Σινεμά|11.11.2019 08:38

60ό ΦΚΘ: H πολιτική ματιά, το ελληνικό σινεμά και οι νικητές του Φεστιβάλ

Άντα Δαλιάκα

Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης γιόρτασε τα γενέθλιά του, χωρίς υπερβολές και τυμπανοκρουσίες. Η καλύτερη στιγμή του ήταν το κατά της πολιτικής ορθότητας στοχευμένο χιούμορ του Τζον Γουότερς, που απολαύσαμε σε ένα one man στη σκηνή του «Ολύμπιον», ενώ έκανε εντύπωση η πολιτική στάση του Ελληνοαμερικανού Τζον Μαυρουδή, ο οποίος εικονογράφησε τα πόστερ του 60ού Φεστιβάλ – από τα ωραιότερα και ευστοχότερα που έχουν δημιουργηθεί ποτέ για τις ανάγκες της διοργάνωσης.

Γνωρίσαμε, επίσης, το έργο της τιμώμενης από το Φεστιβάλ Βρετανίδας δημιουργού Τζοάνα Χογκ, ενώ είδαμε γεμάτες αίθουσες ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών και κοινωνικών περιστάσεων, φωτογραφίες των προσωπικοτήτων που φώτισαν τη διαδρομή του φεστιβάλ εδώ και 60 χρόνια ξανά στο προσκήνιο να κοσμούν δρόμους, πλατείες και στάσεις λεωφορείων. Το αφιερωμένο στα 60 χρόνια της διοργάνωσης, κόμικ για το φεστιβάλ το πήραμε μαζί μας για τη βιβλιοθήκη μας – η δουλειά των Γούσση, Πανταζή και Ζάχαρη είναι εξαιρετική.

 

 

Αν ο Τζον Γουότερς φάνταζε ιδιαίτερα underground για την απήχηση μιας επετειακής κινηματογραφικής γιορτής, οι αμφιβολίες εξανεμίστηκαν τη στιγμή που ανέβηκε στη σκηνή του «Ολύμπιον»: για μία-μιάμιση ο αιρετικός δημιουργός κατάφερε να ομογενοποιήσει  τη βρώμικη σάτιρά του προς τη φιλελεύθερη κουλτούρα, με την ελληνική και οποιαδήποτε άλλη κουλτούρα κουβαλούσαν Έλληνες και ξένοι θεατές στην αίθουσα. Το ευχαριστηθήκαμε, γελάσαμε, ξεδώσαμε.

Ο Χρυσός Αλέξανδρος απονεμήθηκε από την κριτική επιτροπή σε μια ταινία χαμηλών τόνων, το δράμα «Θα 'ρθει η φωτιά» του Όλιβερ Λάσε, που στο πλαίσιο της μινιμαλιστικής έκφρασης και του σινεμά της παρατήρησης μας βάζει στη διαδικασία να παρατηρήσουμε τις εκφάνσεις του ανθρώπου και τα όρια ανάμεσα στη φύση.

Ο πρωταγωνιστής Αμαδόρ Άριας πήρε και το βραβείο ανδρικής ερμηνείας του φεστιβάλ. Είδαμε την ταινία σε sold out προβολή στο «Ολύμπιον» χωρίς να είμαστε προετοιμασμένοι για τη δυναμική που ανέπτυξε, ειδικά καθώς στο αποτελούμενο από 14 ταινίες διαγωνιστικό του φεστιβάλ υπήρχαν πολύ πιο «δυνατές» ταινίες, όπως το πολυβραβευμένο στα φεστιβάλ του εξωτερικού «Οι Μόνος» του Κολομβιανού Αλεχάνδρο Λάντες, που εστιάζει σε μια ομάδα νεαρών πολεμιστών στη ζούγκλα των οροπεδίων της Λατινικής Αμερικής. Το μοντάζ της ταινίας υπογράφει ο μοντέρ Γιώργος Μαυροψαρίδης, υποψήφιος για Όσκαρ με την «Ευνοούμενη» του Γιώργου Λάνθιμου.

Το ελληνικό σινεμά 

Κατά τ' άλλα, η κατάσταση στο ελληνικό σινεμά μάς προβλημάτισε για ακόμη μία φορά. Οι τυμπανοκρουσίες των εξαγγελιών της πολιτείας για το κινηματογραφικό στούντιο που θα γίνει στη Θέρμη (άγνωστος παραμένει ο χώρος των εργασιών) φαίνεται για πρώτη φορά ότι έχουν βάση έπειτα από χρόνια κενών υποσχέσεων, ωστόσο η συγκυρία βρίσκει την εγχώρια παραγωγή σε ασθμαίνουσα κατάσταση.

Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου έχει περάσει από πολλές αναταράξεις και τώρα αναδιοργανώνεται ξανά με νέο διοικητικό συμβούλιο, τα χρήματα ρέουν δύσκολα, ενώ η ΕΡΤ, ένας πυλώνας του ελληνικού σινεμά με φανταχτερή παραδοσιακά παρουσία στο πλαίσιο του φεστιβάλ, ήταν φέτος εντελώς εξαφανισμένη.

Οι Έλληνες σκηνοθέτες και παραγωγοί δυσκολεύονται επί σοβαρών πρακτικών ζητημάτων -αυτό αποτυπώνεται και στην ποιότητα των ταινιών. Αρκετά από τα comeback που περιμέναμε να δούμε, δεν ανταποκρίνονται στο επίπεδο των προσδοκιών που είχαν δημιουργήσει οι πρότερες δουλειές των σκηνοθετών ενώ λίγοι ήταν αυτοί που έγιναν σημείο αναφοράς και συζήτησης.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος στη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, Ζαχαρίας Μαυροειδής με τον «Απόστρατό» του, μια διεισδυτική ματιά στα χρόνια της ελληνικής κρίσης και τον εθνικό μας διχασμό με τρόπο αποκαλυπτικό και απολαυστικά άμεσο, πήρε το Βραβείο Κοινού, χάρη στη συμμετοχή του στο διαγωνιστικό τμήμα, αλλά άξιζε μεγαλύτερη αναγνώριση στα βραβεία.

Το ίδιο θα λέγαμε και για το «Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό» του Γιώργου Γεωργόπουλου, που οκτώ χρόνια μετά το «Tungsten» αποκαλύπτει τη σύγχρονη Αθήνα ως μια δυστοπία μέσα στην οποία εκτυλίσσεται ο χειρότερος-κωμικοτραγικός εφιάλτης ενός γιάπη.

Αν ο Μαυροειδής έχει μια εμμονή στην ελληνική λαϊκή παράδοση (όπως τον ξέρουμε από τα ντοκιμαντέρ του) που εδώ μετουσιώνεται σε κάτι άκρως δημιουργικό κινηματογραφικά, ο Γεωργόπουλος αναδεικνύεται ως σκηνοθέτης με δική του γλώσσα και ξεχωρίζει. Παράλληλα, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy), παραγωγικός τελευταία και ταλαντούχος δημιουργός της χειροποίητης έκφρασης, επιστρέφει με το «Winona», μπερδεύει τα είδη, μιλώντας για τη ζωή, το σινεμά και την απώλεια σε μια διαφορετική ιστορία ενηλικίωσης. Τον συνοδεύει το θετικό hype της ταινίας που γύρισε πολύ γρήγορα και παρεΐστικα, όμως η αυτοαναφορικότητά του δεν ξέρουμε αν μπορεί να μιλήσει σε ένα ευρύτερο κοινό.

Το φεστιβάλ και η Ιστορία 

Έτσι, ενώ το σύνολο της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής οδεύει προς μία ακόμη δύσκολη χρονιά στις αίθουσες (το «Joker» σαρώνει και οι αίθουσες σύντομα θα κατακλυστούν από οσκαρικές τίτλους), το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης περνά στην ιστορία σαν μια επετειακή διοργάνωση που υπενθύμισε τον καίριο ρόλο του φεστιβάλ στην πολιτιστική σκηνή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και τη Θεσσαλονίκη.

Όσοι επισκεπτόμαστε το φεστιβάλ και το παρακολουθούμε κάθε χρόνο μπήκαμε στη διαδικασία να μετρήσουμε τα χρόνια που καθόμαστε στα άβολα καθίσματα του «Ολύμπιον» (σύντομα θα ανακαινιστεί), τα χρόνια που δίνουμε ραντεβού στην Αποθήκη Γ, όπως και να θυμηθούμε γνωριμίες, ενθουσιασμούς, απογοητεύσεις και εκείνους που πρωτοεμφανίστηκαν στη διοργάνωση ως άσημοι για να φτάσουν σήμερα να είναι διάσημοι. Όμως το 60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τελείωσε. Η επίγευσή του θα κριθεί και αυτή στον χρόνο. Πάμε τώρα για το 61ο.

Ολύμπιον60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης