Το ελληνικό σινεμά δεν αντέχει άλλη αναμονή - Το πιο υποχρηματοδοτημένο όλης της Ευρώπης
Άγγελος ΓεραιουδάκηςΗ πρωτοβουλία «Σινεμά στην Ελλάδα – Ορατότης Μηδέν» γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη για έναν ουσιαστικό διάλογο γύρω από το παρόν και το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου. Μια συλλογική κίνηση που ξεκίνησε, μέσα από ανησυχίες δημιουργών, τεχνικών, παραγωγών, ηθοποιών και ανθρώπων του χώρου, και που σήμερα αριθμεί πάνω από 2.300 επαγγελματίες του οπτικοακουστικού τομέα, καθώς και διεθνείς υποστηρικτές, μεταξύ των οποίων ονόματα όπως η Ζιλιέτ Μπινός, ο Γουίλεμ Νταφόε, ο Ρούμπεν Έστλουντ και ο Πάβελ Παβλικόφσκι.
Η πρωτοβουλία, με σύνθημα «Ορατότης Μηδέν», επιδιώκει ν' αποτυπώσει αυτό ακριβώς που βιώνει σήμερα η ελληνική κινηματογραφική κοινότητα. Μια περίοδο έντονης δημιουργικότητας, αλλά και αυξανόμενης αβεβαιότητας. Όπως λένε τα μέλη της, «ορατότητα μηδέν» δεν σημαίνει παραίτηση, αλλά διεκδίκηση μιας καθαρής πορείας μέσα από την ομίχλη.
Το περιστατικό στο Φεστιβάλ Δράμας
Πριν από λίγες εβδομάδες, στο 48ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, η ένταση που υποβόσκει στον κινηματογραφικό χώρο πήρε δημόσια μορφή. Ανεβαίνοντας στο βήμα, ο υφυπουργός Πολιτισμού, Ιάσονας Φωτήλας, υπογράμμισε τη σταθερή στήριξη του ΥΠΠΟ στο θεσμό και τόνισε με έμφαση πως «ποτέ άλλοτε δεν έχουν δαπανηθεί τόσα χρήματα στον οπτικοακουστικό τομέα όσο την περίοδο 2019–2025». Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, πάνω από 1.000 έργα χρηματοδοτήθηκαν με σχεδόν 230 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι ιδιώτες επένδυσαν άλλα 555 εκατομμύρια. Από αυτά, πάνω από 2 εκατομμύρια κατευθύνθηκαν στις μικρού μήκους και περίπου 8 εκατομμύρια στα ντοκιμαντέρ.
Ωστόσο, η λεπτομερής απαρίθμηση των χρημάτων προκάλεσε την αντίδραση αρκετών παρευρισκομένων. Κινηματογραφιστές και μέλη κριτικών επιτροπών, όπως ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης και ο Άγγελος Φραντζής, σχολίασαν ανοιχτά την τοποθέτηση του υφυπουργού.
Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε ακόμη περισσότερο όταν ο κ. Φωτήλας, επιστρέφοντας στη σκηνή για να απονείμει τον Χρυσό Διόνυσο, σχολίασε τα αιτήματα της κίνησης «Ορατότης μηδέν» αλλά και αναφέρθηκε στην κατάργηση του τέλους συνδρομητικής τηλεόρασης, διαβεβαιώνοντας πως «οι Έλληνες πολίτες δεν θα το πληρώνουν πλέον, όμως το ελληνικό σινεμά δεν θα χάσει ούτε ένα ευρώ». Οι αντιδράσεις δεν άργησαν να εκδηλωθούν και η τελετή έκλεισε μέσα σ' ένα κλίμα αναστάτωσης, που, όπως ειπώθηκε, «θα μείνει αλησμόνητο σε όλους, αν και για διαφορετικούς λόγους».
Τα αιτήματα
Το μεσημέρι της Τετάρτης (15/10), τα μέλη της πρωτοβουλίας «Σινεμά στην Ελλάδα – Ορατότης Μηδέν» παραχώρησαν την πρώτη τους συνέντευξη Τύπου στον κινηματογράφο Άστορ, παρουσία δημοσιογράφων και με ανοιχτή πρόσκληση προς τους εκπροσώπους της πολιτείας. Στο πάνελ συμμετείχαν οι Έλενα Βαρδαβά (σκηνογράφος), Γιώργος Ζαφείρης (μοντέρ), Κόρα Καρβούνη (ηθοποιός), Ελένη Κοσσυφίδου (παραγωγός), Άγγελος Κοβότσος (σκηνοθέτης – παραγωγός ντοκιμαντέρ), Χριστίνα Μουμούρη (διευθύντρια φωτογραφίας), Λέανδρος Ντούνης (σχεδιαστής ήχου), Αντιγόνη Ρώτα (παραγωγός), Άγγελος Φραντζής και Ελίνα Ψύκου (σεναριογράφοι – σκηνοθέτες – παραγωγοί).
«Αυτό που ζητήσαμε και εξακολουθούμε να ζητάμε από την ελληνική πολιτεία είναι μια ισορροπημένη στρατηγική με όραμα, ανάμεσα στο εγχώριο σινεμά, τις αλλοδαπές παραγωγές που έρχονται στη χώρα μας και τις παραγωγές για την εγχώρια τηλεόραση» υπογράμμισαν οι ίδιοι.
Τα μέλη της πρωτοβουλίας παρουσίασαν με σαφήνεια τα αιτήματά τους:
- Ενίσχυση των επιλεκτικών προγραμμάτων στα 15 εκατ. ευρώ ετησίως, με σταθερή πηγή χρηματοδότησης, καθώς χωρίς ισχυρή εθνική κινηματογραφία δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμο οπτικοακουστικό οικοσύστημα.
- Σαφή χρονοδιαγράμματα για το cash rebate, ώστε να μειωθεί η γραφειοκρατία και η αβεβαιότητα που αποθαρρύνει τις διεθνείς συμπαραγωγές.
- Συμμετοχή επαγγελματιών του τομέα στη χάραξη πολιτικής.
Όπως ειπώθηκε, τα τρία βασικά παρακλάδια του οπτικοακουστικού τομέα —εγχώριος κινηματογράφος, αλλοδαπές παραγωγές και εγχώρια τηλεόραση— μπορούν να συνυπάρξουν ισότιμα, αλληλοτροφοδοτούμενα, ενισχύοντας την πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
«Επιδιώκουμε ο ελληνικός κινηματογράφος να έχει τα μέσα που χρειάζεται για να σταθεί ανταγωνιστικά στο ευρωπαϊκό περιβάλλον» ανέφεραν. «Να αναπτύσσει τα ταλέντα του, να διεκδικεί το κοινό του και να προβάλλει τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό στο εξωτερικό... Δεν είμαστε εναντίον του ΕΚΚΟΜΕΔ, δεν είμαστε απέναντι σε κανέναν. Το ζήτημα δεν είναι προσωπικό. Το ΕΚΚΟΜΕΔ είναι το σπίτι μας, είναι ο οργανισμός που υπάρχει γιατί υπάρχουν κινηματογραφιστές, και το μόνο που μας απασχολεί είναι η σωστή του λειτουργία, η επαρκής αναλογική χρηματοδότηση όλων των προγραμμάτων του, και η ύπαρξη μιας εθνικής κινηματογραφικής στρατηγικής που θα έχει προοπτική και θα λαμβάνει υπόψη της την διεθνή εμπειρία».
Cash rebate και ΕΣΠΑ
Το «cash rebate» (ή αλλιώς μηχανισμός επιστροφής μετρητών) είναι ένα οικονομικό κίνητρο που δίνει το κράτος σε εταιρείες παραγωγής κινηματογραφικών, τηλεοπτικών ή άλλων οπτικοακουστικών έργων. Οταν μια παραγωγή γυρίζεται στην Ελλάδα (είτε ελληνική είτε ξένη), το κράτος επιστρέφει ένα ποσοστό των επιλέξιμων δαπανών που έγιναν στη χώρα — δηλαδή μέρος των χρημάτων που δαπανήθηκαν για συνεργεία, ηθοποιούς, εξοπλισμό, ξενοδοχεία, ενοικιάσεις χώρων, μετακινήσεις κ.λπ.
Με τον νέο νόμο του 2024, το cash rebate χωρίζεται σε δύο δράσεις: Την πρώτη που έχει 55 εκατομμύρια από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (όπως το σύνολο του cash rebate έως και το 2024), με δικαιούχους:
1. Μεγάλες επιχειρήσεις (όσες δηλαδή απασχολούν περισσότερους από 250 εργαζόμενους – δηλαδή τα τηλεοπτικά κανάλια και από όσο γνωρίζουμε μόνο μία εταιρεία παραγωγής με αποκλειστικό αντικείμενο την τηλεόραση), και άρα ενισχυόμενα έργα τις τηλεοπτικές σειρές
2. Αλλοδαπές επιχειρήσεις, άρα ενισχυόμενα έργα: μεγάλα service, συνήθως αμερικάνικα, στα οποία ο Έλληνας παραγωγός συμβάλλεται ως service producer, δηλαδή ως εκτελεστής παραγωγός και όχι ως συμπαραγωγός
Και τη δεύτερη δράση που έχει 50 εκατομμύρια, από το ΕΣΠΑ, με δικαιούχους τις Μικρομεσαίες επιχειρήσεις (όσες δηλαδή απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζόμενους – δηλαδή όλες τις εταιρείες παραγωγής) και άρα ενισχυόμενα έργα: τις ελληνικές ταινίες, τις σειρές στις οποίες είναι δικαιούχος η εταιρεία παραγωγής και όχι ένα τηλεοπτικό κανάλι, τις ξένες παραγωγές στις οποίες είναι δικαιούχος η ελληνική εταιρεία παραγωγής - αναγκαστικά στις περιπτώσεις όπου οι παραγωγοί συμβάλλονται ως συμπαραγωγοί και όχι ως service producers, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις που συμβάλλονται ως service producers
Όπως έχει αναλυθεί και στην επιστολή της 6ης Ιουνίου, «το ΕΣΠΑ δεν έχει σχεδιαστεί ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες και ρυθμούς του οπτικοακουστικού τομέα». Για τον λόγο αυτό, η πρωτοβουλία είχε ζητήσει την επίλυση των σοβαρών προβλημάτων που προκύπτουν από τη χρηματοδότηση του cash rebate μέσω του ΕΣΠΑ – ενός εργαλείου που, λόγω της γραφειοκρατικής του φύσης, αποδεικνύεται ανεπαρκές και μη ευέλικτο για την παραγωγή κινηματογραφικών και τηλεοπτικών έργων.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα, τα ζητήματα αυτά παραμένουν άλυτα. Μετά, βέβαια, τη δημοσίευση της πρώτης ανοιχτής επιστολής, πραγματοποιήθηκαν δύο συναντήσεις – τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο – με εκπροσώπους του ΕΣΠΑ, του ΕΚΟΜΕ και του ΣΑΠΟΕ, όπου τέθηκαν εκ νέου όλα τα θέματα. Υπάρχει πλέον δέσμευση ότι ο μεγαλύτερος όγκος των προβλημάτων θα επιλυθεί το επόμενο διάστημα.
Καθυστερήσεις του cash rebate
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί πως, σύμφωνα με ανακοίνωση του Οργανισμού στις 8 Αυγούστου, τα διαθέσιμα κονδύλια της Δράσης Α, ύψους 35 εκατομμυρίων ευρώ, που αφορούν αιτήσεις μεγάλων ή αλλοδαπών επιχειρήσεων (εκτός τηλεοπτικών καναλιών), έχουν ήδη εξαντληθεί. Στα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία του Οργανισμού (15/10/2025) η ίδια κατηγορία εμφανίζει αρνητικό πρόσημο 5,75 εκατομμυρίων, γεγονός που δείχνει ότι οι παραγωγοί συνέχισαν να υποβάλλουν αιτήσεις, παρότι τα κονδύλια είχαν ήδη εξαντληθεί.
Ο νόμος προβλέπει τη δυνατότητα μεταφοράς ποσών εντός της ίδιας Δράσης, κάτι που σημαίνει πως ενδέχεται να μεταφερθούν χρήματα από το κονδύλι των παρόχων στο κονδύλι των μεγάλων ή αλλοδαπών επιχειρήσεων. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και αν συμβεί αυτό, το συνολικό διαθέσιμο ποσό της Δράσης Α, σήμερα (15/10/2025), ανέρχεται μόλις σε 2.572.000 ευρώ, τη στιγμή που από τα 52.428.000 ευρώ των αιτημάτων έχουν εκδοθεί αποφάσεις μόνο για 12.558.000 ευρώ — ένα στοιχείο που αποτυπώνει με σαφήνεια τις σοβαρές καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων.
Αντίστοιχα, στη Δράση Β, από τα 27.041.000 ευρώ που έχουν αιτηθεί, έχουν εγκριθεί μόλις 992.000 ευρώ, μέσα σε διάστημα οκτώ μηνών. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον νέο νόμο του Απριλίου 2024, οι αποφάσεις υπαγωγής οφείλουν να εκδίδονται εντός τριών μηνών από την αίτηση, και οι πληρωμές να ολοκληρώνονται εντός τριών μηνών από την πιστοποίηση του ποσού. Στην πράξη, όμως, καμία από τις προθεσμίες αυτές δεν τηρείται, ενώ ο απαιτούμενος έλεγχος πριν από την πιστοποίηση παραμένει απρόβλεπτα χρονοβόρος.
Παράλληλα, στις 5 Αυγούστου 2025 δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ η τροποποίηση του νόμου ενίσχυσης της οπτικοακουστικής παραγωγής, που αφορά αποκλειστικά το cash rebate. Μια από τις σημαντικές αλλαγές είναι πως πλέον και οι συμπαραγωγές έχουν τη δυνατότητα να μεταβιβάζουν την ενίσχυση σε αλλοδαπή εταιρεία παραγωγής, ώστε να μπορούν και αυτές να υπαχθούν στη Δράση Α — αποφεύγοντας έτσι τα τεχνικά εμπόδια του ΕΣΠΑ και της Δράσης Β. Ωστόσο, μένει αμφίβολο κατά πόσο το μέτρο θα έχει πρακτική εφαρμογή, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το κονδύλι για το 2025 είχε ήδη εξαντληθεί από τον Αύγουστο, δηλαδή λιγότερο από έξι μήνες μετά την έναρξη της διαδικασίας στις 20 Φεβρουαρίου. Επομένως, τουλάχιστον για φέτος, οι συμπαραγωγές δεν μπορούν να επωφεληθούν από αυτή την τροποποίηση.
Στασιμότητα και υποχρηματοδότηση
Σε ό,τι αφορά τα επιλεκτικά προγράμματα και τη διανομή, η πρωτοβουλία είχε ζητήσει την αύξηση της χρηματοδότησης στο συνολικό ποσό των 15 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως – δέσμευση που είχε αναληφθεί ήδη από τον Νοέμβριο του 2023 – και την αντίστοιχη αύξηση της ενίσχυσης της διανομής στα 500.000 ευρώ.
Ωστόσο, καμία ουσιαστική πρόοδος δεν έχει σημειωθεί. Οι τελευταίες προεγκρίσεις που ανακοινώθηκαν στις 13 Οκτωβρίου 2025 δείχνουν πολύ περιορισμένη εξέλιξη: για πρώτη φορά εγκρίθηκε το ανώτατο ποσό χρηματοδότησης των 350.000 ευρώ για δύο μόλις σχέδια ταινιών μεγάλου μήκους. Παρότι πρόκειται για θετικό βήμα, το ποσό αυτό παραμένει εξαιρετικά χαμηλό σε σχέση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά δεδομένα — και, όπως τονίζεται, οφείλει να διπλασιαστεί, όπως και το ανώτατο ποσό των 35.000 ευρώ για τις μικρού μήκους.
Παράλληλα, η πρόσφατη «διαβούλευση» που ολοκληρώθηκε στις 13/10/2025 προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς περιορίστηκε σ' ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο χωρίς ταυτοποίηση επαγγελματιών, ενώ δεν εστίαζε στο μείζον ζήτημα της υποχρηματοδότησης. Όπως σημειώνει η πρωτοβουλία, τα επιλεκτικά προγράμματα πράγματι χρειάζονται αναθεώρηση κάθε λίγα χρόνια, ωστόσο προϋπόθεση για κάθε αλλαγή είναι να εξασφαλιστούν πρώτα οι αναγκαίοι πόροι.
Στην απάντησή τους προς τη διαβούλευση, τα μέλη της πρωτοβουλίας πρότειναν συγκεκριμένες λύσεις:
- τη διαμόρφωση ουσιαστικού προϋπολογισμού ύψους 15 εκατομμυρίων ευρώ,
- τη συμμετοχή επαγγελματιών του κλάδου στην αξιολόγηση,
- την ενίσχυση της εξωστρέφειας των ίδιων των ταινιών,
- τη στήριξη της εγχώριας διανομής και των αιθουσών,
- τη θεσμική ρύθμιση των παραθύρων προβολής,
- και την επένδυση στη δημιουργία κοινού και στην κινηματογραφική παιδεία.
Παράλληλα, υπογραμμίστηκε η ανάγκη για πραγματικές διεθνείς συμπαραγωγικές συμμαχίες, όπως εκείνη που υπήρχε με τη Γαλλία και δεν ανανεώθηκε.
Το τέλος συνδρομητικής τηλεόρασης και η νέα τροπολογία
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στην κατάργηση του τέλους συνδρομητικής τηλεόρασης, το οποίο μέχρι τον Απρίλιο του 2024 αποτελούσε σταθερό πόρο ύψους περίπου 10 εκατομμυρίων ευρώ για τον τακτικό προϋπολογισμό του ΕΚΟΜΕΔ, χρηματοδοτώντας τόσο τα επιλεκτικά προγράμματα όσο και το πρόγραμμα «Εξωστρέφεια».
Μετά τις αντιδράσεις των σωματείων και της πρωτοβουλίας —και το σχετικό περιστατικό στο Φεστιβάλ Δράμας παρουσία του Υφυπουργού Πολιτισμού Ιάσονα Φωτήλα— κατατέθηκε τροπολογία στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που προβλέπει πρόσθετη ετήσια επιχορήγηση προς το ΕΚΟΜΕΔ. Η επιχορήγηση «δεν υπερβαίνει το 50% των εσόδων από τα τέλη συνδρομητικής τηλεόρασης του 2024», δηλαδή 10,27 εκατομμύρια ευρώ. Η πρωτοβουλία επισημαίνει πως η φράση «δεν υπερβαίνει το ποσό» είναι προβληματική και καλεί τους επαγγελματίες να τοποθετηθούν στη δημόσια διαβούλευση που λήγει στις 22 Οκτωβρίου.
Παρότι χαιρετίζεται η αντικατάσταση του πόρου, τονίζεται πως για να ξεφύγει η Ελλάδα από την τελευταία θέση στην Ευρώπη απαιτείται κάτι πολύ περισσότερο: όχι η κατάργηση του φόρου, αλλά η επέκτασή του και στις αλλοδαπές πλατφόρμες, ώστε να υπάρχει ισότιμη συνεισφορά όλων των παρόχων στην εθνική κινηματογραφική πολιτική.
Τι συμβαίνει με τα ντοκιμαντέρ
Ο ιδρυτικός νόμος του ΕΚΟΜΕ ορίζει το ντοκιμαντέρ ως δύσκολο κινηματογραφικό είδος. Αυτή η νομική κατοχύρωση ήταν αποτέλεσμα της πίεσης που εξάσκησε η κινηματογραφική κοινότητα και ιδιαίτερα η κοινότητα των ντοκιμαντεριστών, που επίσης κατάφεραν ύστερα από επίμονες πιέσεις ετών να αναγνωριστεί το ντοκιμαντέρ ως ισότιμο κινηματογραφικό είδος με τη μυθοπλασία και το animation. Αυτό αποτυπώθηκε στο χρηματοδοτικό κανονισμό του ΕΚΚ τα τελευταία χρόνια, πριν την ενοποίηση με το ΕΚΟΜΕ.
Στο πλαίσιο αυτό και αναγνωρίζοντας την ανάπτυξη του είδους, η οποία αποτυπώνεται τόσο στην παραγωγή όσο και στις διεθνείς διακρίσεις, ο θεσμικός φορέας χρηματοδότησης τηρούσε άτυπα μία ποσόστωση 25% - 30% επί του συνολικού προϋπολογισμού των επιλεκτικών προγραμμάτων για την ενίσχυση του ντοκιμαντέρ αυξάνοντας τη χρηματοδότησή του στο πλαίσιο του ελάχιστου ποσού χρημάτων που διέθετε.
Όμως στις τελευταίες προεγκρίσεις, αυτό το ποσοστό, γεγονός που θεωρούμε απαράδεκτο, δεν ικανοποιήθηκε ούτε στο ελάχιστο παρ’ όλο που το συνολικό ποσό χρηματοδότησης αυξήθηκε. Στο στάδιο παραγωγή χορηγείται προέγκριση χρηματοδότησης συνολικού ύψους 2.500.000 ευρώ σε 10 σχέδια (9 μυθοπλασίας και 1 ντοκιμαντέρ), και για το ντοκιμαντέρ αναλογούν 60.000 ευρώ από τα 2.500.000 ευρώ. Ακριβώς για το λόγο αυτό ζητούμε να κατοχυρωθεί ποσοστιαία κατανομή 30% επί του συνολικού ετήσιου προϋπολογισμού των επιλεκτικών προγραμμάτων χρηματοδότησης αποκλειστικά για το ελληνικό ντοκιμαντέρ. Από τις μέχρι τώρα τοποθετήσεις γίνεται σαφής η αναγκαιότητα αύξησης του προϋπολογισμού των επιλεκτικών προγραμμάτων σε 15.000.000 ευρώ το χρόνο. Κι αυτό που είναι σημαντικό είναι να κατοχυρωθεί ως ένας σταθερός πόρος.
Το ντοκιμαντέρ παραμένει διαχρονικά υποχρηματοδοτημένο και σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τη μυθοπλασία. Ενδεικτικά, στα επιλεκτικά προγράμματα το ανώτατο ποσό χρηματοδότησης ανέρχεται στα 100.000 ευρώ, ωστόσο την τελευταία διετία το υψηλότερο ποσό που αποδόθηκε σε ντοκιμαντέρ δεν ξεπέρασε τις 73.000 ευρώ.
Σήμερα, η μέση χρηματοδότηση κυμαίνεται γύρω στις 60.000 ευρώ, ποσό που δεν επαρκεί για μια ολοκληρωμένη ποιοτικά ταινία. Για παράδειγμα στην Γαλλία (CNC) το μέγιστο ποσό που μπορεί να πάρει ένα ντοκιμαντέρ είναι 500.000 ευρώ, στην Ιρλανδία (Screen Ireland – Documentary Production) το μέγιστο ποσό είναι 250.000 ευρώ, στην Πολωνία (Polish Film Institute – Objective III (doc production) το μέγιστο ποσό είναι 230.000 ευρώ. Προτείνεται, λοιπόν, το ανώτατο ποσό χρηματοδότησης του ντοκιμαντέρ ανά σχέδιο να αυξηθεί στα 200.000€, ώστε να καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες παραγωγής
Ακούγοντάς τους, δεν μπορούσα να μη σκεφτώ πως πίσω από κάθε αίτημα, πίσω από κάθε στατιστικό νούμερο, κρύβεται μια ιστορία ανθρώπων που προσπαθούν να δημιουργήσουν ελληνικό πολιτιστικό περιεχόμενο με αξία μέσα σε συνθήκες αστάθειας. Μια κοινότητα που δεν ζητά προνόμια, αλλά κανόνες.
Αναλυτικά τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην συνέντευξη Τύπου εδώ.
- Δραματικές ώρες στη Λακωνία: Γυναίκα ανεβαίνει σε ταράτσα για να δώσει φαγητό στην εγκλωβισμένη μητέρα της
- Κακοκαιρία Byron: Τι θα γίνει με τον μισθό όσων δεν μπόρεσαν να πάνε στη δουλειά τους
- Πανικός στη αεροσκάφος: Φωτιά σε διάδρομο απογείωσης γέμισε με καπνούς Airbus A320 με 180 επιβαίνοντες
- Mega deal στα σκαριά στον τομέα της ψυχαγωγίας: Η Netflix κοντά στην αγορά της Warner Bros!