Σινεμά|08.03.2025 11:59

Πανελλήνιον: Ο τελευταίος βασιλιάς μιας εποχής που χάνεται - Οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ μιλούν στο ethnos.gr

Άγγελος Γεραιουδάκης

Κάποιοι χώροι δεν είναι απλώς σημεία στον χάρτη, αλλά ζωντανές μνήμες, θραύσματα ιστοριών και ανθρώπινων στιγμών. Ένας τέτοιος χώρος είναι το ιστορικό σκακιστικό καφενείο Πανελλήνιον, στη συμβολή των οδών Μαυρομιχάλη και Σόλωνος. Από το 1885 μέχρι σήμερα, παρέμεινε μια όαση στο κέντρο της Αθήνας, ένας τόπος όπου η ζωή κυλά με τους δικούς της ρυθμούς, σαν μια παρτίδα σκάκι που παίζεται αδιάκοπα μέσα στον χρόνο. Οι θαμώνες του –επιστήμονες, εργάτες, καλλιτέχνες, συνταξιούχοι– διασταυρώνονται σε αυτό το μέρος της πόλης, όχι μόνο για ν' αναμετρηθούν μεταξύ τους, αλλά για να βρουν παρηγοριά, συντροφιά, μια ανάσα ηρεμίας μέσα στη βοή της καθημερινότητας.

Αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο αποφάσισαν ν' απαθανατίσουν οι σκηνοθέτες Σπύρος Μαντζαβίνος και Κώστας Αντάραχας στο ντοκιμαντέρ τους «Πανελλήνιον», έναν κινηματογραφικό φόρο τιμής σ' έναν χώρο που μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Η ταινία τους, η οποία έκανε πρεμιέρα στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και απέσπασε τρία σημαντικά βραβεία, εναλλάσσεται ανάμεσα στο ασπρόμαυρο και το έγχρωμο super 8 φιλμ, δημιουργώντας μια γέφυρα ανάμεσα στις εποχές, μια αναπαράσταση της μνήμης και της αίσθησης του χρόνου.

Ο φακός τους καταγράφει τις συζητήσεις, τους καβγάδες, τις σιωπές, τα γέλια και τις συγκινήσεις των θαμώνων. Άντρες όλων των ηλικιών, εθνοτήτων, κοινωνικών και οικονομικών καταγωγών αναζητούν ένα κοινό καταφύγιο γύρω από σκακιέρες, ποτά και μεζέδες, ακούγοντας ρεμπέτικα και λαϊκά. Η μόνη γυναίκα θαμώνας μοιάζει με τη μοναδική και μονάκριβη βασίλισσα στην σκακιέρα. Ο Γιάννης, ο ιδιοκτήτης του καφενείου, επιλέγει ν' απέχει από το σκάκι, όμως αγκαλιάζει την κοινότητα που έχει δημιουργηθεί γύρω από αυτό, αφήνοντας το Πανελλήνιον να λειτουργεί ως ένα άτυπο άσυλο για όσους νιώθουν πως δεν χωρούν πουθενά αλλού.

Οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ, οι οποίοι οι ίδιοι έγιναν θαμώνες του καφενείου στη διάρκεια των γυρισμάτων, προσεγγίζουν τους χαρακτήρες τους με τρυφερότητα και σεβασμό. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μιλούν για το πώς ανακάλυψαν την ψυχή του καφενείου, για τις ιστορίες που τους σημάδεψαν και για την ανάγκη να διασωθούν αυτοί οι μικροί κόσμοι που χάνονται σιγά σιγά—κόσμοι φτιαγμένοι από λόγια, βλέμματα, κινήσεις πάνω σ' ένα σκακιστικό ασπρόμαυρο ταμπλό και σιωπές γεμάτες νόημα. Η ταινία θα προβάλλεται αποκλειστικά στο Cinobo Πατησίων μέχρι τις 24 Μαρτίου

Το «Πανελλήνιον» δεν είναι απλώς ένα καφενείο με σκάκι, αλλά ένα σύμπαν με δικούς του κανόνες. Ποιο ήταν το στοιχείο που σας γοήτευσε περισσότερο και σας έκανε να θελήσετε να το καταγράψετε κινηματογραφικά;

Κώστας Αντάραχας: H διάθεση να κινηματογραφήσουμε το «Πανελλήνιον» προέκυψε από την πρώτη στιγμή που διαβήκαμε το κατώφλι του κι αντικρίσαμε την καλώς και κακώς νοούμενη γραφικότητά του, τους παθιασμένους θαμώνες που κοπανούσαν τα κομμάτια στη σκακιέρα, χτυπούσαν τα παλιά σοβιετικά χρονόμετρα και έβριζαν, την πληθωρική προσωπικότητα του Γιάννη, του καφετζή και «άξονα του καρουζέλ» όπως τον αποκαλεί ένας απ’ τους ήρωες της ταινίας μας... Ωστόσο αυτό που τελικά βαλθήκαμε να καταγράψουμε πάει πέρα απ’ την επιφάνεια, το κραυγαλέο και το γκροτέσκ, στις ανθρώπινες σχέσεις και τις προσωπικές ιστορίες αυτών των ιδιαίτερων ανθρώπων, που τώρα πια είναι φίλοι μας.

Σπύρος Μαντζαβίνος: Πέραν του ιδιότυπου χώρου ενός παραδοσιακού και ταυτόχρονα σκακιστικού καφενείου όπου συνυπάρχουν κάδρα του Κολοκοτρώνη και του Ξυλούρη δίπλα στα πορτραίτα του Κασπάροφ και του Καρπόφ, γκλίτσες από το χωριό Βυζίκι του ιδιοκτήτη-καφετζή Γιάννη πλάι σε σκακιστικά ρολόγια και σκακιστικά βιβλία, οι θαμώνες ήταν εκείνοι που μας γοήτευσαν περισσότερο. Ο «λοξός» τους χαρακτήρας, το αφοσιωμένο τους πάθος για ένα παιχνίδι που μένει πεισματικά μακριά από την επαγγελματική ενασχόληση μαζί του, η θαυμαστή τους πολλές φορές γκροτέσκα ιδιοσυγκρασία, η αγάπη που δείχνει ο ένας στον άλλον και η αλογόκριτη αυθορμησία τους που διαμορφώνει μια οικογένεια εκλεκτικών συγγενειών ήταν κάτι απείρως γοητευτικό. Η ταινία μας όμως, αν παρέμενε στα όρια της απλής «καταγραφής» τους θα παρέμενε εγκλωβισμένη στα πλαίσια του «ηδονοβλεπτικού» βλέμματος κάτι απλώς «εξωτικού». Το ντοκιμαντέρ είναι η τέχνη της αγάπης, και μόνο μέσω της αγάπης για τους ήρωές σου (και της αγάπης εκείνων για εσένα) μπορείς να κατανοήσεις βαθύτερα μια κατάσταση, να «σηκώσεις σιγά σιγά την κουρτίνα» και να σου αποκαλυφθεί η μύχια αλήθεια των χαρακτήρων σου. Μόνο μέσω μιας ειλικρινούς φιλίας θα γίνουν οι χαρακτήρες σου αληθινοί «ήρωες» με τα πάθη και τις πληγές που έχει κάθε ήρωας. Δυστυχώς, επικρατεί η συνήθης παρανόηση πως ένα ντοκιμαντέρ είναι «καταγραφή», αντίθετα, κάθε ταινία προσπαθεί να κάνει αυτό που επιδιώκει ένας ζωγράφος όταν φιλοτεχνεί ένα πορτραίτο. Όχι ν' αποτυπώσει τη φυσιογνωμία που έχει μπροστά του έτσι που να «μοιάζει», για αυτόν τον σκοπό υπάρχουν οι φωτογραφίες, αντίθετα προσπαθεί να «βγάλει το μέσα έξω», να αποτυπώσει τον ψυχισμό του εικονιζόμενου, αυτό που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά.

Το ντοκιμαντέρ σας καταγράφει έναν κόσμο που χάνεται. Πιστεύετε ότι το «Πανελλήνιον» είναι ένας χώρος αντίστασης σε αυτή την αλλαγή ή απλά ένας τελευταίος σταθμός πριν από την αναπόφευκτη εξαφάνιση;

Κ.Α: Προλάβαμε το καφενείο σ’ ένα μεταίχμιο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κάτι που γίνεται αντιληπτό αν συγκρίνεις τα πλάνα του ’19 με εκείνα του ’22, στα απόνερα της πανδημίας: η πελατεία αραίωσε, πολλοί υπερήλικες θαμώνες έφυγαν από τη ζωή (μεταξύ αυτών ο αγαπημένος μας Νίκος Σκαλκώτας, στον οποίο αφιερώνουμε την ταινία) και κάποιοι άλλοι κλείστηκαν στο καβούκι τους, φοβισμένοι απ’ τις συστάσεις των ειδικών. Ο Γιάννης παλεύει να κρατήσει το μαγαζί ζωντανό, αλλά δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο. Προσωπικά δεν θα ήθελα να δω το «Πανελλήνιον» να ξανανιώνει ως hipster. Το προτιμώ ως γνήσια παλιακό, έξω απ’ το συρμό της εποχής, κι όσο αντέξει...

Σ.Μ: Υπήρχε εξαρχής η συνειδητοποίηση ότι το «Πανελλήνιον» είναι ένας χώρος που σταδιακά χάνεται μέσα στον κυκλώνα του gentrification. Ταυτόχρονα ήταν απολύτως σαφές σε εμάς πως οι θαμώνες του καφενείου και ήρωες της ταινίας (αδιάφορο ποια ηλικία έχει ο καθένας) είναι άνθρωποι «παράκαιροι», σαν να ζουν στο κατώφλι δύο εποχών. Προέρχονται από έναν άλλον μαγικό κόσμο και μέσω της συνύπαρξής τους στο καφενείο προσπαθούν να φυλάξουν μέσα τους την ανθρωπιά, την κατανόηση και την αγάπη μέσα στον σύγχρονο όλο και περισσότερο ανελέητο και απρόσωπο κόσμο της μαζοποιήσης που τους κάνει να αισθάνονται περιθωριακούς. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, υπάρχει στην ταινία μας και ο χαρακτήρας του «ντοκουμέντου» που εκφράζεται κινηματογραφικά και με την χρήση του φθαρμένου φιλμ super8, σαν τις ρυτίδες ενός κόσμου που γερνά. Το «Πανελλήνιον» αποτελεί μια νησίδα σωτηρίας, ένα απάγκιο, μία κιβωτό και την τελευταία μορφή αντίστασης στην επίθεση ενός ανελέητου κόσμου, οι θαμώνες του είναι ήρωες που φυλάττουν πεισματικά «Θερμοπύλες».

Μέσα στο «Πανελλήνιον» βλέπουμε να συνυπάρχουν άνθρωποι από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Υπάρχουν άτυποι κανόνες που καθορίζουν τις ιεραρχίες μέσα σε αυτό τον μικρόκοσμο;

Κ.Α: Το «Πανελλήνιον» προσιδιάζει με παιδότοπο για ενηλίκους, όπου οι άνθρωποι εκφράζονται ελεύθερα και ξεδίνουν απ’ τις σκοτούρες της καθημερινότητας, σ’ ένα σύμπαν «μονωμένο» απ’ την υπόλοιπη ζωή τους. Σαφώς σ’ ένα τέτοιο σύμπαν δεν νοείται ιεραρχία, αφού αγράμματοι χειρώνακτες ταπεινώνουν σκακιστικά γιατρούς και δικηγόρους και πιτσιρίκια κατατροπώνουν μεσήλικες που ασχολούνται με το σκάκι σε όλη τους τη ζωή. Εξάλλου το καφενειακό σκάκι είναι απαλλαγμένο από βαθμολογίες (ELO) κι αυστηρούς κανονισμούς και εν πολλοίς κρίνεται στην ποσότητα του τσίπουρου και του trash talking.

Σ.Μ: Όπως διατείνεται με τον καλύτερο τρόπο ένας ήρωας της ταινίας, ο Βέντσισλαβ Ζαφείρωφ, η ομορφιά της οικογένειας του καφενείου είναι πως όταν οι θαμώνες περνούν το κατώφλι του «Πανελληνίου» ξεχνούν κάθε ιεραρχία και αφήνουν απ’ έξω κάθε τους ψευδαίσθηση εξουσίας. Στο καφενείο είναι όλοι ίσοι, και γίνονται μεμιάς παιδιά που παίζουν. Και τα παιδιά πριν μεγαλώσουν και διαφθαρούν, ποτέ δεν αισθάνονται ανώτερα από άλλα. Στο καφενείο συμβαίνει μια μεταμόρφωση των ανθρώπων, απεκδύονται κάθε κοινωνική νόρμα και γίνονται άνθρωποι. Στο σκάκι υπάρχει πάντοτε η ισοπαλία, και άνθρωποι που γλεντούν, παίζουν σκάκι, φιλοσοφούν και τραγουδάνε όλοι μαζί, δεν μπορούν παρά να είναι ίσοι. Κάτι που θεωρώ επίσης ενδιαφέρον είναι η έννοια της σκακιστικής «ισοπαλίας» που στα γερμανικά μεταφράζεται ως «unentschieden», που θα πει «δεν αποφασίστηκε το αποτέλεσμα», έννοια που αντανακλά με τον καλύτερο τρόπο την δυτική, μανιχαϊστική θεώρηση της ζωής όπου πάντα θα υπάρχει νικητής και ηττημένος, ακόμα κι αν προς ώρας δεν έχει κριθεί με βεβαιότητα. Κι όμως, στα ελληνικά θα υπάρχει πάντα η «ισοπαλία».

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, υπήρξαν στιγμές όπου οι θαμώνες ξέχασαν εντελώς την παρουσία της κάμερας και άφησαν τον πραγματικό τους εαυτό να φανεί;

Κ.Α: Αντιμετωπίσαμε εξ αρχής τους θαμώνες ως συνδημιουργούς, ηθοποιούς του εαυτού τους, αφηγητές... κι όχι ως αντικείμενα παρατήρησης. Φυσικά το σκέλος της παρατήρησης συνυπάρχει μ’ εκείνο της μυθοπλασίας, κι όσο πιο αδιάφορος ήταν κανείς για τον φακό τόσο πιο απολαυστικές στιγμές μάς χάριζε. Αλλά κατά βάση δεν εκμαιεύσαμε τον αυθορμητισμό, ούτε προσπαθήσαμε να «κρύψουμε» την κάμερα (πολλά κοντινά πλάνα είναι τραβηγμένα με ευρυγώνιο, ενώ ελάχιστα χρησιμοποιήσαμε τηλεφακό). Απ’ την άλλη, πολλές σκηνές «στημένες» στο πλαίσιο του σεναρίου, ξεστράτιζαν κι αποκτούσαν μια άλλη μαγεία που κανείς μας δεν είχε προβλέψει – κι ας είχαν οι πρωταγωνιστές πλήρη συναίσθηση της διαδικασίας του γυρίσματος. Το «αυθόρμητο» και το «αυθεντικό» είναι μάλλον σχετικά, τόσο στο σινεμά όσο και στη ζωή...

Σ.Μ: Ένα μέρος της ταινίας θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως ακραιφνώς «παρατηρησιακό ντοκιμαντέρ». Μέσω των γυρισμάτων της ταινίας όμως, συνειδητοποίησα πως δεν υπάρχει τίποτα πιο στημένο από το «αυθόρμητο». Η λογική του να πείσεις τους ήρωές σου να «ξεχάσουν την κάμερα» είναι λανθασμένη, όταν καταφύγεις στην ειλικρίνεια και τους υποδείξεις τον φακό, μπροστά στον οποίο είναι ελεύθεροι να εκφράσουν τις βαθύτερες επιθυμίες τους, τα όνειρά τους και τις πληγές τους, τότε μόνο οι άνθρωποι μπορούν να αποκαλύψουν τον αληθινό τους εαυτό. Γιατί ο πραγματικός εαυτός του καθενός μας δεν διαφαίνεται όταν διαβαίνουμε αμέριμνοι τον δρόμο καπνίζοντας ή όταν κάνουμε κάτι εξίσου αδιάφορο, μέσα στην ψυχή μας και σε ό,τι συνηθίζουμε να κρύβουμε από τους άλλους φωλιάζει το μύχιό μας συναίσθημα, η μύχιά μας αλήθεια.

Κάποιοι από τους θαμώνες εξομολογούνται προσωπικές τους ιστορίες. Υπήρξε κάποια εξομολόγηση που σας συγκίνησε ιδιαίτερα ή άλλαξε τον τρόπο που βλέπατε το ντοκιμαντέρ σας;

Κ.Α: Προσωπικά, διαχωρίζω τη συγκίνηση του πραγματικού κόσμου, των off camera εξομολογήσεων μεταξύ φίλων, από εκείνη του γυρίσματος. Βλέποντας το καφενείο μέσα απ’ το φακό ή το σκηνοθετικό μόνιτορ, ανατρίχιασα κάποιες φορές με τη δυνητική καλλιτεχνική αξία λόγων και πράξεων· όχι με το περιεχόμενό τους αυτό καθεαυτό. Ναι, υπήρξαν «ερμηνείες» που όταν τις είδα στο μόνιτορ κατάλαβα τι πραγματικά κάνουμε και πώς πρέπει να το χειριστούμε στο μοντάζ. Ο Σπύρος νομίζω πως πέρναγε συχνότερα τη γραμμή μεταξύ κινηματογραφιστή και κινηματογραφούμενου, δεν έβλεπε τα πράγματα με την ίδια απόσταση, εξ ου και βρισκόταν πολύ συχνά μπροστά από την κάμερα ως μέρος της παρέας.

Σ.Μ: Όταν άρχισα να καταγράφω σ' ένα σημειωματάριο όσα μου περιέγραφε ο φίλος μου Βέντσισλαβ Ζαφείρωφ, σκέφτηκα ότι οι σκέψεις του αυτές όφειλαν να ηχογραφηθούν εκ νέου για την ταινία. Έτσι, ανατρέχοντας στις καταγραφές μου τού ζήτησα να τις επαναλάβει σε μορφή voice over. Ο Βέντσισλαβ Ζαφείρωφ λοιπόν, ο φιλόσοφος του καφενείου και η βελούδινη φωνή του που περιδιαβαίνει τα τραπέζια των υπόλοιπων ηρώων και φτιάχνει ποιήματα που μιλούν για την πραγματικότητα (ή τη μη πραγματικότητα, τον φανταστικό κόσμο του καφενείου με τα φανταστικά όντα του) έγινε στο μοντάζ «η φωνή του Πανελληνίου», ένα αφηγηματικό νήμα που διατρέχει και δένει όλη την ταινία.

Μιλήστε μας για τη μοναδική γυναίκα θαμώνα που εμφανίζεται σαν «η βασίλισσα στη σκακιέρα». Ποια είναι η δική της θέση μέσα σε αυτόν τον μικρόκοσμο;

Κ.Α: Η βασίλισσα της ταινίας, η Εύη, είναι ισότιμη και συγχρόνως διακριτή στο ανδροκρατούμενο καφενείο. Πρόκειται για μια ευαίσθητη, εκκεντρική παρουσία που αρέσκεται στην ποίηση, τη φιλοσοφία, το σκάκι και την κατασκευή οριγκάμι με ασύγκριτη δεξιοτεχνία.

Σ.Μ: Η Εύη Δράκου, μοναδική γυναίκα θαμώνα του Πανελληνίου είναι όντως «η βασίλισσα στη σκακιέρα», η μόνη γυναικεία μορφή πάνω στην σκακιέρα που είναι ταυτόχρονα όμως και το πιο ισχυρό σκακιστικό κομμάτι. Η Εύη φέρνει τη μουσική και την ποίηση στο καφενείο, είναι εκείνη που παίζει φυσαρμόνικα, ένα όργανο που έχει τυχαίως φέρει μέσα του τη λέξη «αρμονία».

Η εναλλαγή ανάμεσα στο ασπρόμαυρο και το έγχρωμο super 8 φιλμ είναι ένα πολύ ενδιαφέρον αφηγηματικό εργαλείο. Τι θέλατε να εκφράσετε μέσα από αυτή την επιλογή;

Κ.Α: Η επιλογή του ασπρόμαυρου ήταν κοινός τόπος και για τους δυο μας απ’ την πρώτη στιγμή που θελήσαμε να φιλμάρουμε το καφενείο (δηλαδή σχεδόν απ’ την πρώτη στιγμή που διαβήκαμε το κατώφλι του). Αυτή η αίσθηση του ακίνητου χρόνου, της προστασίας από τον έξω κόσμο και συγχρόνως του εγκλωβισμού, δεν θα μπορούσε να αποδοθεί αλλιώς· το ίδιο και οι μορφές των ηρώων, ιδίως στα κοντινά τους που έχουν βαρύνοντα ρόλο στην ταινία. Απ’ την άλλη, το super8 εμφιλοχωρεί και σπάει βίαια την ασπρόμαυρη καθημερινότητα με αφηγήσεις ή αναπαραστάσεις ονείρων και αναμνήσεων των πρωταγωνιστών, που ξέρουν πως η πεπερασμένη διάρκεια και το υψηλό για τα δεδομένα μας κόστος του φιλμ τούς θέτουν εκ των πραγμάτων σε ρόλο perfomer. Σχηματικά, το ασπρόμαυρο είναι κατά βάση η κανονικότητα, το παρόν, και τα εμβόλιμα super8 είναι ντοκουμέντα σε χρονοκάψουλα, μια αίσθηση που εντείνεται απ’ τη «βρωμιά» του φιλμ.

Σ.Μ: To ασπρόμαυρο παραπέμπει στη μαυρόασπρη σκακιέρα αλλά και παραπέμπει στο «άχρονο» που χαρακτηρίζει τους ήρωες και το ίδιο το καφενείο «Πανελλήνιον». Επίσης ο χαρακτήρας του ασπρόμαυρου απαλείφει τις ταξικές και κοινωνικές διαφορές που συχνά εκφράζονται μέσω της ενδυμασίας που όμως μέσω του ασπρόμαυρου ομογενοποιείται, και έτσι παραπέμπει στην ισότητα των ανθρώπων μέσα στο καφενείο. Το φθαρμένο και ταλαιπωρημένο, «ελαττωματικό» έγχρωμο super 8 φιλμ προσιδιάζει σε ντοκουμέντο, σαν αρχειακό υλικό που βρέθηκε θαμμένο μέσα στη γη, χρόνια μετά μια υποτιθέμενη καταστροφή του καφενείου και αυτού του κόσμου που βυθίζεται στην ανυπαρξία, και ταυτόχρονα στο «φλου» των ονείρων και στη μη ρεαλιστικότητά τους. Όνειρο και ντοκουμέντο συμπλέκονται στην χρήση του super 8, μα άλλωστε, τίποτα δεν είναι πιο ποιητικό από την πραγματικότητα και καμία μυθοπλασία δεν μπορεί να ξεπεράσει την πραγματικότητα σε φαντασία.

Το ντοκιμαντέρ έχει έναν ιδιαίτερο ρυθμό, σαν να κινείται στο δικό του χωροχρόνο. Πώς διαμορφώθηκε αυτό το ύφος κατά τη διάρκεια του μοντάζ;

Κ.Α: Το μοντάζ ήταν ιδιαίτερα επίπονο και χρονοβόρο, αφού κληθήκαμε να αποστασιοποιηθούμε απ’ το υλικό και να απαντήσουμε στο απλό και συνάμα βασανιστικό ερώτημα τού μοντέρ μας «τι ταινία κάνετε». Όσον αφορά το ρυθμό, ήταν κοινό μας αίτημα να είναι σχετικά αργός, υποβλητικός, να μην παρασυρθούμε σε μια πιο εύπεπτη εκδοχή της ταινίας. Οι κινήσεις της κάμερας και το ίδιο το περιεχόμενο των σκηνών μάς ωθούσαν σ’ αυτή την κατεύθυνση. Συνεπώς, θεωρώ πως υπηρετήσαμε το υλικό, δεν του «φορέσαμε» το ρυθμό μας. Τα καίρια ερωτήματα για μας ήταν πρωτίστως νοηματικά – αφηγηματικά.

Σ.Μ: Μέσω του πλεξίματος των εποχών, μέσω της άτακτης σύμπλεξης καλοκαιριού, χιονιά, καύσωνα και κρύου, εκφράζεται το άχρονο που επικρατεί στο καφενείο, σ' έναν χώρο εκτός τόπου και χρόνου που λες και ίπταται στην αιωνιότητα αναλοίωτο, μέσα από τους ίδιους θαμώνες που παίζουν και ξαναπαίζουν σκάκι και μια παρτίδα «ανασταίνει» ευθύς την επόμενη. Αυτός ο ιδιότυπος χωροχρόνος του μοντάζ εκφράζει μια κυκλική αντίληψη του χρόνου.

Το ντοκιμαντέρ σας έχει ήδη συγκινήσει κοινό και κριτικούς. Πώς ελπίζετε να επηρεάσει όσους το δουν αποκλειστικά στο Cinobo Πατησίων;

Κ.Α: Το σινεμά είναι λαϊκή τέχνη κι εμείς γυρίσαμε μια ταινία λαϊκή, προσβάσιμη στο κοινό (σινεφιλικό ή μη). Όσες φορές είδα το «Πανελλήνιον» σε γεμάτες αίθουσες η αλληλεπίδραση των θεατών ήταν ζωηρή, σαν να γίνονταν ένα με την παρέα των ηρώων – εξάλλου ο αφηγητής και βασικός ήρωας της ταινίας, Βεντς, έκλεψε την παράσταση όποτε μας συνόδευσε σε Q&A. Η δυνατότητα μιας ταινίας να επηρεάσει στ’ αλήθεια τις συνειδήσεις είναι το απώτατο στοίχημα, αλλά πριν φτάσουμε ως εκεί προηγείται η καλή κινηματογραφική εμπειρία που, όπως αποδεικνύει το εγχείρημα του Cinobo Πατησίων και του Midnight Express, είναι πάντα συλλογική.

Σ.Μ: Ευχή κάθε έργου τέχνης είναι κατ’ εμέ να διευρύνει τα όρια της ευαισθησίας μας. Να δούμε την ομορφιά εκεί που δεν πιστεύαμε μέχρι πριν ότι υπάρχει, για παράδειγμα σε ένα μικρό καφενείο σχεδόν αθέατο μέσα στο κέντρο της Αθήνας και σε ανθρώπους που με την πρώτη ματιά θα χαρακτηρίζαμε απλώς «περιθωριακούς» ή «αλλόκοτους». Προσωπικά δεν μ' ενδιαφέρει αν μια ταινία είναι «καλή» ή «κακή», σκοπός μου δεν είναι να κινηματογραφήσω τον κινηματογράφο στο πλαίσιο μιας «επαγγελματικής διαστροφής». Αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι αν μια ταινία είναι «αγγιχτική» ή όχι, αν μπορεί να συγκινήσει και να δημιουργήσει συναισθήματα. Αν το «Πανελλήνιον» συγκινήσει τους ανθρώπους που θα έρθουν να το δουν στο Cinobo Πατησίων, θα είμαι ευτυχισμένος.

σκάκιCinoboντοκιμαντέρ