Σινεμά|03.03.2024 12:00

Μαρία Ντούζα στο ethnos.gr: «Πρέπει να μάθουμε να ακούμε ο ένας τον άλλο» - Το «Ακουσε με» αναδεικνύει τη σύγχρονη αδυναμία επικοινωνίας

Άγγελος Γεραιουδάκης
Σετ φωτογραφιών, σύρετε προς τα αριστερά

Την περασμένη Δευτέρα (26/2), πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία η επίσημη πρεμιέρα της ταινίας «Άκουσέ με» της Μαρίας Ντούζα, στον κινηματογράφο Cinobo Οπερα. Σε μία κατάμεστη αίθουσα πεντακοσίων θέσεων, η σκηνοθέτις, οι πρωταγωνιστές και οι υπόλοιποι συντελεστές της ταινίας μαζί με την ομάδα παραγωγής της Steficon, παρουσίασαν την ταινία και μίλησαν για αυτή κάνοντας το καλύτερο ξεκίνημα για την πορεία της στους κινηματογράφους.

Η Μαρία Ντούζα, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, γράφει και σκηνοθετεί µια σύγχρονη ιστορία για την ανάγκη αλλά και τον φόβο της επικοινωνίας. Τοποθετηµένη χειµώνα σε ένα αποµονωµένο ελληνικό νησί, η ταινία παρακολουθεί τις περιπέτειες ανθρώπων - µικρών και µεγάλων - που δυσκολεύονται να αποδεχτούν ο ένας τον άλλον. Η κώφωση της Βαλµίρας λειτουργεί ως µια µεταφορά τόσο της ανάγκης µας να ακούσουµε όσο και της επιλογής µας να µην ακούσουµε, της επιθυµίας µας να γίνουµε κατανοητοί, αλλά της απροθυµίας µας να καταλάβουµε.

Το «Άκουσε με» έκανε πρεµιέρα στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τµήµα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2022 και από τότε ταξίδεψε σε πολλά διεθνή κινηµατογραφικά φεστιβάλ (Tallinn Black Nights, Cairo IFF, Sofia IFF, Galway IFF κ.α). Στο Διεθνές Φεστιβάλ της Ντάκα απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, ενώ στο Ελληνικό Φεστιβάλ του Λος Άντζελες κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Ερµηνείας για την πρωταγωνίστρια Ευθαλία Παπακώστα. Η ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στα Φεστιβάλ Ευρωπαϊκής Ένωσης Καναδά και Ινδίας, αλλά και στο πρώτο WoW (Women of the World), το διεθνές φεστιβάλ γυναικών δηµιουργών, που έγινε το 2023 στο ΚΠΙΣΝ.

Με αφορμή τη νέα της ταινία, η Μαρία Ντούζα μιλά στο ethnos.gr για τη διαφορετικότητα, για τη συνεργασία της με τον ηθοποιό Ηλία Λογοθέτη και επισημαίνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι έλληνες κινηματογραφιστές σήμερα.

Τι σημαίνει για εσάς το «Άκουσέ με»;

Άκουσέ με για μένα σημαίνει «γνώρισέ με» - γνώρισε την ουσία μου, αφουγκράσου το τι είμαι και κατάλαβέ με. Μπες στα παπούτσια μου.

Ποια ήταν η κύρια έμπνευσή σας για να δημιουργήσετε μια ταινία που εξετάζει τη μοναξιά και την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή;

Όπως όλοι, έχω κι εγώ βιώσει τη μοναξιά, την αίσθηση αποκλεισμού, το παράπονο ότι δεν με καταλαβαίνουν, δεν με ξέρουν. Αυτό το αίσθημα μέσα στα χρόνια της κρίσης έγινε πολύ έντονο και, παρόλο που προσπαθούσα ν' ανήκω κι εγώ κάπου, ένιωθα συχνά - κυρίως σε καλλιτεχνικό επίπεδο - ξένη και μόνη. Μπορεί αυτό να τροφοδότησε την ταινία.

Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε κατά τη δημιουργία της ταινίας, ειδικά όταν πρόκειται για ευαίσθητα κοινωνικά θέματα, όπως είναι η κώφωση;

Μια πρόκληση ήταν το γράψιμο (η ανάπτυξη) του χαρακτήρα της κωφής ηρωίδας ώστε πρώτον ν' αποφύγω οποιοδήποτε στερεότυπο παρουσιάζει αναπήρους ανθρώπους ως αδύναμους και αναξιοπαθούντες και δεύτερον ν' αξιοποιήσω δραματουργικά την αναπηρία. Να υπάρχει λόγος, δηλαδή, μέσα στην ευρύτερη ιστορία για την παρουσία και τον ρόλο μιας κωφής ηρωίδας. Προσπάθησα η Βαλμίρα (αυτό είναι το όνομά της) να είναι ένας σύνθετος χαρακτήρας, όπως όλοι μας, με χαρίσματα και αδυναμίες, αλλά και η ύπαρξή της μέσα στην ιστορία να υπηρετεί το θέμα - που είναι η επικοινωνία.

Τι γνωρίζατε για τον κόσμο των κωφών πριν ασχοληθείτε με την ταινία και πόσο εύκολο ήταν να πλοηγηθείτε μέσα σε μια άγνωστη γλώσσα;

Δυστυχώς ήξερα πολύ λίγα πράγματα για τους κωφούς και τη γλώσσα τους, τη νοηματική, και χρειάστηκε να κάνω σοβαρή έρευνα σε όλα τα επίπεδα. Αυτό που με βοήθησε περισσότερο ήταν η επαφή με τους ίδιους τους ανθρώπους της κοινότητας που με «ξενάγησαν» στον κόσμο τους, στην ιδιαίτερη κουλτούρα τους, στις ανησυχίες τους, στις ανάγκες τους, στη ζωή τους εν γένει. Εμαθα πράγματα απλά όπως ότι δεν είναι πλέον σωστό να λέμε κωφάλαλος - καθότι οι κωφοί μιλούν - δεν είναι άλαλοι - έως πιο περίπλοκα πράγματα όπως το πώς λειτουργεί η νοηματική που διαφέρει πολύ από τη φυσική γλώσσα, καθώς είναι μια γλώσσα σωματική και όχι νοητική. Επίσης, έμαθα ότι η νοηματική κάθε γλώσσας είναι άλλη (άλλη για ελληνικά, άλλη για αγγλικά κλπ). Είχα τη μεγάλη τύχη, σε όλο το διάστημα της παραγωγής της ταινίας να έχω δίπλα μου ένα εκπληκτικό δάσκαλο, μεταφραστή και σύμβουλο τον Κωνσταντίνο Σαμαρά - κωφό καθηγητή Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας. Πέρα από εμένα, ο Κωνσταντίνος δίδαξε την πρωταγωνίστρια, Ευθαλία Παπακώστα, να «παίξει» στη νοηματική και την καθοδήγησε σε όλη την επεξεργασία του ρόλου της.

Πώς πιστεύετε ότι η ιστορία της Βαλμίρα αντιπροσωπεύει τις εμπειρίες πολλών ανθρώπων που αντιμετωπίζουν προκαταλήψεις και απομόνωση λόγω των διαφορετικών τους χαρακτηριστικών;

Επειδή η Βαλμίρα είναι ένας χαρακτήρας δυναμικός και αυτάρκης, όχι μόνο δεν βιώνει την απομόνωση, ούτε καν αντιλαμβάνεται την προκατάληψη. Αντιθέτως εκείνη κουβαλάει τις δικές της αγκυλώσεις που την κάνουν να παρερμηνεύει τον Άρη και να ερωτεύεται τον ξενόφοβο Μάριο. Διαψεύδοντας έτσι τις προσδοκίες του θεατή - ότι η Βαλμίρα είναι το προφανές θύμα - η ταινία προσπαθεί να δείξει ότι στις συμπεριφορές προκατάληψης και αποκλεισμού τα πράγματα δεν είναι πάντοτε διακριτά και ασπρόμαυρα. Ο ρατσισμός και η προκατάληψη δεν είναι προνόμιο των δηλωμένων ρατσιστών, αλλά κάτι πολύ ευρύτερο και καλά κρυμμένο μέσα σε πιο απλές και καθημερινές αντιπαλότητες, όπως η πολιτική διαφωνία, η αισθητική διαφωνία, η πνευματική υπεροψία κλπ. Πιστεύω ότι με αυτό συσχετίζονται πάρα πολλοί άνθρωποι.

Η επιλογή της Ευθαλίας Παπακώστα και του Δημήτρη Κίτσου πώς έγινε; Τι είδατε σε αυτούς;

Στην Ευθαλία, πέραν του υποκριτικού της ταλέντου (την είχα δει σε μικρού μήκους ταινίες), βρήκα έναν ψυχισμό που ταίριαζε στη Βαλμίρα, όπως την είχα φανταστεί. Τα βιώματά της, ο δυναμικός και ταυτόχρονα ευαίσθητος χαρακτήρα της, αλλά και η τόλμη της, ο αισθησιασμός της - όλα ταίριαζαν πολύ με το προφίλ της Βαλμίρας. Ηθελα η Βαλμίρα ν' αποπνέει αυτάρκεια και αυτοπεποίθηση, να 'ναι ελκυστική και ανήσυχη και να μην το βάζει κάτω εύκολα. Δεν την ήθελα σε καμιά περίπτωση κακομοίρα και θύμα και η Ευθαλία το απέδωσε αυτό υπέροχα.

Τον Δημήτρη τον ήξερα σαν ηθοποιό αρκετά χρόνια ήδη και μού άρεσε (και μού αρέσει) πάρα πολύ η αλήθεια και η αυθεντικότητα που βγάζει στο παίξιμό του. Επίσης, έχει μια εξαιρετική σχέση με το σώμα και την κίνηση, μια αβίαστη φυσικότητα στις συμπεριφορές που μιμείται, πολύ καλή αντίληψη της δυναμικής των ανθρώπινων σχέσεων και όλα αυτά τα φέρνει μέσα στην ερμηνεία του μ' έναν σύνθετο και ταυτόχρονα λεπτό τρόπο. Δεν ένιωθα απλώς σίγουρη και ήρεμη ότι θα ερμήνευε τον Αρη σωστά, αλλά και ότι θα τον εμπλουτίζε, όπερ και εγένετο.

Ποια είναι τα μηνύματα που επιθυμείτε να μεταφέρετε μέσα από την ταινία σας και με τι συναισθήματα θα θέλατε να φεύγει ο θεατής από την αίθουσα;

Αν θα ήθελα να πάρει κάτι ο θεατής μαζί του, αυτό είναι η σκέψη ότι πρέπει να μάθουμε να ακούμε ο ένας τον άλλο. Οτι η προϋπόθεση για να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο, είναι να ακούσουμε ο ένας τον άλλον. Στην Ελλάδα γενικά δεν έχουμε μάθει να ακούμε, ούτε στο σχολείο, ούτε στην παρέα, ούτε στην πολιτική. Μιλάμε σε παράλληλους μονολόγους - διαλόγους κωφών - κι έτσι παραμένουμε γραπωμένοι στις ιδέες μας και τις βεβαιότητές μας. Οπότε, ναι να μάθουμε να ακούμε. Επίσης θα ήθελα, φεύγοντας ο θεατής από την ταινία, να νιώσει την παρηγοριά ότι η αγάπη και το καλό υπάρχουν, δεν έχουν χαθεί όλα.

Με αφορμή και τις αντιδράσεις που προέκυψαν με το νομοσχέδιο, γιατί μας τρομάζει τόσο πολύ το διαφορετικό;

Νομίζω μάς τρομάζει το άγνωστο. Όταν αυτό που έχουμε βαφτίσει διαφορετικό μάς γίνει γνωστό παύουμε να το φοβόμαστε, κι αυτό γιατί πίσω από τις διαφορές υπάρχουν οι απίστευτες ομοιότητες που μάς συνδέουν. Η κοινή ανθρώπινη ουσία μας, αυτό το αντικαθρέφτισμα του ενός μέσα στον άλλο.

Πώς ελπίζετε ότι η νέα ταινία σας θα συμβάλει στην αυξημένη ευαισθητοποίηση για τις προκαταλήψεις και την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή στην κοινωνία;

Δεν ξέρω πόσο μπορεί να συμβάλει μια ταινία στο να αλλάξει μια κοινωνική πραγματικότητα, αλλά εάν συμβάλλει στο να μαλακώσει κάπως τον φόβο και τη θλίψη μερικών ανθρώπων, νομίζω κάτι θα έχει πετύχει.

Ανάμεσα στους ηθοποιούς με τους οποίους έχετε συνεργαστεί, ήταν και ο Ηλίας Λογοθέτης που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή. Τι έχετε κρατήσει από τη συνεργασία σας και από την προσωπικότητά του;

Τι να πρωτοπεί κανείς για τον Ηλία τον Λογοθέτη; Ήταν τόσο ιδιαίτερος, βαθύς, απρόβλεπτος, μαγικός. Νιώθω ευλογημένη που μπόρεσα να τον έχω σαν ηθοποιό στην προηγούμενη ταινία μου. Είχα γράψει τον χαρακτήρα του Κυριάκου έχοντας τον Ηλία στο μυαλό μου και ήθελα να φέρει στον χαρακτήρα αυτήν την κομψότητα της συμπεριφοράς του, αλλά και την γοητεία και την ακτινοβολία που είχε ο ίδιος. Και το έκανε.

Πόσο δύσκολο είναι να κάνει κάποιος σινεμά στην Ελλάδα σήμερα;

Η Ελλάδα έχει μια μικρή και κρατικά επιδοτούμενη κινηματογραφία. Για να γίνει μια ταινία μεγάλου μήκους, πρέπει οπωσδήποτε να βρεθεί συμπαραγωγή στο εξωτερικό, πράγμα που απαιτεί χρόνο και γραφειοκρατία. Στο «Άκουσέ με» είχαμε Βούλγαρους συμπαραγωγούς. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ιδιωτικά κεφάλαια - ταμεία, επενδυτές που να χρηματοδοτούν ταινίες με σκοπό να βγάλουν χρήματα. Η δημιουργία μιας ταινίας είναι αποκομμένη από τον στόχο των εισιτηρίων. Αυτό επηρεάζει και τον τρόπο που παράγεται και τον τρόπο που διανέμεται. Για μένα το σημαντικότερο από όλα είναι να δει την ταινία μου το λεγόμενο ευρύ κοινό. Σε μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού (όπως είναι οι δικές μας) δυστυχώς δεν υπάρχει budget προώθησης. Οπότε ακόμη κι αν η ταινία απευθύνεται στο ευρύ κοινό εκείνο δύσκολα μαθαίνει για την ύπαρξή της. Η προηγούμενη ταινία μου εδώ έκανε λίγα εισιτήρια, έξω πουλήθηκε στο Netflix. Ελπίζω το «Άκουσέ με», που βγήκε σε διανομή από το Cinobo, να ακουστεί περισσότερο και ο κόσμος να πάει να το δει. Πρόκειται για ταινία κοινού.

Υπάρχει και μια θετική εξέλιξη. Τα τελευταία χρόνια, χάρη στο ΕΚΟΜΕ το τοπίο έχει αλλάξει και στην χώρα έχει αρχίσει να διαμορφώνεται κάτι σαν κινηματογραφική βιομηχανία - με παρουσία ξένων παραγωγών, δημιουργία studio κλπ. Εάν αυτό συνεχιστεί τα πράγματα θα γίνουν λιγότερο δύσκολα στο μέλλον.

Πώς βλέπετε την παρουσία της ελληνικής μυθοπλασίας στο εξωτερικό;

Νομίζω υπάρχουν δύο πραγματικότητες. Η μία είναι η παρουσία της ελληνικής ταινίας στα μεγάλα φεστιβάλ στα οποία εδώ και αρκετά χρόνια έχει συστηματική και συχνή παρουσία, με ταινίες ως επί το πλείστον πειραματικού ή πολιτικού (καταγγελτικού) χαρακτήρα. Οι ταινίες αυτές απευθύνονται στο ειδικό σινεφίλ κοινό των φεστιβάλ και διεκδικούν και αποσπούν σοβαρές διακρίσεις. Από όσο ξέρω - μπορεί να κάνω λάθος - οι περισσότερες δεν έχουν μεγάλη διεθνή πορεία έξω από το φεστιβαλικό περιβάλλον (εξαιρείται ο Λάνθιμος εννοείται) και δεν είναι το είδος κινηματογράφου που το ευρύ κοινό αναζητά.

Η άλλη κατηγορία είναι οι ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας που έχουν πιο εμπορικές φιλοδοξίες και οι οποίες βρίσκουν τον δρόμο προς το ευρύ διεθνές κοινό μέσα από διάφορα κανάλια, τηλεοπτικά δίκτυα, διαδικτυακές πλατφόρμες τύπου Netflix και διανομή στις αίθουσες. Είναι ακόμα σαφώς λιγότερες από τις πρώτες, καθότι είναι πολύ πιο δύσκολο μια ελληνική ταινία να σταθεί δίπλα σε αυτούς τους μεγάλους διεθνείς παίκτες. Αλλά εκεί είναι και η πρόκληση όχι μόνο για τον καθένα/μια από εμάς που κάνουμε ταινίες, αλλά και για την χώρα μας που δεν πρέπει να μείνει πίσω στην ανάπτυξη του οπτικοακουστικού τομέα - τόσο σημαντικού στις μέρες μας. Έχω την χαρά να σας πω ότι το «Άκουσέ με», εκπροσωπείται από βρετανικό γραφείο διεθνούς διανομής και πρόσφατα βρήκε διανομή στην Λατινική Αμερική και θα μεταγλωττιστεί στα Ισπανικά και Πορτογαλικά.

Ανάμεσα στην πρώτη σας ταινία «Από εδώ και πέρα» και το τωρινό «Άκουσέ με», τι έχει παραμείνει ίδιο σε εσάς σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο;

Νομίζω αυτό που έχει παραμείνει ίδιο είναι η αγάπη μου για την καλή μυθοπλασία και δραματουργία, καθώς και η πίστη μου ότι για να δημιουργήσει κανείς κάτι καλό πρέπει να νοιάζεται και να μάχεται μόνο γι αυτό. Και τίποτα άλλο.

Κλείνοντας την κουβέντα μας, υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο άτομο που θα θέλατε να σας ακούσει και δεν το έχετε καταφέρει μέχρι τώρα; Κι αν ναι, τι θα θέλατε να του πείτε;

Ναι. Ο Μισέλ Δημόπουλος (κριτικός και πρώην Διευθυντής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), που έφυγε από την ζωή το καλοκαίρι. Θα ήθελα να του είχα πει ότι ήταν για μένα ένας φάρος προσανατολισμού μέσα στον κινηματογραφικό ωκεανό. Αν και ο Μισέλ λάτρευε κυρίως τον κινηματογράφο του δημιουργού, αναγνώριζε και απολάμβανε ένα καλό έργο κλασικής μυθοπλασίας. Μού λείπει η ματιά του και δεν πρόλαβα να του το πω όσο ζούσε.

συνέντευξηκωφόςταινίαΔημήτρης ΚίτσοςCinoboσκηνοθέτηςειδήσεις τώρα