Σινεμά|19.11.2018 19:57

Μπουγιάρ Αλιµάνι: «Στην Ευρώπη κινδυνεύει η ελευθερία»

Άντα Δαλιάκα

Ο Αλβανός σκηνοθέτης που γνωρίζουµε χρόνια στην Ελλάδα από το σινεµά, µετανάστης πια στη Νέα Υόρκη, επέστρεψε στη χώρα µας για τη νέα του ταινία και µιλά στην εφημερίδα «Έθνος» για τη σχέση του µε τους Ελληνες, την κατάσταση που επικρατεί σήµερα στην Αλβανία, και τονίζει ότι το σινεµά µπορεί να αλλάξει τον κόσµο και ότι οι κινηµατογραφιστές είναι πολύ καλοί πρέσβεις.

Φθινόπωρο του 1990. Ο Λεό, πολιτικός κρατούµενος στην Αλβανία εδώ και 16 χρόνια, εξαναγκάζεται να βγει από την ορεινή φυλακή στην οποία βρίσκεται όταν το κοµµουνιστικό καθεστώς αποφασίζει να τον χρησιµοποιήσει για να αποδείξει σε µια οµάδα Δυτικών διπλωµατών ότι τηρεί άµεµπτη στάση ως προς τα ανθρώπινα δικαιώµατα των κρατουµένων. Στον δρόµο για τα Τίρανα, ο Λεό δεν θα παίξει το παιχνίδι των καθεστωτικών, όπως γλαφυρά και εµπεριστατωµένα ως προς την περιρρέουσα ατµόσφαιρα της εποχής παρουσιάζει ο Αλβανός σκηνοθέτης Μπουγιάρ Αλιµάνι στην τρίτη, βραβευµένη ως καλύτερη ταινία του Φεστιβάλ Βαρσοβίας, µεγάλου µήκους ταινία του «Η αντιπροσωπεία» («The Delegation»).

Ο Αλιµάνι, που γνωρίζουµε χρόνια στην Ελλάδα µέσα από τις κινηµατογραφικές του καταθέσεις ως βοηθό σκηνοθέτη, σεναριογράφο, ηθοποιό, παραγωγό και φυσικά δηµιουργό ταινιών που έκαναν αίσθηση, όπως η βραβευµένη του «Αµνηστία» (2011), ζει και εργάζεται πια στη Νέα Υόρκη ως art designer. Μετανάστης µια ζωή, ο 50χρονος σκηνοθέτης ήρθε ξανά στην Ελλάδα και στο 59ο Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Θεσσαλονίκης για την ελληνική πρεµιέρα της «Αντιπροσωπείας» (συµπαραγωγή Αλβανίας, Ελλάδας, Γαλλίας και Κοσόβου).

Στο σινεµά των συµπαραγωγών, η Αλβανία και η Ελλάδα δίνουν πάντα τα χέρια. «Στην αληθινή ζωή όµως, τι συµβαίνει;» ρωτάµε τον αγαπητό σκηνοθέτη καθισµένοι σε µια αίθουσα της Ταινιοθήκης της Θεσσαλονίκης την ηµέρα της κηδείας του Κωνσταντίνου Κατσίφα στους Βουλιαράτες. Πώς είναι η ζωή στην Αµερική; Ξέρεις, τρέξιµο. Μπαίνεις σε µια φόρµα, «πακετάρεσαι». Να φανταστείς, παίρνω πάντα λάδι µαζί µου και πορτοκάλια. Μου λείπουν οι γεύσεις της Μεσογείου. Η σχέση πια µε την Ελλάδα έχει γίνει ιδιαίτερη. Επειδή σπούδασα στην Καλών Τεχνών, ασχολούµαι τώρα µε αυτό που λέµε «Μάθε τέχνη και άσ’ τηνε κι αν πεινάσεις, πιάσ’ τηνε». Η ζωγραφική πάντα µε βοηθούσε. Είµαι τώρα στην εταιρεία ενός φίλου µου από την Αλβανία που είναι art designer και ετοιµάζουµε δείγµατα για γραφεία art design και αρχιτεκτονικής.

Γιατί αποφασίσατε να γυρίσετε την «Αντιπροσωπεία» και τι σηµαίνει για εσάς το συγκεκριµένο θέµα;

Το σενάριο γράφτηκε από τον συνάδελφο Αρτάν Μιναρόλι, που έφυγε ξαφνικά από τη ζωή έναν µήνα αφού το πρότζεκτ είχε εγκριθεί από το Αλβανικό Κέντρο Κινηµατογράφου. Είναι µια ταινία εποχής, αλλά αυτό που βρίσκεται στον πυρήνα της είναι η αντίσταση του διανοούµενου απέναντι στο σύστηµα. Σύστηµα σηµαίνει εξουσία, δύναµη, και δεν έχει σηµασία αν το σύστηµα συνιστούν δεξιοί ή αριστεροί. Ο χαρακτήρας του Λεό είναι ένας άνθρωπος που αποφασίζει να µην ακολουθήσει το παιχνίδι των υπηρετών της εξουσίας.

Τι σηµαίνει το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της ταινίας για εσάς;

Στη χώρα µου έχουν δυσκολέψει τα πράγµατα. Η κυβέρνηση, που θέλει να χτίσει ένα καινούργιο θέατρο στη θέση του Εθνικού Θεάτρου της Αλβανίας, έχει έρθει σε ρήξη µε τους καλλιτέχνες και αντιµετωπίζει την αντίσταση µιας οµάδας καλλιτεχνών που αντιδρούν στο γκρέµισµα ενός θεάτρου µε ιστορία 70 ετών. Λέµε πολλές φορές «πού είναι ο ελεύθερος λόγος, που είναι η δηµοκρατία;». Ακούει η εξουσία τους ανθρώπους και µάλιστα µια κάστα ανθρώπων που είναι της τέχνης και της διάνοιας; Πιστεύω ότι η ταινία κρούει το καµπανάκι για τον άνθρωπο που αντιστέκεται και δεν παραδίδεται στο περιρρέον κλίµα.

Διαπιστώνετε σηµάδια αντίστασης γύρω µας;

Όσο υπάρχει ο άνθρωπος, δεν πεθαίνει ούτε η αντίσταση ούτε η ελπίδα. Απλώς στη χώρα µου οι άνθρωποι έχουν λιγότερη παιδεία απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Η Αλβανία έτρεξε µετά το ’90 να προλάβει κάτι το οποίο δεν ήξεραν καλά καλά ούτε οι Αλβανοί τι ήταν. Τρέχοντας γρήγορα χάνεις πράγµατα. ∆εν µπορέσαµε να αξιολογήσουµε σωστά, πιστεύοντας ότι έπρεπε να αποδώσουµε όλα τα στραβά -όσα είχαν γίνει ως το ’90- στον κοµµουνισµό. Κι όµως, υπήρξαν ανθρώπινες αξίες που διαφυλάχτηκαν και στην εποχή του κοµµουνισµού. Υπήρξαν και αντιστάσεις. Υπήρξαν οι πολιτικοί κρατούµενοι που δεν έγιναν εργαλεία του συστήµατος, ακόµα και µέσα στη φυλακή. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να αντιστέκονται, όπως δείχνει η ταινία µου.

Ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί στην Αλβανία σήµερα;

Στην Ευρώπη -και όχι µόνο- σήµερα έχουν ξυπνήσει άνθρωποι και συστήµατα που αποτελούν κίνδυνο για τον ελεύθερο λόγο. Κινδυνεύει η ελευθερία, η δηµοκρατία, οπότε θεωρώ ότι η ταινία µου είναι πολύ επίκαιρη. Δεν είναι µια νοσταλγική ταινία τού τότε, ούτε εγώ απλώς εκπλήρωσα το όραµα ενός συναδέλφου. Μπροστά µου είχα µια τρίτη ταινία που θα µε έκρινε προσωπικά ως καλλιτέχνη για την αισθητική µου και για τη στάση µου. Το να συµπληρώσω εγώ το έργο ενός συναδέλφου που έφυγε από τη ζωή δεν ήταν το ζητούµενο. Είδα την ταινία ως κάτι καθαρά δικό µου.

Δυσκολευτήκατε να τη γυρίσετε στην Αλβανία;

Ήταν δύσκολα, γιατί έπρεπε να αντιµετωπίσω µια Αλβανία που αλλάζει συνεχώς και στην οποία δεν βρίσκεις πια σηµάδια του παρελθόντος. Οι χώρες είναι σαν να ντρέπονται πολλές φορές για το παρελθόν και σβήνουν τα πάντα. Λέµε τώρα, ο κοµµουνισµός ήταν κακός, οπότε ας ρηµάξουν τα τρένα, τα σπίτια και τα διαµερίσµατα. ∆εν ξέρω αν αυτό πρέπει να συµβεί ή όχι.

Σε ποιο σηµείο βρίσκονται σήµερα οι ελληνοαλβανικές σχέσεις;

Νοµίζω ότι πηγαίνουµε προς τα πίσω αντί να βαδίζουµε µπροστά. Κατά την προώθηση της ταινίας στην Αλβανία, µε ζητούσαν σε πολλές τηλεοπτικές εκποµπές λόγω της επιτυχίας στο Φεστιβάλ της Βαρσοβίας και εν όψει της παναλβανικής της πρεµιέρας. Σε µία από τις συνεντεύξεις ρωτήθηκα: «Πότε θα σκοτώσεις τον πρώτο Ελληνα;». Και η απάντησή µου ήταν: «Ποτέ». Θέλω να πιστεύω όµως ότι οι άνθρωποι είναι πάνω από τα συστήµατα και τις κυβερνήσεις.

Έλληνες και Αλβανοί δυσκολευόµαστε να συνυπάρξουµε...

Οι Ελληνες και οι Αλβανοί είναι πολύ πιο δεµένοι µεταξύ τους και προσπερνούν αυτά τα γεγονότα, τα οποία θεωρώ ατυχήµατα της στιγµής – αλλιώς δεν ξέρω πώς να τα χαρακτηρίσω. Πάντοτε υπήρξαν σπίρτα µεταξύ των δύο χωρών που ήθελαν να τα «ανάψουν», αλλά, όπως βλέπετε, εγώ είµαι εδώ. Η ταινία µου προβάλλεται σήµερα στο Φεστιβάλ Κότµπους της Γερµανίας, αλλά εγώ επέλεξα να είµαι στη δική µου πατρίδα. Αυτό θέλω να το σηµειώσετε: η Ελλάδα είναι και δική µου πατρίδα. Eχει γεννηθεί και µεγαλώσει εδώ η κόρη µου. Σήµερα µε είδαν τόσοι φίλοι και µε καλωσόρισαν µε τέτοια αγάπη που είναι απίστευτο, µε πήραν τα κλάµατα. Για ποιες δυο χώρες µιλάµε όταν οι άνθρωποι σε αγκαλιάζουν σφιχτά και σου λένε ότι χαίρονται για τις επιτυχίες σου; Πιστεύω ότι περισσότερο µε αγαπούν εδώ παρά στη χώρα µου. ∆ιότι εδώ µεγάλωσα επαγγελµατικά και έµαθα το σινεµά. Στην Αλβανία πήγα έτοιµος, έχοντας µάθει κινηµατογράφο στην Ελλάδα. Αυτό που είµαι το χρωστάω στους φίλους µου Ελληνες. Στον Κώστα Βρεττάκο, που πέθανε χθες, χρωστάω τη µεγάλη αλλαγή που ήρθε στη ζωή µου όταν το 2003 βρισκόταν στην κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ της Δράµας που βράβευσε την πρώτη µικρού µήκους ταινία µου. Ακόµα και στη Νέα Υόρκη που είµαι σκέφτοµαι τους Ελληνες φίλους µου, αυτούς που µένουν ακόµα εδώ και αυτούς που φεύγουν από τη ζωή.

Πώς εκλάβατε τα συγχαρητήρια της υπουργού Πολιτισµού Μυρσίνης Ζορµπά µόλις η «Αντιπροσωπεία» πήρε το βραβείο;

Το βραβείο -το πρώτο αυτού του µεγέθους για το αλβανικό σινεµά- σηµαίνει κατ’ αρχάς προβολή του σινεµά της χώρας µου. Τα συγχαρητήρια της υπουργού Πολιτισµού ήταν πολύ µεγάλη τιµή για εµένα. Δεν την ξέρω την κυρία Ζορµπά, αλλά το να κάνει αυτή την κίνηση η υπουργός µιας χώρας που εγώ θεωρώ πατρίδα µου έκανε µεγάλη εντύπωση στην Αλβανία. Και αυτό ήταν καλό για τις σχέσεις των δύο χωρών. Αν το σινεµά δεν µπορεί να αλλάξει τον κόσµο, ας έχει τουλάχιστον ρόλο διπλωµάτη; Το σινεµά µπορεί να αλλάξει τον κόσµο και οι κινηµατογραφιστές είµαστε πολύ καλοί πρέσβεις. Νιώθω τυχερός που παίζω ακόµα και αυτόν τον µικρό ρόλο. Θα σας πω κάτι: ο άνθρωπος µε τον οποίο συνεργάζοµαι στην Αµερική είχε εργαστεί για χρόνια στην Ιταλία και δεν µιλάει καλά για τους Ιταλούς. Εµένα µε ρωτάει πώς και δεν λέω κακά λόγια για τους Ελληνες. Αυτό που έχω να πω εγώ είναι ότι στην Ελλάδα µε αγάπησαν. Ακόµα και θρησκευτικά να το δει κανείς, αυτό που έχω εισπράξει στην Ελλάδα νιώθω αδύναµος να το δώσω πίσω. Αυτό µε γεµίζει µε χαρά και ηρεµία. Δεν ξέρω από πού θα έρθει ο θάνατος, αλλά έχει σηµασία να λες «αγαπήθηκα και αγάπησα στη ζωή». Αυτό είναι το παν.

ΕυρώπηΑλβανίαΜπουγιάρ Αλιµάνιταινία