Πολιτισμός|30.01.2019 22:21

Συντάκτης του «Guardian»: «Λαϊκιστές» όσοι θέλουν την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα

Newsroom

Ο Τζόναθαν Τζόουνς, ο οποίος είναι κριτικός Τέχνης της εφημερίδας Guardian, υπερασπίζεται τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, Χάρτβιχ Φίσερ, μετά το σάλο που προκάλεσε με τη δήλωση ότι η Ελλάδα δεν είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Όπως υποστηρίζει στο άρθρο του με τίτλο «Να μην χάσουμε τα μάρμαρά μας για τα σχόλια του επικεφαλής του Βρετανικού Μουσείου», όσοι ζητούν την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα «επιτίθενται στην κληρονομιά του Διαφωτισμού» και θα «πρέπει να εξηγήσουν πώς διαφέρουν τα επιχειρήματά τους από άλλα είδη εθνικιστικού λαϊκισμού». Ο Τζόναθαν Τζόουνς δηλώνει υπερασπιστής των θέσεων του Χάρτβιχ Φίσερ που χαρακτήρισε «δημιουργική πράξη» τη μετατόπιση των Μαρμάρων του Παρθενώνα.

«Μπορεί να φαντάζει προκλητικό αυτό. Υποστηρίζει δηλαδή [ο Φίσερ] ότι όταν ο Έλγιν έβαλε τους εργάτες του να απομακρύνουν ένα τεράστιο τμήμα των γλυπτών του Παρθενώνα, μετά από μια αμφίβολη συμφωνία με την Οθωμανική αυτοκρατορία, που καταπίεζε εκείνη την περίοδο την Ελλάδα, και να μεταφέρουν με πλοίο στο Λονδίνο, αυτή η καταφανής ληστεία ήταν δημιουργική. Ας θέσουμε αλλιώς το ερώτημα. Ήταν δημιουργικό όταν Βρετανοί στρατιώτες κατέστρεψαν τη βασιλική πόλη του Μπενίν στη δυτική Αφρική το 1897 και λεηλάτησαν τις μεγάλες ορειχάλκινες πλάκες από το παλάτι της, πολλές εκ των οποίων βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Ή όταν ο Χίτλερ σχεδίαζε ένα νέο μουσείο που θα φιλοξενούσε τα λεηλατημένα έργα Τέχνης από την Ευρώπη;

Είναι εύκολα τα συναισθήματα και δύσκολος ο στοχασμός. Η εκστρατεία για την επιστροφή της λείας του Έλγιν στην Ελλάδα διεξάγεται με πάθος εδώ και 200 χρόνια, αφότου ο Λόρδος Βύρωνας κατήγγειλε τον Έλγιν στο "Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ". Σήμερα, αυτή η παλαιότερη απ’ όλες τις διαμαρτυρίες για την πολιτισμική ιδιοκτησία έχει γίνει εμβληματική μιας ευρύτερης οργής, που θεωρεί τίποτε περισσότερο από αυτοκρατορική κλοπή πολλούς θησαυρούς μουσείων όπως το πέτρινο άγαλμα Ράπα Νούι [από το Νησί του Πάσχα] του Βρετανικού Μουσείο. Υπάρχει μια διάθεση υποστήριξης όλων αυτών των διεκδικήσεων – ο Τζέρεμι Κόρμπιν θα επέστρεφε τα Γλυπτά του Παρθενώνα, δεν τίθεται θέμα- άρα το σχόλιο του Φίσερ που αποκαλεί «δημιουργική» την οικειοποίηση από τα μουσεία έργων Τέχνης άλλων λαών είναι βέβαιο ότι θα ανάψει φωτιές.

Αλλά αν δεν καταλαβαίνει κανείς τα επιχειρήματά του [του Φίσερ], σε τελική ανάλυση λέει ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν μουσεία παγκόσμιας Τέχνης κι ότι κάθε έργο Τέχνης θα πρέπει να μένει στο χώρο δημιουργίας του, καθώς θα έχει νόημα μόνον εντός του αυθεντικού πλαισίου του», γράφει. 

«Όσοι επιχειρηματολογούν υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα και άλλες τέτοιες επανορθώσεις πρέπει να γνωρίζουν ότι επιτιθέμενοι στο όνειρο του παγκόσμιου μουσείου, επιτίθενται στην κληρονομιά του Διαφωτισμού. Τα μουσεία μας κάνουν να βλέπουμε περισσότερα, μας επιτρέπουν να εξερευνούμε διασυνδέσεις. Επισκεφθείτε το τμήμα Ισλαμικής Τέχνης του Βρετανικού Μουσείο και θα δείτε πώς άντλησε από την κλασική κληρονομία, κολοφώνας της οποίας είναι τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Μπορείτε να δείτε την ίδια επιρροή στην πρώιμη βουδιστική τέχνη. Μόνον μια συλλογή όπως αυτή του Βρετανικού Μουσείου ανοίγει αυτούς τους ευρύτερους δρόμους θεώρησης», συμπληρώνει.

Ο Βρετανός αρθρογράφος ισχυρίζεται ότι υπάρχουν δύο βασικά κενά στην επιχειρηματολογία υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα: «Το πρώτο είναι η ιδέα ότι η αρχαία Ελλάδα, ένας πολιτισμός που άνθισε πριν από 2.500 χρόνια είναι κατά κάποιον τρόπο πολιτιστική περιουσία της σύγχρονης Ελλάδας, ότι τα επιτεύγματά του ανήκουν κατά κάποιον στενά εθνικό τρόπο στην Ελλάδα. Αν ήταν σωστό αυτό, τότε ουδείς εκτός Ελλάδας θα σπούδαζε Μαθηματικά, Φιλοσοφία ή Ιστορία, θα έβλεπε θεατρικά έργα ή θα έκανε επιστημονικά πειράματα, αφού όλα αυτές οι θεμελιώδεις ανθρώπινες δραστηριότητες εφευρέθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες.

Το δεύτερο είναι ότι η τοποθέτηση αυτών των Γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο εξέφρασε μια πράξη περιφρόνησης προς την Ελλάδα. Στην πραγματικότητα ήταν πράξη σεβασμού. Αυτά τα αριστουργήματα ήλθαν στο Λονδίνο στην κορύφωση του νεοκλασικισμού, όταν ο πολιτισμός της Αρχαίας Ελλάδας θεωρείτο ως πηγή κάθε σοφίας, ωραιότητας και αλήθειας».

Κι αφού υποστηρίζει ότι η Ελλάδα έχει στο πλευρό της τον Λόρδο Βύρωνα, αλλά το Βρετανικό Μουσείο τον Άγγλο ρομαντικό λυρικό ποιητής Τζoν Κιτς, που εμπνεύστηκε έργα του όπως η Ωδή σε μια Ελληνική Υδρία όταν είδε τη ζωφόρο του Παρθενώνα στο Λονδίνο, καταλήγει: «Ο Φίσερ ήταν γενναίος που έβγαλε το κεφάλι του απ’ το παραπέτο για να πει αυτό που πιστεύει. Είναι ο διεθνιστής φιλελεύθερος σ’ αυτή την κουβέντα. Οι παθιασμένοι υποστηρικτές της αξίωσης της Ελλάδας πρέπει να εξηγήσουν σε τι διαφέρει το επιχείρημά τους από οποιαδήποτε άλλη μορφή εθνικιστικού λαϊκισμού».

Θυμίζουμε πως ο Χάρτβικ Φίσερ, µε βαθιά µόρφωση και χαµηλό προφίλ, σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» απέκλεισε το ενδεχόµενο κάποιας µορφής δανεισµού των Γλυπτών, εάν η Ελλάδα δεν αποδεχθεί ότι αυτά ανήκουν στους Βρετανούς: «Όταν δανείζουµε, δανείζουµε σε εκείνους που αναγνωρίζουν την ιδιοκτησία» ήταν η ακριβής του φράση. «Εµείς εκθέτουµε τα Γλυπτά σε ένα πλαίσιο παγκόσµιων πολιτισµών, προβάλλοντας επιτεύγµατα από όλο τον κόσµο κάτω από την ίδια στέγη και αναδεικνύοντας τη διασυνδεσιµότητα των πολιτισµών», απάντησε ο κ. Φίσερ, ισοπεδώνοντας και το επιχείρηµα περί του νέου Μουσείου της Ακρόπολης.

Ωστόσο, τόνισε τις άριστες σχέσεις που διατηρεί το Βρετανικό Μουσείο «µε τους συναδέλφους µας στο Μουσείο Ακρόπολης», επισηµαίνοντας ότι κατά τα άλλα ισχύει το σύστηµα των δανεισµών άλλων έργων τέχνης από και προς το αθηναϊκό Μουσείο. Κατηγορηµατικός υπήρξε ο κ. Φίσερ και όταν κλήθηκε να σχολιάσει την άποψη ότι η Ελλάδα είναι ο νόµιµος ιδιοκτήτης των γλυπτών: «Δεν θα το αποδεχόµουν» απάντησε. «Τα αντικείµενα της συλλογής του Βρετανικού Μουσείου βρίσκονται υπό την ιδιοκτησία των επιτρόπων του Μουσείου».

Το περιεχόµενο και το «ύφος» των απαντήσεων του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου εξόργισαν πολλούς, συµπεριλαµβανοµένης και της καθ’ ύλην αρµόδιας υπουργού Πολιτισµού, Μυρσίνης Ζορµπά, που δηµοσιοποίησε επίσηµη δήλωση, επισηµαίνοντας ότι «η Ελλάδα είναι ο γενέθλιος τόπος των Γλυπτών του Παρθενώνα, η Αθήνα είναι η πόλη τους, η Ακρόπολη και το Μουσείο της είναι ο φυσικός τους χώρος.

Η δήλωση του κ. Φίσερ περί “νόµιµου ιδιοκτήτη” επιδεικνύει µια στενή, κυνική διαχειριστική αντίληψη. Είναι λυπηρό να ακούγεται από τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου και γνωστό ιστορικό τέχνης. Υποβαθµίζει την πολιτιστική κληρονοµιά από ανεκτίµητη οικουµενική αξία σε αγοραπωλησία. Παρόµοιες απόψεις είναι διαµετρικά αντίθετες µε τις αντιλήψεις που επικρατούν σήµερα στο διεθνές πεδίο του πολιτισµού.

Αποτελούν υπολείµµατα της αποικιοκρατίας και αγνοούν τη διεθνή συζήτηση και τις Διακηρύξεις της UNESCO. Πολύ περισσότερο, όταν πρόκειται για ένα ακρωτηριασµένο µνηµείο, σύµβολο της χώρας διαχρονικά, στο οποίο οφείλεται η επανένωση και αποκατάστασή του, σύµφωνα µε τη βασική αρχή της “ακεραιότητας”, όπως επιβάλλει η Σύµβαση της UNESCO του 1972».

Σχετική ανακοίνωση εξέδωσε και το Κίνηµα Αλλαγής επισηµαίνοντας πως «η δήλωση του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου περί “νοµίµου κατόχου” των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι εξαιρετικά ατυχής. Η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει αταλάντευτα τον αγώνα που ξεκίνησε η Μελίνα Μερκούρη, για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στον χώρο από τον οποίο εκλάπησαν». 

UNESCOγλυπτά του ΠαρθενώναGuardian