Σινεμά|26.01.2020 12:53

Γουίλεμ Νταφόε: Η ουσία βρίσκεται στην ιδεολογία που αφιερώνεις τη ζωή σου

Άντα Δαλιάκα

Ηθοποιός εκπληκτικού εύρους με παροιμιώδη τόλμη, παραγωγικότητα και εκτόπισμα, είτε κρατά πρώτους είτε δεύτερους ρόλους σε όλο το φάσμα των ειδών του κινηματογράφου, ο Γουίλεμ Νταφόε – τέσσερις φορές υποψήφιος για Όσκαρ μέχρι σήμερα (για τις ταινίες «Πλατούν», «Στη σκιά του βρικόλακα», «The Florida Project», «Στην πύλη της αιωνιότητας») -  υποδύεται στο υπαρξιακό θρίλερ τρόμου «Ο Φάρος» (2019) του Ρόμπερτ Έγκερς (2015, «Η μάγισσα») έναν ψημένο στην αλμύρα της θάλασσας φαροφύλακα, που αντιπαρατίθεται με έναν νεαρό πρώην ξυλοκόπο (Ρόμπερτ Πάτινσον), ο οποίος απρόθυμα γίνεται ο βοηθός του στον φάρο ενός απομονωμένου νησιού της Νέας Αγγλίας των ΗΠΑ, γύρω στα 1890.

Υποψήφιο για Όσκαρ φωτογραφίας χάρη στην μυστηριώδη ασπρόμαυρη παλέτα του Γιάριν Μπλάσκε και βραβευμένο μεταξύ άλλων στο Φεστιβάλ των Καννών, το γυρισμένο σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και σε τετράγωνο φορμά (1.19:01) φιλμ είναι ένα καθηλωτικό αίνιγμα, γραμμένο στη διάλεκτο του 19ου αιώνα, με επιρροές από τις μεταφυσικές ιστορίες της εποχής, που μεταφέρονταν προφορικά, την λογοτεχνία (τον Χ.Φ. Λάβκραφτ και τον «Μόμπι Ντικ»), την μυθολογία (Προμηθέας) αλλά και στο ίδιο το σινεμά (από τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στις παραγωγές του Βαλ Λιούτον).

Στην παρακάτω συνέντευξη ο αγέραστος και ασύγκριτος Γουίλεμ Νταφόε, πρωταγωνιστής των σπουδαιότερων σκηνοθετών του σύγχρονου κινηματογράφο – μεταξύ άλλων των Όλιβερ Στόουν, Μάρτιν Σκορσέζε, Βιμ Βέντερς, Ντέιβιντ Λιντς, Λαρς Φον Τρίερ και Θόδωρου Αγγελόπουλου – μιλάει για την μοναδική εμπειρία της ταινίας και το πως είναι να αγκαλιάζεις το έδαφος όταν αναμετριέσαι με τη φύση στο υψόμετρο ενός απειλητικού φάρου. 

Πότε ακούσατε πρώτη φορά για τον Ρόμπερτ Έγκερς και πώς προέκυψε η συνεργασία σας στον «Φάρο»;

A: Είδα τη «Μάγισσα». Και την είδα στις καλύτερες συνθήκες. Δεν ήξερα τίποτα για την ταινία. Πήγα στα τυφλά. Ήξερα ότι υπήρχαν διάφορες αντιδράσεις αλλά δεν είχα ασχοληθεί σε βάθος. Την είδα χωρίς καμία προκατάληψη ένα απόγευμα στο «Angelika» της Νέας Υόρκης και σκέφτηκα, «εδώ υπάρχει ένας αληθινός δημιουργός!». Το ένιωσα διότι μπήκα στον κόσμο της με άνεση. Ήταν πολύ συγκεκριμένος και ιδιαίτερα ξένος, ωστόσο πολύ ανοιχτός. Με συνεπήρε με ένα πολύ όμορφο τρόπο. Και δεν βγήκα ποτέ έξω απ’ αυτόν. Μίλησα, λοιπόν, στους εκπροσώπους μου και τους είπα ότι ήθελα να γνωρίσω τον σκηνοθέτη. Τα πήγαμε περίφημα. Βρήκαμε κοινό σημείο επαφής και κοινά ενδιαφέροντα.

Ποια ήταν αυτά τα κοινά σημεία επαφής;

Το παρελθόν του και το πως μιλούσε για τη δουλειά. Δεν ήξερα τη διαδρομή του στο θέατρο, παρ’ όλο που εκείνος γνώριζε τη δική μου. Μιλήσαμε γι’ αυτό. Εισπράττεις πάντα ένα θερμό συναίσθημα όταν συνειδητοποιείς ότι υπάρχει και κάποιος άλλος εκεί έξω που βλέπει τα πράγματα όπως κι εσύ. Το επόμενο λογικό βήμα ήταν να θέλω να γίνω ένα από τα πλάσματα του φανταστικού κόσμου του.

«Ο ρόλος μου είναι σαν να τραγουδάς ένα ποίημα, κατάθεση ψυχής»

Δεδομένου της φύσης της ταινίας, αισθανθήκατε ποτέ ότι γυρίζατε ένα θεατρικό έργο;

Δεν θα το έλεγα, αν και καταλαβαίνω τι εννοείτε, γιατί στον «Φάρο» δεν υπάρχει κάλυψη των προσώπων από διαφορετικές γωνίες λήψεων. Υπήρχαν προσχεδιασμένες λήψεις. Αν είχες έναν μακροσκελή λόγο, δεν αφιέρωνες σ’ αυτόν όλη σου την ενέργεια εκφέροντας τα λόγια ξανά και ξανά για τις ανάγκες διαφορετικών πλάνων, ώστε να υπάρχουν διαφοροποιήσεις και να μονταριστούν μετά μαζί. Ήταν, απλά, «μπουμ!» - λες τον λόγο σου. Οπότε, ναι, από αυτή την άποψη, το γύρισμα παρέπεμπε σε θεατρικό έργο, γιατί έπρεπε να είμαι σωστά προετοιμασμένος ειδικά με ένα τόσο απαιτητικό κείμενο. Δούλεψα πολύ, αν και είμαι συνηθισμένος στη διαδικασία, έχοντας μεγαλώσει στο θέατρο όπου κάναμε πρόβες την ημέρα και το βράδυ παίζαμε στη σκηνή. Η γραμμή ανάμεσα στην πρόβα και την θεατρική παράσταση είναι σχεδόν αδιόρατη. 

Διαβάζοντας το κείμενο του Ρόμπερτ πήγε το μυαλό σας στους σπουδαίους συγγραφείς που είχαν τη θάλασσα στο επίκεντρο του έργου τους, όπως ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον ή ο Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ;

Νομίζω ότι δεν έχω διαβάσει αρκετά έργα τους (γέλια)! Ήξερα όμως ότι υπήρχε ένας ρυθμός που σε πήγαινε από τη μία λέξη ή τη μία εικόνα στην επόμενη, και όμορφες νότες για να χρησιμοποιήσω. Οι λέξεις είναι πολύ δυνατές και προσεκτικά σχεδιασμένες, όμως εμπεριέχουν και ελεύθερο πεδίο για να παίξεις μαζί τους, γιατί είναι πολύ πλούσιες. Είναι σαν να τραγουδάς ένα τραγούδι. Τίποτα δεν εγκλωβίζεται στη συμπεριφορά και την στάση. Το κείμενο είναι πέρα από αυτό – είναι δομημένο σαν ειλικρινής κατάθεση ζωής. Οι εικόνες είναι τόσο ζωηρές και τόσο στιβαρές που είναι ωραίο να παίζεις με ό,τι έχεις στη διάθεσή σου. Είναι σαν να περνάς τεστ στον αθλητισμό. Δεν βασίζεσαι στα δεδομένα με τα οποία είσαι εξοικειωμένος ή στη λογική. Ορμάς στο κείμενο. Και η γλώσσα είναι εκπληκτική. Δεν υπάρχουν πρότυπα.

«Όταν είσαι συνέχεια εκτεθειμένος στις καιρικές συνθήκες, στο τέλος της ημέρας έχεις αναμετρηθεί με τη φύση, έχεις έρθει σε έπαφή μαζί της και αυτό μπαίνει στο μεδούλι σου»

Μείνατε στην απομονωμένη αγροικία ενός ψαρά κατά την περίοδο των γυρισμάτων αντί να ταξιδεύετε μπρος -πίσω στο ξενοδοχείο της τοπικής πόλης…

Ναι, αλλά ήταν μια απόφαση που πάρθηκε για καθαρά πρακτικούς λόγους και όχι γιατί ακολούθησα τη μέθοδο Στανισλάφσκι (σ.σ. την βιωματική προσέγγιση της υποκριτικής). Ήξερα ότι θα δουλεύαμε πολλές ώρες, οπότε έκλεισα το σπίτι ενός ψαρά κοντά στο πλατό. Η σύζυγός μου δεν είναι ήταν μαζί μου και η καθημερινότητα μου είχε αρχίσει να μοιάζει με εκείνη του φαροφύλακα. Κρατώ πάντα ημερολόγιο αλλά σε αυτή την περίπτωση η καταγραφή των ημερήσιων συνηθειών σχετιζόταν περισσότερο με το πρωινό ξύπνημα, τη διατήρηση της φωτιάς, το μαγείρεμα για τον εαυτό μου και την τακτοποίηση του χώρου. Ξυπνούσα κάθε μέρα και κοιτούσα από τα τζάμια τη θάλασσα και η μέρα μου χρωματιζόταν από ό,τι έβλεπα. Ήμουν τυχερός που ζούσα ένα κομμάτι ζωής που έμοιαζε με αυτή του φαροφύλακα. Ντρέπομαι γι’ αυτό που λέω, γιατί δεν προσπάθησα συνειδητά να βιώσω τον χαρακτήρα. Ότι έκανα το έκανα για πρακτικούς λόγους. Τα γυρίσματα έγιναν στη Νέα Σκωτία κι ενώ οι υπόλοιποι έμειναν στην πόλη, εγώ ήθελα να είμαι κοντά στο πλατό.

Πόσο σας επηρέασαν οι καιρικές συνθήκες;

Ο καιρός υπαγόρευε κάθε μέρα τι μπορούσαμε να κάνουμε και τι όχι. Είχε έντονη επίδραση πάνω μας σωματικά. Ήταν πολύ άστατος. Όταν φυσούσε, ήταν τρομακτικό. Ένας άντρας στο ύψος μου μπορούσε να βρεθεί στο νερό - εγώ θα μπορούσα να το πάθω. Καμιά φορά αγκάλιαζα το έδαφος! Η εμπειρία ήταν ακραία και μας καθοδηγούσε στο πως έπρεπε να γυριστεί η ταινία.

Σας κούρασε αυτό;

Σίγουρα. Η κούραση ήταν μέρος της εμπειρίας. Αλλά την αποδέχεσαι. Μας έτυχαν μίζερες καταστάσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, αλλά δεν κατηγορώ κανέναν ούτε το μετανιώνω. Ήταν μέρος της εμπειρίας, της αιτίας που ήμαστε στο συγκεκριμένο μέρος. Οπότε το δέχεσαι. Αυτό σε βάζει στο πνεύμα των χαρακτήρων της ταινίας. Δεν το προσχεδιάζεις, απλώς συμβαίνει με φυσικό τρόπο. Και πρέπει να επιβληθείς. Όταν είσαι συνέχεια εκτεθειμένος στις καιρικές συνθήκες, στο τέλος της ημέρας, έχεις αναμετρηθεί με τη φύση, έχεις έρθει σε επαφή μαζί της και αυτό μπαίνει στο μεδούλι σου.

Πιστεύετε ότι οι δύο χαρακτήρες γλιστράνε στην τρέλα ή βρίσκονται ήδη στο μεταίχμιο μεταξύ τρέλας και λογικής όταν συναντιούνται;

Αυτή είναι η πιο ισορροπημένη προσέγγιση. Όταν φτάνουν στον φάρο υπάρχει ένας που πιστεύει στον συγκεκριμένο τρόπο ζωής και την παράδοση του κι ένας που δεν πιστεύει. Αυτός είναι ο πρωταρχικός τρόπος προσέγγισης. Στη συνέχεια βλέπεις τι συμβαίνει όταν και οι δύο θέσεις αποσυναρμολογούνται ως ταυτότητες. Το θέμα εδώ είναι η ιδεολογία και η στρατηγική στην οποία αποφασίζουμε να αφιερώσουμε τη ζωή μας.

Ο Τόμας Γουέικ είναι ένας αρχετυπικός χαρακτήρας, ένας παμπόνηρος ναύτης. Σαν ηθοποιός βρίσκετε τα αρχέτυπα πολύτιμα ως εργαλεία για τη δουλειά σας ή εμπόδια;

Εδώ δεν ήμουν ακριβώς σίγουρος με τι αρχέτυπο είχα να δουλέψω. Όταν πρωτοδιάβασα το σενάριο, θυμάμαι ότι σκέφτηκα, «τι θα κάνουμε τώρα γιατί δεν είμαι τόσο μεγάλος στην ηλικία όσο ο ήρωας;». Δεν αισθάνομαι σαν παλιά ναυτική καραβάνα. Μήπως θα ήταν καλύτερα να τον υποδυθεί ένας ηλικιωμένος Άγγλος; Αλλά τον έπλασα για μένα και μπόρεσα να ενσωματώσω δικά μου στοιχεία. Πειραματιστήκαμε με διαφορετικές εκδοχές της προφοράς μέχρι που καταλήξαμε στην προφορά της νοτιοδυτικής Αγγλίας με την εκφορά του λόγου να προσεγγίζει αυτή των πειρατών. Αν δεν ήμασταν προσεκτικοί, θα μπορούσε να βγει αστεία. Ήταν όμως ο μόνος τρόπος για να αποδοθεί το κείμενο το οποίο και μας καθοδήγησε: ένας άντρας που κάνει τη δουλειά του φαροφύλακα θα μπορούσε να προέρχεται από την Βρετανία. Η πολιτεία του Μέιν ήταν γεμάτοι από Ιρλανδούς, Άγγλους και Σκοτσέζους.

Ο Ρόμπερτ Έγκερς σας μίλησε για τα θέματα που ήθελε να θίξει στην ταινία;

Ποτέ. Έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην αντίληψη των άλλων. Μιλήσαμε λίγο. Η κουβέντα μας ήταν για πρακτικά ζητήματα και είχε περισσότερο να κάνει με την μουσική, τις λέξεις και τις πράξεις. Ο ίδιος ασχολείται με ένα προκαθορισμένο περιβάλλον και ενορχηστρώνει τον ρυθμό, ενώ αξιολογεί πόσο δυνατές πρέπει να είναι οι συγκρούσεις, φωνητικά, αισθητικά και αισθηματικά. Μου ζήτησε να πάω γρηγορότερα σε κάποια μέρη ή σκληρότερα. Δεν μου υπαγόρευσε, όμως, ποτέ πως να αισθανθώ σε συγκεκριμένες στιγμές. Αυτό ήταν θέμα χημείας και συνθηκών – από εκεί πήγαζε η ομορφιά της στιγμής. Όπως έλεγε και ο Έγκερς: «Τίποτα καλό δεν συμβαίνει όταν δύο άντρες παγιδεύονται σε έναν γιγάντιο φαλλό!» (γέλια)

  • Η ταινία «Ο φάρος» βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 30 Ιανουαρίου σε διανομή της Tulip Entertainment.
Γουίλεμ ΝταφόεΡόμπερτ ΠάτινσονThe LighthouseΌσκαρ 2020