Οι ταινίες της εβδομάδας: Κλασικός Τζάρμους, έκπληξη από τη Βραζιλία και Καποδίστριας
NewsroomΧριστούγεννα στους κινηματογράφους με Τζιμ Τζάρμους και το τιμημένο με τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας «Father Mother Sister Brother», Γιάννη Σμαραγδή και τον «Καποδίστριά» του και τον Βραζιλιάνο Γκαμπριέλ Μασκάρου στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πολιτική του αλληγορία «Γαλάζιο Μονοπάτι», που κέρδισε το Μέγα Βραβείο στο φεστιβάλ Βερολίνου. Ακόμη στις ταινίες της εβδομάδας βρίσκουμε, «Μπομπ Σφουγγαράκης: Η Αναζήτηση του Τετραγωνοπαντελονή», για τους μικρούς μας φίλους, η ελληνική αισθηματική κομεντί «Ο Έρωτας Γράφεται…», με την Έλλη Τρίγγου και τον Γιάννη Ποιμενίδη και το σπαγγέτι γουέστερν αλά ελληνικά «The Loner».
Father Mother Sister Brother («Father Mother Sister Brother»)
Δραματική κομεντί, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Τζιμ Τζάρμους, με τους Άνταμ Ντράιβερ, Κέιτ Μπλάνσετ, Μαγίμ Μπιάλικ, Βίκι Κριπς, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Τομ Γουέιτς κα.
Ο πατέρας του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, ο αγαπημένος στους σινεφίλ Τζιμ Τζάρμους, αν και έπιασε τα 70, παραμένει πιστός στον κινηματογράφο του για μια ακόμη φορά. Ένα σινεμά που λατρέψαμε πριν από περίπου 40 χρόνια, με τις χαμηλότονες μινιμαλιστικές του παρωδίες για την αμερικάνικη κοινωνία, κάτι που επιβεβαιώνει εμφατικά και στην τελευταία του δημιουργία.
Έχοντας στη διάθεσή του ένα έξοχο καστ, ανάμεσα στο οποίο και ο αξιαγάπητος και φίλος τού σκηνοθέτη Τομ Γουέιτς, θα κάνει συγχρόνως και μια ταινία μελετημένων χαρακτήρων, που μπορούν να μπουν στο πνεύμα του σεναρίου και μιας ιστορίας για το εύθραυστο οικογενειακό οικοδόμημα και τις δυσλειτουργικές σχέσεις των μελών της.
Και πάλι στοχαστικός, ίσως πιο βαρύς και συναισθηματικός, αλλά, όπως συνήθως, ακολουθώντας τους γνωστούς γοητευτικούς λιτούς χαμηλότονους ρυθμούς, την πικρή και συνάμα τρυφερή, ντελικάτη και σαρκαστικά αστεία ματιά του, ο Τζάρμους αναδεικνύει τα αδιέξοδα των οικογενειακών δεσμών, με τους ήρωές του απαλλαγμένους από τις συμβάσεις, να παραπέμπουν στο θέατρο του παραλόγου, χωρίς ωστόσο να χάνουν την επαφή τους, με την πραγματικότητα.
Η ταινία, τιμημένη με τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας, διαθέτει τρυφερότητα και ανθρωπιά, καθώς και την ουσία, που αναδεικνύεται μέσα από κοινότυπες κουβέντες, διασκεδαστικές λεπτομέρειες και εκείνες τις υπέροχες σιωπές, τις στιγμές αμηχανίας, που λένε περισσότερα από το πιο πυκνογραμμένο σενάριο.
Μετά την κηδεία της μητέρας τους, ο πατέρας έχει απομονωθεί κι εμφανίζεται μόνο όταν χρειάζεται χρήματα. Ο πιο ευκολόπιστος, ο Τζεφ και η καχύποπτη μεγάλη αδελφή του, η Έμιλι, αποφασίζουν να τον επισκεφτούν, για να δουν με τα μάτια τους αν ο πατέρας τους βρίσκεται σε τραγική οικονομική κατάσταση. Στο μεταξύ, σε ένα προάστιο του Δουβλίνου, μία κλασάτη παγερή μητέρα και πετυχημένη συγγραφέας, περιμένει τις δυο κόρες της, τη συντηρητική Τιμοθέα και την άστατη Λίλιθ, για το ετήσιο ραντεβού τους. Την ίδια ώρα, στο Παρίσι, η Σκάι και ο Μπίλι, δυο δίδυμα αδέλφια, συναντιούνται για να πάνε στην κηδεία των γονιών τους, που πέθαναν σε ένα δυστύχημα και πρέπει να αδειάσουν το διαμέρισμα που μεγάλωσαν, από άχρηστα πράγματα αλλά και τις αναμνήσεις τους.
Χωρισμένη σε τρεις αυτόνομες ιστορίες - επεισόδια, που συνδέονται υπογείως - η δραμεντί του Τζάρμους αφηγείται τις δυσλειτουργικές σχέσεις τριών οικογενειών, που εκτυλίσσονται σε Αμερική, Ιρλανδία και Γαλλία, εστιάζοντας στην ανέφικτη επικοινωνία, πέρα από τις συμβατικές συμβάσεις.
Χωρίς να δραματοποιεί ή να ηθικολογεί, ο Τζάρμους παρατηρεί στοχαστικά, ελαφρά ειρωνικά, απαλά, με κατανόηση και μελαγχολικά τους ήρωές του και την παραδοξότητα των σχέσεων, τη δυσπιστία, τους ανταγωνισμούς και την ανάγκη για αποδοχή, μέσα από μυστικά και ψέματα και κυρίως πίσω από τις σιωπές και τα αμήχανα βλέμματα.
Για μια ακόμη φορά, ο Τζάρμους τα καταφέρνει να μιλήσει στην καρδιά του θεατή, με την ξεχωριστή δική του σκηνοθετική ματιά, κρατώντας τις ισορροπίες και την ηρεμία, ακόμη και όταν σηκώνει κεφάλι η υποβόσκουσα ένταση, που ποτέ, όμως, δεν έρχεται να ταράξει την κουλ ατμόσφαιρα, προς χάριν του εντυπωσιασμού.
Ένας κλασικός Τζάρμους, που δεν μας ξαφνιάζει, αλλά μας κερδίζει και πάλι με την απλότητά του, το γλυκόπικρο χιούμορ του, τη χαλαρή ατμόσφαιρα και μας θυμίζει ότι τα μικρά ορισμένες φορές υπερτερούν των μεγάλων και είναι αυτά που συνθέτουν τις οικογένειες.
Το ευπρόσωπο καστ, αρκετά διαφορετικό αλλά αρκούντως συντονισμένο, κάτω από την μπακέτα του σκηνοθέτη, δίνει τους τόνους και τα ημιτόνια, το χρώμα και τις αποχρώσεις που απαιτούν οι χαρακτήρες και συμβάλλει στο τελικό αποτέλεσμα, ενώ Ράμπλινγκ και Γουέιτς αποτελούν από μόνοι τους ένα ξεχωριστό λόγο για να κόψεις εισιτήριο.
Γαλάζιο Μονοπάτι («O Ultimo Azul»)
Δραματική περιπέτεια, βραζιλιάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Γκαμπριέλ Μασκάρου, με τους Ντενίς Γουάινμπεργκ, Ροντρίγκο Σαντόρο, Μίριαμ Σοκάρας, Κλαρίσα Πινιέρο κα.
Ένας δυστοπικός εφιάλτης, απ’ αυτούς που μιλούν για το εγγύς μέλλον, αλλά έχεις την αίσθηση ότι είναι ήδη στο συρτάρι ορθολογικών πολιτικών, οδηγία υπερεθνικών οργανισμών, πρόθυμων αξιωματούχων, υπηρετών της «μοναδικής σκέψης», έτοιμων να τον σερβίρουν ως ρεαλιστική ιδανική λύση. Και ταυτόχρονα μία λυτρωτική ταινία δρόμου, μια πορεία προς την απελευθέρωση, στην αργοπορημένη ενηλικίωση, τη χειραφέτηση, στην επανάσταση και στην ελπίδα.
Η τελευταία ταινία του Βραζιλιάνου Γκαμπριέλ Μασκάρου, που γνωρίσαμε με τον ατρόμητο «Neon Bull» πριν από έξι χρόνια, αφηγείται μία ξεχωριστή ιστορία μεταμόρφωσης και εξέγερσης, μια εμπνευσμένη πολιτική αλληγορία, έχοντας ως σκηνικό τα πεντακάθαρα νερά του Αμαζονίου, την άγρια φύση, την απελευθερωτική μαγεία ενός τόπου απόμακρου απ’ τις μεγαλουπόλεις και την κοινωνική συνοχή, που απαιτεί θυσίες μόνο από τους οικονομικά ασθενέστερους και βεβαίως από τους πιο αδύναμους, τους ηλικιωμένους, τους πιο ενοχλητικούς για όλους τους οικονομικούς, αναπτυξιακούς δείκτες.
Ο εφιάλτης του Μασκάρου, πηγάζει από τον Μπολσονάρου και τους ομοίους του, που εφαρμόζουν κοινωνικά πειράματα πάνω σε ανθρώπους, με την ευκολία που πετούν από πάνω τους ένα ενοχλητικό κουνούπι. Έτσι, για την ευημερία των αριθμών, είναι πρόθυμοι να πετάξουν ανθρώπους σε μια χωματερή, αποδεικνύοντας ότι τα πειράματα ενός αποτρόπαιου παρελθόντος μπορούν να επιστρέψουν ως νέες εκσυγχρονιστικές ιδέες, με το απαραίτητο τεχνοκρατικό - επιστημονικό αμπαλάζ.
Σε ένα απροσδιόριστο, αλλά κοντινό χρονικά μέλλον, η κυβέρνηση της Βραζιλίας, όπως διαφημίζει, συγκεντρώνει με το ζόρι τους συνταξιούχους της χώρας σε μία ενιαία δομή, ονόματι La Colonia, προκειμένου η φροντίδα τους να αποτελεί πλέον κρατική μέριμνα, κι έτσι τα παιδιά τους να μπορούν να συνεχίζουν απερίσπαστα την εργασία τους, χωρίς την παραμικρή έγνοια για τους ηλικιωμένους. Κάθε πολίτης άνω των 82, όχι απλώς απομακρύνεται από τον εργασιακό του χώρο θεωρούμενος πια μη παραγωγικός, αλλά πρακτικά τελεί σε καθεστώς κηδεμονίας, καθώς δεν θεωρείται ικανός να λάβει την οποιαδήποτε απόφαση. Έτσι και η 77χρονη Τερέζα, μία φτωχή γυναίκα της εργατικής τάξης, θα βρεθεί απρόσμενα ενταγμένη στο πρόγραμμα, με λίγες μόνο ημέρες περιθώριο για τη μετεγκατάστασή της. Χωρίς να το πολυσκεφτεί θα αποφασίσει να δραπετεύσει και θα ξεκινήσει κρυφά ως λαθρεπιβάτης ένα ταξίδι στον Αμαζόνιο, να χαθεί στην άγρια φύση.
Μια ιστορία περιπλάνησης στις μαγικές διακλαδώσεις του Αμαζονίου, μετατρέπει μία περιπέτεια ζωής, σε ιστορία καθυστερημένης ενηλικίωσης, καθώς η ηρωίδα ανακτά την ανεξαρτησία της, την ελευθερία και την ωριμότητά της. Την ωριμότητα που απαιτείται για μία επαναστατική πράξη, αλλά και συνειδητοποίηση ότι όσα άκουγε, έβλεπε και δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν πιο τρομαχτικά από τη συνάντηση με έναν πεινασμένο αλιγάτορα.
Κάνοντας και πάλι εξαιρετική δουλειά πάνω στο χρώμα και το φως, ο Μασκάρου θα θέσει τη φύση ως συμπρωταγωνίστρια της υπέροχης Ντενίς Γουάινμπεργκ και παρά τις μικρές αστοχίες, θα παραδώσει μία ιδιαίτερα πολύτιμη πολιτική και κοινωνική αλληγορία, τιμημένη στο φεστιβάλ του Βερολίνου με το Μέγα Βραβείο.
Καποδίστριας
Βιογραφική ταινία εποχής, ελληνικής παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σμαραγδή, με τους Αντώνης Μυριαγκός, Τάσος Χαλκιάς, Μάξιμος Μουμούρης, Νικορέστης Χανιωτάκης, Γιάννης Σύριος, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Παύλος Κοντογιαννίδης κα.
Ο μεγάλος κύκλος βιογραφικών ταινιών για σημαντικές μορφές της Ρωμιοσύνης, που άνοιξε ο Γιάννης Σμαραγδής το 1981, με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, συνεχίστηκε με τους Καβάφη, Ελ Γκρέκο, Βαρβάκη και Καζαντζάκη, ολοκληρώνεται (μάλλον;) με τον Καποδίστρια.
Μία παραγωγή, που πήρε περιπετειώδεις διαστάσεις, καθώς πέρασε από σαράντα κύματα, κυρίως λόγω οικονομικών δυσκολιών και εμποδίων, λόγω του θέματος της ταινίας, όπως αποκάλυψε ο ίδιος ο Σμαραγδής. Ωστόσο, το πείσμα του βετεράνου σκηνοθέτη, η θέλησή του να μιλήσει για έναν σπουδαίο Έλληνα, που πολλές φορές τεχνηέντως κακολογήθηκε ή υποτιμήθηκε και καταβλήθηκαν προσπάθειες για να μη γίνουν γνωστοί οι πραγματικοί λόγοι της δολοφονίας του, υπερτέρησε έναντι των κακών δαιμονίων.
Μία ταινία άρτιας παραγωγής και εξαντλητικής έρευνας από τον σκηνοθέτη, για μια ακόμη σκοτεινή και συνάμα θλιβερή ιστορία για την Ελλάδα. Αυτή τη φορά για τον πρώτο κυβερνήτη της, έναν έμπειρο διπλωμάτη και πολιτικό, με αναγνώριση στα ευρωπαϊκά σαλόνια, που απαρνήθηκε πλούτη και τιμές, για να οργανώσει το νεότευκτο ελληνικό κράτος. Να υπηρετήσει με ανιδιοτέλεια το όραμά του για μια ανεξάρτητη χώρα κι ενώ διαισθανόταν ότι κινδυνεύει η ζωή του. Θα κάνει εχθρούς τον ξένο παράγοντα και τους δανειστές, που ήθελαν να έχουν τη μικρή χώρα υπό τον πλήρη έλεγχό τους, αλλά και μικρά και μεγάλα ντόπια συμφέροντα, τερματίζοντας την πειρατεία, μοιράζοντας στους φτωχούς αγωνιστές κλήρους, προκαλώντας τη μήνη των προυχόντων, για μια σειρά από μέτρα που έπλητταν τα προνόμιά τους, δημιουργώντας εκ του μηδενός εκπαιδευτήρια, κοινωνικές δομές και προσπαθώντας να τερματίσει τις εμφύλιες διαμάχες.
Ο Σμαραγδής θα επιχειρήσει να φωτίσει την ιστορία του Καποδίστρια, με τη συνηθισμένη προσέγγισή του, αυτή της αγιογραφίας, της ακαδημαϊκής αφήγησης, την περιγραφή των γεγονότων, που κάποιες φορές μοιάζουν με δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, ενώ παρελαύνουν ιστορικές προσωπικότητες, κάποιες απ’ τις οποίες επηρέασαν τα γεγονότα και τελικά έφεραν τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας.
Ο στόμφος δεν λείπει ούτε σε αυτή την ταινία του Σμαραγδή, κάτι που τονώνει και το σενάριο, ενώ καλύτερα να έλειπαν οι σκηνές πλήθους και μαχών, καθώς δεν πείθουν ιδιαίτερα.
Απ’ την άλλη, όμως, να αναγνωρίσουμε την καλή δουλειά που έχει γίνει στις προσωπικές στιγμές του Καποδίστρια, στα βιώματα που τον καθόρισαν, στην αγωνία που ένιωθε μπροστά στην ευθύνη και τα ανυπέρβλητα πολλές φορές προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει, το χρέος προς την πατρίδα και την πολυπόθητη ανεξαρτησία της. Στα θετικά να προστεθούν και η προσεγμένη φωτογραφία του έμπειρου Άρη Σταύρου, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε στο μέγιστο το ελληνικό φυσικό φως, η ιδιαιτέρως φροντισμένη καλλιτεχνική διεύθυνση και το ικανοποιητικό ρεπεράζ.
Και μπορεί ο «Καποδίστριας» να έχει αδυναμίες, αλλά είναι απολύτως σεβαστή η θέληση του Σμαραγδή να μιλήσει για μια ιστορία που μας πληγώνει, για έναν μεγάλο της Ρωμιοσύνης, αλλά και τα δεινά της διχόνοιας, που εκμεταλλεύτηκε και τροφοδότησε ο ξένος παράγοντας, που δεν ήθελε την Ελλάδα ως μία πραγματικά ανεξάρτητη χώρα.
Ικανοποιητικός και με πολλές ομοιότητες στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο ο Αντώνης Μυριαγκός, ενώ, με τα πάνω και τα κάτω του, το υπόλοιπο πολυπρόσωπο καστ, ένα μίγμα πολύπειρων και νεότερων ηθοποιών, που όταν κράτησε το μέτρο κατάφερε να γίνει πειστικό, ενώ όταν κυριάρχησε το πομπώδες, κατρακύλησε στην καρικατούρα.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Ο Έρωτας Γράφεται…: Αισθηματική κομεντί, ελληνικής παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μυριανθόπουλο και σε παραγωγή του Γκάρεθ Άνγουιν, που είχε κερδίσει το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας το 2010, με το γνωστό βιογραφικό δράμα «Ο Λόγος του Βασιλιά». Ανάλαφρη, πολύχρωμη, αλλά και με αδυναμίες και χρήση όλων των κλισέ του είδους, η ταινία του Μυριανθόπουλου («Απόψε Τρώμε στης Ιοκάστης», «Σούλα Έλα Ξανά») διαθέτει ένα φωτογενές πρωταγωνιστικό ζευγάρι, Έλλη Τρίγγου - Γιάννης Ποιμενίδης, που αποκτά χημεία και δίνει ζωντάνια στο όχι και τόσο πρωτότυπο στόρι.
Μια ανερχόμενη συγγραφέας, που παλεύει να ολοκληρώσει το πρώτο της βιβλίο, συναντά τυχαία στο βιβλιοπωλείο της οικογένειάς της, που κινδυνεύει από χρέη, έναν ιδεαλιστή δικηγόρο και η ζωή της ανατρέπεται. Συμπαθητικά τα live action & animated σκετσάκια, ενώ το καστ συμπληρώνουν οι Παύλος Ορκολόπουλος, Γιώργος Γεροντιδάκης, Γιούλη Τσαγκαράκη, Ελένη Ουζουνίδου, Κώστας Κάππας, Μαρία Αλιφέρη κα.
Μπομπ Σφουγγαράκης: Η Αναζήτηση του Τετραγωνοπαντελονή («The SpongeBob Movie: Search for SquarePants»): Το δημοφιλές animation, που πέρασε από το 2004 και στη μεγάλη οθόνη με μεγάλη επιτυχία, επιστρέφει φέτος με νέες περιπέτειες, σε αυτό το τέταρτο σίκουελ, που θα τραβήξει το παιδικό κοινό. Σε σκηνοθεσία του Ντέρεκ Ντράιμον, το πολύχρωμο, κεφάτο και φιλόδοξο ψηφιακό animation, θέλει τον Μπομπ Σφουγγαράκη, που πρέπει να αποδείξει την αξία του στον κύριο Καβούρη, να ακολουθεί τον Ιπτάμενο Ολλανδό σε μια πειρατική περιπέτεια στα βαθύτερα βάθη της θάλασσας, εκεί που κανένα Σφουγγάρι δεν έχει πάει ποτέ. Το φιλμ προβάλλεται μεταγλωττισμένο στα ελληνικά.
The loner: Γουέστερν, ελληνικής παραγωγής 2025 και σε σκηνοθεσία Τάκη Βογόπουλου. Για την ακρίβεια ένα σπαγγέτι γουέστερν αλά ελληνικά, που θα προκαλέσει πολλά γέλια, όχι πάντα για καλό, αλλά μάλλον θα περάσει άμεσα στην κατηγορία των καλτ ταινιών. Στο Τέξας το 1923, ένας άκακος φιλήσυχος φωτογράφος, βλέπει τη έγκυο γυναίκα του να δολοφονείται άγρια. Από την τέφρα αυτού του εγκλήματος γεννιέται ο Loner: ένας άντρας που αφήνει πίσω του το φως και βαδίζει στο σκοτάδι της εκδίκησης. Εκτός από τη σκηνοθεσία, ο Βογόπουλος υπογράφει και το «σενάριο» και την «παραγωγή», ενώ ο ίδιος κρατά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
*Με πληροφορίες του Χάρη Αναγνωστάκη (ΑΠΕ-ΜΠΕ)
- «Ανακωχή» για τα Χριστούγεννα και ξανά στη μάχη οι αγρότες: Βολές κατά κυβέρνησης και Τροχαίας για το μπάχαλο στο οδικό δίκτυο
- Ο Τραμπ, η εξέγερση της GenZ, η επέλαση του AI: Τα 10 σημαντικότερα γεγονότα του 2025
- «Ζούμε στην εποχή που η πολιτική σημαίνει μπίζνα»: Ο Αντώνης Μυριαγκός στο ethnos.gr
- Αυτές είναι οι 5 καλύτερες χριστουγεννιάτικες ταινίες όλων των εποχών