Πολιτισμός|18.07.2025 11:55

Γεράσιμος Μιχελής: Συγκίνηση και πλήθος κόσμου στην κηδεία του ηθοποιού - Το στεφάνι από την ομάδα του «Παρά Πέντε»

Newsroom
Σετ φωτογραφιών, σύρετε προς τα αριστερά

Μέσα σε βαθιά συγκίνηση, τελέστηκε η κηδεία του Γεράσιμου Μιχελή. Συγγενείς, φίλοι και εκπρόσωποι του καλλιτεχνικού κόσμου συνόδευσαν τον αγαπημένο ηθοποιό στο τελευταίο του ταξίδι, απευθύνοντας με δάκρυα στα μάτια το ύστατο «αντίο».

Η εξόδιος ακολουθία εψάλη στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά, στην καρδιά της Πλάκας, ενώ αργότερα ακολούθησε η ταφή του, στο Τρίτο Νεκροταφείο Αθηνών. Ο χαμός του Μιχελή, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 60 ετών, ύστερα από μακροχρόνια μάχη με τη σπάνια και ανίατη νόσο ALS, βύθισε στο πένθος όσους τον γνώρισαν και τον αγάπησαν. Στο πλευρό του, ως το τέλος, άνθρωποι που στάθηκαν δίπλα του όχι μόνο στην τέχνη αλλά και στη δοκιμασία της ζωής.

Ανάμεσα στα στεφάνια που στόλιζαν τον προαύλιο χώρο της εκκλησίας ξεχώριζαν εκείνα από την ομάδα της δημοφιλούς σειράς «Παρά Πέντε», που τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό, καθώς και του τηλεοπτικού σταθμού MEGA. Παρόντες στην τελετή ήταν ο Γιώργος Καπουτζίδης, η Αγγελική Λάμπρου, ο Αργύρης Αγγέλου, η Νίκη Χατζίδου, η Κερασία Σαμαρά, ο Κώστας Μπερικόπουλος και πολλοί ακόμη συνάδελφοι και φίλοι.

Η είδηση του θανάτου του, που έγινε γνωστή μέσα από μια λιτή ανάρτηση της οικογένειάς του, στο Facebook, προκάλεσε κύμα συγκίνησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πλήθος μηνυμάτων από συναδέλφους και θαυμαστές κατέκλυσαν το διαδίκτυο, σε μια αυθόρμητη έκφραση αγάπης, αναγνώρισης και αποχαιρετισμού.

Ο Μιχάλης Οικονόμου αποκάλυψε ότι ο Γεράσιμος Μιχελής έδινε σιωπηλά μάχη με τη νόσο του κινητικού νευρώνα (ALS), μια σπάνια και ανελέητη ασθένεια που οδηγεί σταδιακά στην πλήρη παράλυση, αφήνοντας όμως ανέγγιχτη τη συνείδηση. 

«Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να μην μπορείς να κινείσαι, να έχεις μία φοβερή αδυναμία σταδιακά» είχε εξηγήσει η Ματίνα Παγώνη για τη νόσο που αντιμετώπισε ο ηθοποιός. «Το βλέπεις, το ζεις και είναι τραγικό αυτό! Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα σε αυτούς τους ασθενείς να ζουν το κάθε στάδιό τους. Δεν αισθάνεσαι πόνο ακριβώς. Αρχίζεις και καταρρέεις. Αισθάνεσαι να καταρρέει ο οργανισμός, έχοντας πλήρη συνείδηση».

Γεννημένος στην Αθήνα, με ρίζες από την Κεφαλονιά και την Αστυπάλαια, μεγάλωσε στον Κορυδαλλό, σε μια εποχή που τα παιδιά έπαιζαν στις αλάνες, χτίζοντας τον κόσμο τους με μπάλες, ποδήλατα και λίγη φαντασία. Τα καλοκαίρια του είχαν χρώμα θαλασσινό, μυρωδιές αρμυρίκι και ήχους από το κύμα να σκάει στις παραλίες των νησιών του. «Περνούσα, ξέγνοιαστα, με κολύμπι, ψάρεμα, ποδηλασία». Ήταν η εποχή που η ζωή λεγόταν παιχνίδι και η ελευθερία είχε τη μορφή μιας ξυπόλυτης περιπέτειας κάτω από τον ήλιο

Η σχέση του με την Τέχνη δεν ήταν αποτέλεσμα επιλογής. Ήταν αποτέλεσμα ανάγκης. Η ανάγκη να εκφράζεται, να δημιουργεί, να ταξιδεύει με τον νου, τον οδήγησε από νωρίς στο θέατρο. Εκεί ένιωσε ότι η σκηνή είναι το μέρος όπου μπορεί να ζήσει περισσότερες ζωές, να δώσει φωνή σε σκέψεις που αλλιώς θα έμεναν ανείπωτες.

Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Βεάκη με άριστα (1990), με σπουδές φωνητικής και μονωδίας στο Ωδείο του Πειραιά, καθώς και εμπειρία από το εργαστήρι αρχαίου δράματος του Λευτέρη Βογιατζή (1989-1992), ο Γεράσιμος Μιχελής οικοδόμησε την υποκριτική του ταυτότητα με σπάνια προσήλωση και αγάπη για την τέχνη του. Η σκηνή δεν ήταν για εκείνον βήμα αυτοπροβολής, αλλά πεδίο συνάντησης με τον εαυτό του, με τον χρόνο. «Δεν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στα Οικονομικά, οι αριθμοί  μού ζάλιζαν τον νου, γίνονταν βαρίδια που με κρατούσαν σταθερά στη γη». 

Οι παραστάσεις της παιδικής αυλής

Η σπίθα για το θέατρο άναψε, όπως πολλές φορές συμβαίνει, στην παιδική ηλικία. Αυτοσχέδιες παραστάσεις στις αυλές των σπιτιών, με σκηνικά φτιαγμένα από κουβέρτες και ρόλους γραμμένους σε κομμάτια χαρτί, ήταν οι πρώτες απόπειρες δημιουργίας. Το θέατρο, από τότε, δεν ήταν απλώς παιχνίδι, ήταν απελευθέρωση. Η φαντασία του μικρού Γεράσιμου τού χάριζε φτερά. Σκηνοθετούσε κόσμους με υλικά φτώχειας αλλά πλούτο συναισθήματος. Αυτές οι παιδικές μνήμες έγιναν ο σπόρος για την κατοπινή του διαδρομή.

Έδινε σημασία στη συνέπεια, στην αφοσίωση, στην αγάπη για τον ρόλο. Πίστευε βαθιά ότι ο ηθοποιός πρέπει να αγαπήσει τον ήρωά του, να τον υπερασπιστεί, να του δώσει υπόσταση όχι με επιτήδευση αλλά με ειλικρίνεια. Η συγκίνηση δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός, ήταν αποτέλεσμα αυτής της βαθιάς κατανόησης και σύνδεσης με το πρόσωπο που ενσάρκωνε κάθε φορά.

Έβλεπε τον ηθοποιό ως φορέα μιας αλήθειας, μιας εσωτερικής κατάθεσης. Η διαδικασία των προβών ήταν για εκείνον ιεροτελεστία. Μια διεργασία εμβάθυνσης και συντονισμού με το πνεύμα του έργου. Αυτός ο σεβασμός προς την τέχνη του θεάτρου τον χαρακτήριζε σε όλη του τη διαδρομή.

Η στροφή στη συγγραφή

Η συγγραφή μπήκε στη ζωή του απρόσμενα, μα φυσικά. Κατά τη διάρκεια των μοναχικών περιπάτων του την περίοδο του εγκλεισμού, ξεκίνησε να παρατηρεί τον κόσμο με άλλη ματιά. Οι σκέψεις του, αρχικά άμορφες, άρχισαν να μεταφέρονται στο χαρτί, μ' έναν τρόπο ποιητικό. Η γραφή για εκείνον έγινε διέξοδος, καταφύγιο, εργαλείο θεραπείας. Ήταν η στιγμή που η φωνή του, μέχρι τότε κυρίως σκηνική, βρήκε νέο κανάλι επικοινωνίας. Η λογοτεχνία δεν ήταν διαφορετική τέχνη. Ήταν η άλλη όψη της ίδιας του της ψυχής.

Οι λέξεις του γίνονταν όχημα για τις σκέψεις και τα συναισθήματα του. Οργή, θλίψη, προσμονή, τρυφερότητα. Όλα χωρούσαν μέσα στις σελίδες των τετραδίων του. Πίστευε ακράδαντα ότι το γράψιμο αποκαλύπτει την ψυχή του δημιουργού, χωρίς να χρειάζεται τίποτα περιττό. Γι' αυτό φρόντιζε πάντα να είναι περιποιημένα τα βιβλία του, να τιμούν το περιεχόμενο που κουβαλούν.

Οι φίλοι, οι ποιητές και το στεγνό μαξιλάρι

Πέρα από την Τέχνη, ο Γεράσιμος Μιχελής αγαπούσε βαθιά τη ζωή. Είχε μία αφοπλιστική απλότητα στον τρόπο που μιλούσε για τα πράγματα που τον συγκινούσαν. Το καλό φαγητό με παρέα. Τον γάτο του, τον Ευτύχη. Τις όμορφες συναναστροφές. Τη φιλία, την εγγύτητα, τη ζεστασιά των ανθρώπινων σχέσεων. Δεν θεωρούσε τη μοναξιά στόχο, αλλά έβλεπε την ανθρώπινη επαφή ως σημείο ολοκλήρωσης. Οι σκέψεις του γύρω από τη ζωή είχαν φιλοσοφική υφή, χωρίς ποτέ να γίνονται βαρύγδουπες. Τις νύχτες, όπως έλεγε με χιούμορ, κοιμόταν σε στεγνό μαξιλάρι, υπονοώντας ίσως μια εσωτερική ισορροπία που είχε κερδίσει με κόπο, με αποδοχή και ευγνωμοσύνη.

Αγαπούσε τους ποιητές. Ο Σεφέρης, ο Καβάφης, η Δημουλά, ο Σικελιανός, ο Παπαδιαμάντης, ο Ντοστογιέφσκι, αλλά και ο Τσιτσάνης και η Μπέλλου ταν για εκείνον φάροι, φωνές εσωτερικής παρηγοριάς. Συντρόφευαν τις μοναχικές του ώρες, του χάριζαν σκέψεις και ρυθμούς που τον έκαναν να μην νιώθει μόνος. Διάβαζε για να καταλάβει, να νιώσει, να επικοινωνήσει. Και με αυτό το πνεύμα έγραφε και ο ίδιος. 

Η πανδημία άφησε πάνω του το αποτύπωμά της. Όπως έλεγε, το σκοτάδι της περιόδου εκείνης έμοιαζε με δήμιο ονείρων. Τραυμάτισε την ελπίδα, αλλά του χάρισε χρόνο για ανασύνταξη. Άσκηση, γράψιμο, σκέψη, επαναπροσδιορισμός. Ξεκίνησε τότε να γράφει μικρά πεζά σαν νησίδες φωτός μέσα στον ζόφο. Πίστευε ότι τα όνειρα δεν φυλακίζονται. Ότι, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, υπάρχουν τρόποι να τα κρατήσεις ζωντανά. «Τα όνειρα είμαστε εμείς σε άλλη διάσταση» είχε πει κάποτε και αυτή η φράση φανερώνει μια πνευματικότητα γεμάτη δύναμη.

Εξίσου έντονος ήταν και ο λόγος του για την ανάγκη προστασίας της Τέχνης από το κράτος. Έβλεπε τη δουλειά του καλλιτέχνη ως δικαίωμα, όχι ως πολυτέλεια. Ζητούσε συνθήκες προστασίας και σεβασμού για την καλλιτεχνική εργασία, γιατί πίστευε ότι η Τέχνη είναι ζωτική ανάγκη του κόσμου, ειδικά σε δύσκολες εποχές. Η εμπιστοσύνη, έλεγε, έχει τραυματιστεί. Αλλά δεν παραιτούνταν. Επέμενε, δημιουργούσε, ονειρευόταν.

Ο Γεράσιμος Μιχελής δεν υπήρξε ποτέ ένας προβεβλημένος καλλιτέχνης των εξωφύλλων. Δεν επέλεξε τον εύκολο δρόμο της επιφάνειας. Προτίμησε τον ουσιαστικό διάλογο με τον εαυτό του και τους άλλους, μέσα από ρόλους, μέσα από κείμενα, μέσα από βαθιές κουβέντες. Η πορεία του, λιτή μα πυκνή, ήταν γεμάτη σιωπές, βλέμματα που άγγιζαν, χειρονομίες που επικοινωνούσαν.

Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που ζούσαν την καθημερινότητα σαν να ήταν τελετουργία. Με ευγένεια, τρυφερότητα, ακρίβεια. Οι φίλοι του τον περιγράφουν ως άνθρωπο δοτικό, ζεστό, ειλικρινή. «Αντίο Γεράσιμε…», ήταν οι δύο λέξεις που επέλεξε ο Αργύρης Αγγέλου για τον αποχαιρετισμό στον συνάδελφό του, με τον οποίο συνεργάστηκαν στο «Παρά Πέντε». Ένας καλλιτέχνης που δούλευε σκληρά. Που πίστευε στη σχέση, στην εμπιστοσύνη, στην αγάπη.

Το αποτύπωμα ενός ήσυχου μαχητή

Από εδώ και πέρα, θα τον βρίσκουμε στις μνήμες όσων τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, στους στίχους που τον συντρόφευαν, στα βλέμματα που συγκίνησε, στους ρόλους που υποδύθηκε, στις λέξεις που έγραψε με τρυφερότητα και νου. Θα τον φανταζόμαστε να κάθεται, όπως το συνήθιζε από παιδί, σε μια καρέκλα δίπλα στη θάλασσα, κάτω από ένα αρμυρίκι, με το βλέμμα ήσυχα στραμμένο προς το φως. Εκεί όπου η σκέψη γαληνεύει και η ζωή αποκτά το βάθος της σιωπής.

κηδείαηθοποιόςΣτο Παρά ΠέντεΓιώργος Καπουτζίδης