράφου με την μεγαλεπήβολη θεατρικότητα του, παίζει συνέχεια μια σκηνή. Τα ρούχα της λένε αυτή την ιστορία. Η Odette φορά τυπικά πράσινα, μπορντώ και μαύρα της αρχής του αιώνα…Εργάζομαι πολύ με αντίθετα χρώματα και τα συγκεκριμένα χρώματα συμπλήρωναν υπέροχα τα κόκκινα μαλλιά και το ανοιχτό δέρμα της Isabelle Huppert. 

Από την άλλη μεριά, οι δύο νεαρές ηρωίδες μας καθορίζονται από παστέλ χρώματα. Θέλαμε να δημιουργήσουμε μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στην Odette –μιας ζωντανής θρύλου που φοράει έντονα χρώματα- και των ηρωίδων που μόλις ξεκινούν στην ζωή. Η Pauline και η Madeleine ανήκουν πλήρως στην εποχή τους, καθεμία με τον δικό της τρόπο και χαρακτήρα.

Στη μία άκρη του φάσματος, έχουμε την σύγχρονη εμφάνιση της Pauline (Rebecca Marder). Τα ρούχα της μεταδίδουν μια ανδρόγυνη, συγκρατημένη διάθεση. Από την άλλη έχουμε την προκλητική, θριαμβευτική θηλυκότητα της Madeleine (Nadia Terezskiewicz), με τα στενά φορέματα της, τα βαθιά ντεκολτέ, τους τονισμένους γοφούς και στήθος. 

Όταν η Madeleine είναι στην σκηνή και παίζει το Suzette’s Ordeal, το κούρεμα της, το στενό μαύρο φόρεμα της και το κολιέ της μας θυμίζουν την θρυλική σιλουέτα της Louise Brooks στην ΛΟΥΛΟΥ του Pabst. Στο cocktail party μετά την παράσταση, η Madeleine φορά ένα λευκό φόρεμα με ανοιχτή πλάτη. Παρόλο που το βλέπουμε μόνο για λίγο, αυτό το φόρεμα μεταδίδει μια αίσθηση επαναστατικού ερωτισμού. Ένα κοστούμι πρέπει να υπονοεί τι συμβαίνει στην καρδιά της σκηνής, τις εντάσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες. Τα κοστούμια των αντρών διαφοροποιούνται με διάφορα πιο διακριτικά στοιχεία: γραβάτες, υφάσματα, μαντίλια, ρολόγια, παπούτσια. Κάθε άντρας έπρεπε να έχει την δική του οπτική ταυτότητα και δώσαμε πολύ προσοχή στις λεπτομέρειες. Η ταινία είναι μια κοινωνική κωμωδία και έπρεπε να το δείξουμε με κάθε χαρακτήρα. Ένας νεόπλουτος από την Μασσαλία, ο Palmarede (Dany Boon) κάνει την είσοδο του φορώντας ένα ριγέ άσπρο κοστούμι που είναι κάπως επιδεικτικό. Είναι τολμηρός, αισθανόμαστε την αυτοπεποίθηση και την αποφασιστικότητα του. Για τον Rabusset (Fabrice Luchini) χρειαζόταν να τονίσουμε την κοινωνική του άνοδο. Αρχικά είναι ένας ταπεινός δημόσιος υπάλληλος, βαρετός και μουρτζούφλης. Αφού η δίκη οδηγεί στην άνοδο του στην κοινωνική κλίμακα, φορά ένα ειδικά ραμμένο τρίχρωμο κοστούμι.

Ο μεγάλος Bonnard (Andre Dussolier) αντιπροσωπεύει την παράδοση, το καλό γούστο και τον κλασικισμό της αστικής τάξης. Ο νεαρός ρεπόρτερ Raton (Felix Lefebvre) είναι μια αναφορά στον Τεντέν. Και ο Francois ήθελε το ερωτικό ενδιαφέρον της Madeleine, ο Andre Bonnard (Edouard Sulpice), να μας θυμίζει έναν νεαρό Gary Cooper ή James Stewart. Τα κοστούμια είναι πάντα σημαντικό κομμάτι της οπτικής ουσίας των ταινιών του Francois. Όπως στα πολύ στιλάτα 8 ΓΥΝΑΙΚΕΣ και POTICHE, έτσι και τα κοστούμια στο ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ αναμιγνύουν την λάμψη του Lubitsch με μια δόση από τον οξύμωρο ρεαλισμό της VIOLETTE NOZIERE.

Laure Gardette - Μοντέρ 

Στην πρώτη κωμωδία στην οποία συνεργαστήκαμε, το POTICHE, ο Francois κι εγώ απολαύσαμε το να δίνουμε έμφαση στο χιούμορ. Σε αυτή την ταινία ωστόσο, ο Francois ήθελε να τονίσει την λεπτότητα του σεναρίου και των καταστάσεων. Κάθε φορά που έμπαινα στον πειρασμό να επιλέξω πλάνα που με έκαναν να γελάω δυνατά, με τους ηθοποιούς να κάνουν περίεργες φάτσες, παράξενες φωνές ή κωμικές υπερβολές- όλα τα στοιχεία που αγαπάμε σε δημοφιλείς κωμωδίες- ο Francois προτιμούσε να τα περιορίσει. Στο ΟΛΑ ΠΗΓΑΝ ΚΑΛΑ, συνέχεια προσπαθούσε να περιορίσουμε το συναίσθημα, ώστε τα τελικά δάκρυα να έχουν το πλήρες βάρος τους.

Στο ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ, ζητούσε να περιορίσουμε την έντονη κωμωδία, ώστε να μπορούμε να αισθανθούμε το πόσα διακυβεύονται. Κατά την διαδικασία προσαρμογής ενός θεατρικού έργου, μπορεί να φαίνεται απαραίτητο να κάνεις υπερβολικό μοντάζ, να κρατήσεις τα πράγματα να κινούνται με γρήγορους ρυθμούς, να είσαι μοντέρνος. Ωστόσο ο Francois προτιμά να αφήνει τα πλάνα του να διαρκούν. Αυτό που μετράει είναι το κοινό να μπορεί να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες.

Χρειαζόμαστε χρόνο για να τους δούμε, για να νιώσουμε αυτό που βιώνουν. Κατά την διάρκεια του μοντάζ, ο Francois πάντα ρωτά τι μας λέει η εικόνα. Πρέπει να υπάρχει ένα δραματικό κίνητρο και ένα συναισθηματικό κίνητρο. Έχει μια πολύ σαφή εικόνα της κατεύθυνσης που πρέπει να ακολουθήσει η ταινία του. Εδώ, ήθελε να σεβαστεί την θεατρικότητα. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι είμαστε σε ένα παιχνίδι πονηριάς, του οποίου οι ανατροπές αντιστοιχούν στα κινήματα της εποχής. Είναι μεγάλη η ικανοποίηση του να καταλαβαίνεις πως το κοινό συμμετέχει σε αυτό το παιχνίδι. Και τότε το μοντάζ αποκαλύπτει και επιδεικνύει τη δεξιοτεχνία της σκηνοθεσίας, και αναδεικνύει τα ουσιώδη κωμικά στοιχεία χωρίς να αποσπά από τον διάλογο και τα θέματα, που παραμένουν τόσο επίκαιρα σήμερα.

Η Madeleine και η Pauline αντιμετωπίζουν μια κατάσταση MeToo πριν από την γέννηση αυτού του κινήματος! Στο μοντάζ περπατήσαμε σε ένα τεντωμένο σχοινί καθώς επιλέγαμε τις λήψεις μας δίνοντας προτεραιότητα στην αλήθεια των χαρακτήρων έναντι του γέλιου. Ο Danny Boon είχε αυτοσχεδιάσει μια αστεία κίνηση στην σκηνή του εργοστασίου, ισιώνοντας το μουστάκι του με ευχαρίστηση. Στην αρχή ο Francois προτίμησε να την αφήσει εκτός ώστε οι θεατές να επικεντρωθούν στο κυρίως νόημα της σκηνής. Ωστόσο όσο προχωρούσε το μοντάζ ξαναβάλαμε την κίνηση που αυτοσχεδίασε ο Danny Boon πίσω στην ταινία. Τώρα μπορούσαμε να δούμε ότι δεν αποσπούσε καθόλου την προσοχή, και αντιθέτως ενίσχυε την ένταση ανάμεσα στους χαρακτήρες και εμπλούτισε την σκηνή. Είναι θέμα δοσολογίας.

Αυτή η ταινία έχει το δικό της μοναδικό DNA. Ο διάλογος από την παράσταση είναι πολύ 1930s. Οι ηθοποιοί έχουν διαφορετικά στυλ βασισμένα στις διαφορετικές τους προελεύσεις. Από τα χρόνια της στην Comedie Francaise, η Rebecca Marder έχει σοβαρή θεατρική εμπειρία, όπως και η Isabelle Huppert, ο Fabrice Luchini, o Andre Dussolier, o Michel Fau , o Frank de Lapersonne, και ο Edouard Sulpice. Όλοι ταίριαζαν ακριβώς με το στυλ που ήθελε ο Francois. Η Nadia Terszkiewicz προσεγγίζει την ηθοποιία με ένα πιο ενστικτώδη τρόπο. Ο Olivier Broche τείνει προς το burlesque, όπως και ο Danny Boon, ο οποίος εδώ μας εκπλήσσει με την φοβερή του ευαισθησία. Το να ισορροπείς όλες αυτές τις αντιθέσεις είναι υπέροχο. Το μοντάζ παίζει με όλους τους τόνους, όλες τις φωνές καθώς αλληλεπιδρούν σύμφωνα με τις προσωπικότητες τους. Οι ηθοποιοί Evelyne Buyle, Myriam Boyer, και Daniel Prevost φέρνουν μια κάπως προκλητική, working class ευαισθησία στους χαρακτήρες τους. Το μοντάζ επιδιώκει να ισορροπήσει τα διάφορα στοιχεία ώστε να μπορούν να συνυπάρχουν. Το editing έχει να κάνει με την αρμονία: πρέπει να ακούσουμε τις νότες και να τις κάνουμε να αντηχήσουν. Οι ηθοποιοί απελευθερώνονται πραγματικά με αυτό το σενάριο, που είναι αυτό που έψαχνε ο Francois. Τίποτα δεν είναι ρεαλιστικό αλλά όλα φαίνονται φυσικά. Βρίσκει την αλήθεια στον κάθε έναν από αυτούς.

Philippe Rombi - Μουσικός

Όσο διάβαζα το σενάριο του ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ, “άκουσα” πολλά διαφορετικά πράγματα, νότες ευθυμίας, νοσταλγίας, και σασπένς. Μετά ο Francois μου έδωσε κάποιες σημειώσεις που είχαν συντάξει ο υπεύθυνος της παραγωγής και η υπεύθυνη για τα κοστούμια. Αυτές οι οπτικές αναφορές και πηγές έμπνευσης έκαναν ξεκάθαρο το τι ήταν αυτό που έψαχνε. O Francois κι εγώ λατρεύουμε την μουσική στις ταινίες και από την αρχή ένιωσα ότι θα υπάρχει πολλή μουσική στο ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ. Πρώτα έπρεπε να βρω την μουσική των τίτλων, το κλειδί όλης της ιστορίας. Είναι σαν μια περίληψη της ταινίας, το DNA της. Μετά υπάρχει και η ενορχήστρωση, η οποία για εμένα είναι αδιαχώριστη από την σύνθεση της μουσικής των τίτλων, και προσφέρει ένα συγκεκριμένο χρώμα και ατμόσφαιρα. Το κόλπο ήταν να αποφύγουμε το να πέσουμε μέσα σε ένα ρετρό ποτ πουρί, κάτι που δεν είχαμε σκοπό να κάνουμε. Η ιδιαιτερότητα της ταινίας -που διαδραματίζεται μεν στην δεκαετία του 1930 αλλά είναι πολύ επίκαιρη και σχετίζεται με σύγχρονα θέματα- μου επέτρεψε να διευρύνω την μουσική μου παλέτα.

Ο ήχος δεν γίνεται αντιληπτός με τον ίδιο τρόπο σήμερα σε σχέση με εκείνη την εποχή, οπότε δεν χρειαζόταν να ενισχύω την εικόνα με μια ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα. Μπορούσα να φυλάξω τα μεγάλα εφέ για τις σημαντικές σκηνές. Το κύριο θέμα έχει έναν ιδιαίτερο λυρισμό και μια νοσταλγική μελωδία. Μπορεί να είναι γοητευτικό και συναισθηματικό, με αραιή ενορχήστρωση (έγχορδα, λίγα ξύλινα πνευστά, ένα σόλο βιολί, μια τζαζ τρομπέτα και πιάνο), όπως στην σκηνή στις στέγες του Παρισιού, ή λυρικό και παθιασμένο, με την πλήρη ορχήστρα, όπως στην τελική σκηνή. Ένα δεύτερο θέμα προσθέτει τζαζ πνευστά στην ορχήστρα και συνοδεύει την αστυνομική έρευνα σε ένα μείγμα φιλμ νουάρ αγωνίας και μυστηρίου.

Ένα τρίτο, πιο φωτεινό θέμα συνοδεύει πιο ελαφριές στιγμές, όπως όταν οι δύο νεαρές γυναίκες αφήνουν πίσω τους τις ανησυχίες τους και βγαίνουν στον κινηματογράφο. Ένα θέμα allegro τονίζει τις σκηνές του δικαστηρίου και τα ειδησεογραφικά κομμάτια με συγχρονισμένο τρόπο, σαν ένα ατμοκίνητο που ανακοινώνει τα γεγονότα που έρχονται. Ένα άλλο μοτίβο υπογραμμίζει το μυστήριο της σκηνής του εγκλήματος και συνδέει την έξοδο της Madeleine από την βίλα του Montferrand στην αρχή της ταινίας με την είσοδο της Pauline στη βίλα στο τέλος της ταινίας. 

Και στη συνέχεια υπάρχει και το χιούμορ θεατρικών, ακόμα και επιθεωρησιακών καταστάσεων, τις οποίες ενίσχυσα με πονηρές πινελιές, όπως στο MYSTERIOUS FLUTE. Η δουλεία μου τότε γίνεται πολύ ακριβής. Συνθέτω κατευθείαν με βάση την εικόνα και τον τονισμό των διαλόγων.

Η Huppert και ο Luchini στο ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ προφανώς απαιτούν μια διαφορετική μελωδία από τη Deneuve και τον Depardieu στο POTICHE. Οι νότες μου προσαρμόζονται στους ρυθμούς τους και στις σιωπές τους. Μαζί με τις κινήσεις της κάμερας και τα κοψίματα του editing αυτά τα στοιχεία αποτελούν ένα παράλληλο soundtrack που με καθοδηγεί καθώς συνθέτω το δικό μου. Η μουσική είναι εκεί για να μας βοηθήσει να αισθανθούμε αυτό που συμβαίνει πέρα από τις λέξεις και τις εικόνες. Διαποτίζει και καθορίζει την οπτική γωνία του ενός ή του άλλου χαρακτήρα.

Photos: Carole Bethuel © 2023 MANDARIN & COMPAGNIE - FOZ - GAUMONT - SCOPE PICTURES - FRANCE 2 CINEMA - PLAYTIME PRODUCTION 

TanweerΙζαμπέλ Ιπέρταινίαειδήσεις τώρα