Πολιτισμός|23.10.2018 09:36

Ο Ιντιάνα Τζόουνς των σπάνιων νομισμάτων

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Τι σχέση μπορεί να έχει ένας σκουριασμένος οβολός του 1869 που βρέθηκε κάποτε στο χώμα μιας αυλής στην Κάρπαθο με ένα μοναδικό στον κόσμο αργυρό 20λεπτο του 1868, της εποχής του Γεωργίου Α'; Πώς μια τυχαία ανακάλυψη ενός παιδιού καθόρισε τη μετέπειτα ζωή του; Ξέρετε ότι, αντίθετα με ό,τι πιστεύουμε οι αδαείς, τα σπανιότερα και πολυτιμότερα νομίσματα για τους συλλέκτες δεν είναι τα χρυσά, αλλά τα πολύ πιο ευαίσθητα στη φθορά του χρόνου και άρα στην ανεπανόρθωτη χρωματική τους αλλοίωση χάλκινα; Πόσο μεγάλη πύλη στην Ιστορία μπορεί να είναι ένα τόσο δα νομισματάκι; Η αλήθεια είναι ότι μια 60λεπτη κουβέντα με τον συλλέκτη και μελετητή Γιάννη Βασιλάκη (ο οποίος κατά τα άλλα δραστηριοποιείται επαγγελματικά ως financial manager) οδηγεί σε συναρπαστικές διαπιστώσεις, ανατροπές στερεοτύπων και πεποιθήσεων και εκπλήξεις. Συστηματικά με τη συλλογή νομισμάτων ο ίδιος άρχισε να ασχολείται το 1988, ως φοιτητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, και ακόμα συστηματικότερα από το 2005, όταν έγινε μέλος της Πανελλήνιας Νομισματικής Ενωσης. Εκτοτε έχει εντάξει στη ζωή του το «κυνήγι» δυσεύρετων μοντέρνων νεοελληνικών νομισμάτων αλλά και σπάνιων χαρτών από τον 15ο αιώνα και μετά (της Καρπάθου κυρίως, που είναι και ο τόπος καταγωγής του), παλαιών βιβλίων και καρτ ποστάλ. Το 2017 εξέδωσε και την πρώτη του νομισματική μελέτη που φέρει τον τίτλο «Χαλκός – Ο κόκκινος χρυσός».

Κατ’ αναλογία, η αφήγησή του είναι μια εκδοχή της ζωής ενός Ιντιάνα Τζόουνς των νομισμάτων, με μια περίπλοκη, ενδιαφέρουσα και απρόβλεπτη καθημερινότητα που μπορεί να τον βάλει ξαφνικά σε ένα αεροπλάνο για να βρεθεί για λίγες ώρες στο άκρο μιας άλλης ηπείρου είτε για να συμμετάσχει σε μια δημοπρασία, είτε κυνηγώντας πληροφορίες από την -πολύ περιορισμένη ωστόσο- βιβλιογραφία της περιόδου στην οποία ειδικεύεται: την περίοδο που ολοκληρώθηκε η μετάβαση από την ελληνική νομισματοκοπία της εποχής του Οθωνα στην εποχή της βασιλείας του Γεωργίου Α', ιδιαίτερα δε σε αυτήν την τελευταία (ο Γεώργιος Α' της Ελλάδας υπήρξε ο μακροβιότερος βασιλιάς της χώρας, από το 1863 μέχρι το 1913).

Η εποχή

Να και μια πρώτη ανατροπή των στερεοτύπων ενός αμύητου στην τέχνη και την επιστήμη της... συλλεκτικής: Ενας σοβαρός συλλέκτης νομισμάτων δεν είναι αυτός που συγκεντρώνει ατάκτως σπάνια νομίσματα απ’ όπου κι αν προέρχονται, χρονικά ή γεωγραφικά. Ανατροπή νούμερο δύο; Η παθιασμένη ενασχόληση δεν τελειώνει με την απόκτηση ενός νομίσματος έπειτα από αναζήτηση χρόνων. Αντίθετα, τότε αρχίζει για συλλέκτες σαν τον κ. Βασιλάκη. Διότι όταν επιβραβευτεί η ιδιότητα του συλλέκτη, ακολουθεί η ιδιότητα του ιστορικού, του εικαστικού, του κοινωνιολόγου. Κάθε απόκτημα είναι η μεγάλη πύλη για την είσοδο σε ένα πυκνό και συχνά κακοφωτισμένο σύμπαν πληροφοριών οι οποίες δεν περιορίζονται στη νομισματική, αλλά κυρίως αξιοποιούνται ως προς τη διερεύνηση των ηθών και των εθίμων της εποχής. Καμιά φορά η έκβαση της έρευνας οδηγεί σε αποτελέσματα που καταρρίπτουν εθνικά στερεότυπες πεποιθήσεις. Πάρτε για παράδειγμα το δάφνινο στεφάνι που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη νομισματοκοπία του Γεωργίου Α' (με νομίσματα που δεν κόπηκαν στην Ελλάδα, αλλά στο εξωτερικό, ακολουθώντας κυρίως τα γαλλικά πρότυπα της εποχής). Ορισμένοι θα θεωρούν ότι το δάφνινο στεφάνι για ευνόητους ιστορικούς λόγους αποτελεί ελληνικό «προνόμιο». Ομως όχι. «Στα τέλη του 19ου αιώνα», σημειώνει ο κ. Βασιλάκης, «στεφάνια δάφνης κοσμούσαν τα κρατικά σύμβολα αρκετών χωρών, όπως η Βραζιλία, η Γουατεμάλα, η Αλγερία, το Ισραήλ, η Κούβα, το Μεξικό. Επίσης όλα τα νομίσματα των ιταλικών κρατιδίων καθώς και τα γαλλικά είχαν στεφάνι από κλάδους ελιάς και δάφνης. Ισως λοιπόν ως αντιδάνειο επέλεξε ο αρχιχαράκτης Barre να ακολουθήσει τα γαλλικά πρότυπα». O Albert Desire Barre (1818-1878) υπήρξε βέβαια ο μεγάλος αρχιχαράκτης του Νομισματοκοπείου των Παρισίων, ο οποίος την εποχή που δημιούργησε όλα τα νομίσματα του Ναπολέοντα Γ' σχεδίασε τα πρώτα ελληνικά γραμματόσημα του «Ερμή» αλλά και τα νομίσματα του Γεωργίου Α'.
Αυτή είναι και η περίοδος που ενδιαφέρει πρώτιστα τον κ. Βασιλάκη – διαθέτει άλλωστε μία από τις σπουδαιότερες και πληρέστερες συλλογές ελληνικών νομισμάτων αυτής της εποχής. Για δύο λόγους. Ο ένας είναι προφανώς το συναισθηματικό σημείο εκκίνησης. Παιδί ακόμα στην Κάρπαθο, βρήκε τα πρώτα του νομίσματα παίζοντας στην αυλή. Ηταν ακριβώς αυτής της εποχής, δηλαδή «ένας οβολός του 1869, σκουριασμένος και ταλαιπωρημένος, κι ένα διώβολο του 1878». Εξυπακούεται ότι τα διατηρεί σε περίοπτη θέση της συλλογής του.

Ο δεύτερος λόγος είναι επιστημονικότερος: η μετάβαση από την ελληνική νομισματοκοπία της εποχής του Οθωνα σε αυτήν του Γεωργίου Α' είναι «άμεσα συνυφασμένη με τις ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες και τις ευρύτερες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις». Ετσι, κάθε νόμισμα που φτάνει στα χέρια του κ. Βασιλάκη εξετάζεται εντός του ευρύτερου ιστορικού, συνεπώς και κοινωνικοπολιτικού του πλαισίου. Και ύστερα και ως προς την παραμικρή του λεπτομέρεια, κυριολεκτικά την παραμικρή τελεία που μπορεί να φέρει: ποιος είναι ο χαράκτης, πότε κόπηκε, πόσο ζυγίζει, τι περίμετρο έχει, τι επιγραφές και ποια σύμβολα φέρει, τι σημαίνουν αυτά, σε τι γραμματοσειρά είναι χαραγμένη η ημερομηνία, πώς είναι απεικονισμένη η προτομή και χιλιάδες άλλα... Ακολουθούν ύστερα οι αναζητήσεις σε γενικότερα ερωτήματα. Π.χ. γιατί δεν κόπηκαν τα νομίσματα επί ελληνικού εδάφους; Πώς έγινε η ένταξη στη Λατινική Νομισματική Ενωση; Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη γενικότερη θέση της χώρας; Κάθε απάντηση στα δεκάδες «γιατί» (κανένα ερώτημα στη δουλειά του δεν επαναπαύεται στην πρώτη, αυτονόητη απάντηση), και μάλιστα στο περιβάλλον μιας τόσο περιορισμένης βιβλιογραφίας, σημαίνει μήνες, κάποτε και χρόνια ερευνών.

Δέκα χρόνια έρευνας

Τουλάχιστον δέκα χρόνια επίμονης και ακαταπόνητης έρευνας χρειάστηκε λοιπόν το τελευταίο του επίτευγμα: Πρόκειται για ένα συλλεκτικό, πολυτελέστατο, δίγλωσσο (και στα αγγλικά) λεύκωμα 270 σελίδων, που περιλαμβάνοντας το απόσταγμα της πληρέστατης μελέτης του για την περίοδο που τον ενδιαφέρει τιτλοφορείται «Σύγχρονη ελληνική νομισματοκοπία: Βασιλεύς Γεώργιος Α' (1863-1913)». Το όλο εγχείρημα (σε επιμέλεια της Γεωργίας Κοροντζή) ήταν, όπως παραδέχεται και ο ίδιος στον επίλογό του, «δύσκολο και απαιτητικό, καθώς επρόκειτο για μια απόπειρα σκιαγράφησης των ενδότερων μηχανισμών ενός νεοσύστατου κράτους που προσπαθούσε να ορίσει την ταυτότητά του μέσω της κοπής νέων νομισμάτων». Επιπλέον η προετοιμασία του λευκώματος ήταν ο άθλος του τελειομανούς. Για να περιγράψει π.χ. την αποτύπωση της ηλικιακής ωρίμανσης στις προτομές του Γεωργίου Α' δεν παραθέτει μόνο το αυτονόητο, νομίσματα δηλαδή διαφορετικών περιόδων, αλλά αντιπαραβάλλει την εγχάρακτη εικόνα με τις εικονογραφήσεις σε γκραβούρες της εποχής – τις οποίες αναζήτησε και αγόρασε ώστε να διαθέτει εντός της συλλογής του τα «πειστήρια».
Πέρα όμως από την προσφορά στην ελληνική Ιστορία μιας πληρέστατης, κατ' αρχάς ιστορικής διατριβής, το λεύκωμα αυτό κρύβει και μία ακόμα μεγάλη έκπληξη. Παρουσιάζει για πρώτη φορά έπειτα από 150 χρόνια ένα νόμισμα που δεν αναφέρεται σε κανέναν κατάλογο μέχρι σήμερα: το αργυρό 20λεπτο του 1868. Πρόκειται για το σπουδαιότερο απόκτημα της συλλογής του κ. Βασιλάκη (εντοπίστηκε στο Παρίσι και η γνησιότητά του πιστοποιήθηκε από έγκριτη μεγάλη εταιρεία πιστοποίησης και βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση, με γνήσια πατίνα και χωρίς προβλήματα στο μέταλλο και στις επιφάνειές του) και αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα της νομισματοκοπίας του Γεωργίου Α'. «Το 20λεπτο του 1868 θεωρείται το απόλυτο συλλεκτικό νόμισμα, καθώς διαθέτει μια μεγάλη ιδιαιτερότητα. Είναι μοναδικό! Μέχρι σήμερα δεν υπήρξε καμία αναφορά στην ύπαρξή του.

Στα επίσημα αρχεία του Νομισματοκοπείου των Παρισίων δεν είναι καταγεγραμμένο, οπότε ακολουθώντας κανείς επαγωγικά βήματα εύκολα μπορεί να υποθέσει ότι δεν πρόκειται για νόμισμα κυκλοφορίας (...) Ερμηνεύοντας και αξιολογώντας, λοιπόν, τα δεδομένα αυτής της κατασκευαστικής διαδικασίας, η παρούσα μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προφανώς, όταν η Ελλάδα έγινε μέλος της Λατινικής Νομισματικής Ενωσης, στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής, το έτος 1868 δόθηκε η πρώτη εντολή για κοπές των 50 λεπτών και των 1 και 2 δραχμών, ενώ η πρώτη εντολή για τα 20λεπτα δόθηκε έναν χρόνο αργότερα, το 1869», αλλά τελικά έγινε η κοπή το 1868 στο πλαίσιο συμπληρωματικών κερμάτων βάσει της σύμβασης με τη ΛΝΕ». Πέρα από τη χαρά ενός μοναδικού συλλεκτικού αποκτήματος, εξυπακούεται ότι το αργυρό 20λεπτο κουβαλάει τα δικά του συναρπαστικά «γιατί». Αλλά, όπως γράψαμε, ο Γιάννης Βασιλάκης μπορεί στην επαγγελματική καθημερινότητά του να έχει την τυπική εμφάνιση ενός εργαζόμενου στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά κάτω από το σκούρο κοστούμι κρύβει τον -εμμονικό- χαρακτήρα ενός απόλυτα πραγματικού Ιντιάνα Τζόουνς. 

νομίσματασυλλέκτης