Η ιστορία της τέχνης αποτελεί έναν καθρέφτη της κοινωνίας, αντικατοπτρίζοντας όχι μόνο τη δημιουργική έκφραση αλλά και τις βαθιά ριζωμένες ανισότητες που τη διαπερνούν. Για αιώνες, οι γυναίκες καλλιτέχνες παρέμειναν στη σκιά, όχι λόγω έλλειψης ταλέντου, αλλά εξαιτίας κοινωνικών και θεσμικών φραγμών που τις εμπόδιζαν ν' αναπτύξουν την τέχνη τους ισότιμα με τους άνδρες. Στους μεσαιωνικούς χρόνους, η πρόσβαση των γυναικών στην εκπαίδευση ήταν περιορισμένη, αφήνοντάς τες αποκλεισμένες από τα ατελιέ και τις ακαδημίες. Ακόμα και στην Αναγέννηση, όταν η τέχνη άνθιζε, οι γυναίκες δημιουργοί συχνά περιορίζονταν σε είδη που θεωρούνταν «κατάλληλα» για το φύλο τους, όπως η νεκρή φύση και τα πορτρέτα, αντί για τα μεγάλα ιστορικά και θρησκευτικά θέματα που καθόριζαν το καλλιτεχνικό κύρος.
Όσες γυναίκες τόλμησαν να διεκδικήσουν θέση στον καλλιτεχνικό κόσμο αντιμετώπισαν δυσπιστία και περιθωριοποίηση. Ακόμα και όταν τα έργα τους αναγνωρίζονταν, συχνά αποδίδονταν σε άνδρες συναδέλφους τους. Για παράδειγμα, η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι, μια από τις σπουδαιότερες ζωγράφους του μπαρόκ, αγωνίστηκε να εδραιώσει τη φήμη της σ' έναν ανδροκρατούμενο χώρο, παρά την τεχνική της δεινότητα και την έντονη συναισθηματική δύναμη των έργων της. Παρόμοια, τον 19ο και 20ό αιώνα, η πρωτοπορία στην τέχνη και τη λογοτεχνία συνδέθηκε κυρίως με ανδρικά ονόματα, ενώ οι γυναίκες δημιουργοί έπρεπε να παλέψουν για την αναγνώριση και την ισότιμη μεταχείριση. Η έλλειψη ίσων ευκαιριών δεν περιοριζόταν μόνο στο φύλο, αλλά επεκτεινόταν και σε άλλες ταυτότητες, όπως η κοινωνική τάξη και η φυλετική καταγωγή, δημιουργώντας επιπρόσθετους αποκλεισμούς. Η άνοδος του φεμινιστικού κινήματος τον 20ό αιώνα έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη για ίση εκπροσώπηση και ορατότητα, ωστόσο, ακόμη και σήμερα, οι ανισότητες παραμένουν αισθητές.
Στον ελληνικό θεατρικό χώρο, οι γυναίκες που επιχείρησαν να γίνουν θιασάρχες – δηλαδή επιχειρηματίες και δημιουργοί ταυτόχρονα – είναι λίγες. Μορφές όπως η Καρέζη, η Βουγιουκλάκη και η Δανδουλάκη άνοιξαν τον δρόμο, αλλά ακόμη και σήμερα οι άνδρες ηθοποιοί και παραγωγοί κυριαρχούν στον χώρο. Η Ελένη Ράντου έχει δηλώσει ότι οι άνδρες δυσκολεύονται ν' αποδεχτούν τη γυναικεία ηγεσία στο θέατρο, ενώ έχει βιώσει υποτίμηση ακόμα και στην καθημερινότητά της. Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν στερεότυπα όπως η «γλυκιά» ηθοποιός αντί για την «ικανή και ταλαντούχα» καλλιτέχνιδα. «Διάβαζα στο ξεκίνημα μου ότι "τρώω τα λεφτά του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο θέατρο" και έρχονταν τότε όλοι και μου ζητούσαν τα εξαπλάσια για να δουλέψουν», έχει αναφέρει χαρακτηριστικά η Ελένη Ράντου, τονίζοντας το πόσο δύσκολο ήταν για μια γυναίκα να χτίσει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία χωρίς ν' αμφισβητείται διαρκώς.
Ακόμα πιο χαρακτηριστική είναι η ανισότητα στις θέσεις ευθύνης. Οι γυναίκες σκηνοθέτριες για πολλά χρόνια δεν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες με τους άνδρες. Μέχρι το 1996, καμία γυναίκα δεν είχε σκηνοθετήσει αρχαία τραγωδία στην Επίδαυρο, ενώ άνδρες συνάδελφοί τους αναλάμβαναν τέτοιες παραγωγές χωρίς να χρειάζεται ν' αποδείξουν κάτι πέρα από την εμπειρία τους. Η πρώτη γυναίκα καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης, η Μαριάννα Κάλμπαρη, κλήθηκε ν' απαντήσει σε ερωτήσεις για το πώς νιώθει ως «η πρώτη γυναίκα» στη θέση αυτή, αντί να εστιάσουν οι δημοσιογράφοι στο έργο της.
Η μισθολογική ανισότητα είναι επίσης ένα ζήτημα. Οι ερμηνεύτριες – ηθοποιοί, μουσικοί, χορεύτριες – μπορεί να έχουν σχετικά ίδιες απολαβές με τους άνδρες συναδέλφους τους στα κατώτερα επίπεδα της μισθολογικής κλίμακας, αλλά στις υψηλές αμοιβές η διαφορά γίνεται αισθητή. Η μητρότητα αποτελεί ένα ακόμα εμπόδιο. Οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως «πρόβλημα» αν μείνουν έγκυες ή αν έχουν παιδιά, λόγω των περιορισμών που αυτή η πραγματικότητα συνεπάγεται. Η επαγγελματική ανασφάλεια μεγαλώνει για όσες δεν ανήκουν στην κατηγορία των πρωταγωνιστριών, καθώς δύσκολα τις «περιμένει» η αγορά εργασίας.
Το «Σύνδρομο της Στρουμφίτας» στην τέχνη
Το «Σύνδρομο της Στρουμφίτας» (The Smurfette Principle) αποτελεί μια από τις πλέον χαρακτηριστικές ενδείξεις της έμφυλης ανισότητας στον χώρο της τέχνης και των μέσων ενημέρωσης. Παρότι οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν σημειώσει πρόοδο ως προς την εκπροσώπηση των φύλων, η πατριαρχική αντίληψη εξακολουθεί να διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες απεικονίζονται στη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ο όρος προέρχεται από τη δημοφιλή σειρά κινουμένων σχεδίων «Τα Στρουμφάκια», όπου η Στρουμφίτα είναι η μόνη γυναικεία παρουσία μέσα σ' έναν ανδροκρατούμενο κόσμο και επινοήθηκε το 1991 από την ποιήτρια και κριτικό Katha Pollitt, η οποία επισήμανε την τάση των μέσων μαζικής ενημέρωσης να παρουσιάζουν ανδροκρατούμενα σύνολα χαρακτήρων, όπου η μοναδική γυναίκα έχει έναν δευτερεύοντα, στερεοτυπικό ρόλο. Αυτό το φαινόμενο αντικατοπτρίζει μια μακροχρόνια κουλτούρα που θέτει τους άνδρες ως τον «κανόνα» και τις γυναίκες ως «εξαιρέσεις».
Η πρακτική αυτή έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία της αφήγησης, όπου οι ηρωικές μορφές, οι πρωταγωνιστές και οι φορείς δράσης ήταν σχεδόν αποκλειστικά άνδρες, ενώ οι γυναίκες λειτουργούσαν ως διακοσμητικά στοιχεία, ρομαντικά ενδιαφέροντα ή χαρακτήρες με ελάχιστη εξέλιξη. Από την αρχαία ελληνική τραγωδία, όπου οι γυναικείοι ρόλοι παίζονταν από άνδρες και οι γυναικείες φιγούρες υπήρχαν κυρίως ως σύμβολα, έως τις κλασικές ταινίες του Χόλιγουντ που περιόριζαν τις γυναίκες σε παθητικούς ή δευτερεύοντες ρόλους, η δυναμική αυτή έχει διαμορφώσει τη συλλογική μας αντίληψη για το τι σημαίνει να είναι κανείς «ήρωας» ή «δημιουργός».
Έρευνες, όπως αυτές του Ινστιτούτου Gina Davis, αποκαλύπτουν ότι μόνο το 10% των ταινιών περιλαμβάνουν ισότιμη εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών, γεγονός που ενισχύει τη συστημική ανισότητα στον τρόπο που παρουσιάζονται τα φύλα. Παραδείγματα αυτού του φαινομένου βρίσκουμε σε πολλές δημοφιλείς σειρές και ταινίες, όπως η Πριγκίπισσα Λέια στον «Πόλεμο των Άστρων», η οποία είναι η μοναδική γυναικεία παρουσία στην αρχική τριλογία του Star Wars, περιτριγυρισμένη από άνδρες πρωταγωνιστές ή η Miss Piggy στο «The Muppet Show», η οποία είναι η μοναδική θηλυκή φιγούρα σ' ένα ανδροκρατούμενο σύνολο χαρακτήρων.
Οι επιπτώσεις του φαινομένου
Η συστηματική αναπαραγωγή του «Συνδρόμου της Στρουμφίτας» έχει σημαντικές επιπτώσεις στη διαμόρφωση της αντιληπτικής ικανότητας των θεατών, ειδικά των παιδιών. Όταν τα κορίτσια βλέπουν ελάχιστους γυναικείους χαρακτήρες στα μέσα που καταναλώνουν, αρχίζουν να εσωτερικεύουν την ιδέα ότι οι γυναίκες δεν έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κοινωνία. Αντίστοιχα, τ' αγόρια διαμορφώνουν μια εικόνα για το φύλο τους ως κυρίαρχο και πρωταγωνιστικό, αναπαράγοντας ασυνείδητα πατριαρχικά μοτίβα στις μετέπειτα κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις. Αυτή η ανισότητα δεν είναι απλά μια θεωρητική παρατήρηση αλλά έχει και πραγματικές κοινωνικές συνέπειες. Η μειωμένη γυναικεία εκπροσώπηση στα μέσα δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, όπου λιγότερες γυναίκες ενθαρρύνονται ν' ακολουθήσουν καριέρες στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας, με αποτέλεσμα ακόμα λιγότερες ιστορίες που ν' αντικατοπτρίζουν την εμπειρία τους.
Η λύση στο πρόβλημα του «Συνδρόμου της Στρουμφίτας» απαιτεί μια συνολική αλλαγή στη δημιουργική διαδικασία. Η αύξηση των γυναικών σε θέσεις δημιουργικής εξουσίας, όπως σκηνοθέτες, σεναριογράφοι και παραγωγοί, μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο ρεαλιστική και ισότιμη εκπροσώπηση των γυναικών στην τέχνη. Παραδείγματα όπως το «Wonder Woman» (2017) της Patty Jenkins, «Στην καρδιά του χειμώνα» της Debra Granik (2010), «Lady Bird» της Greta Gerwig (2017) και οι σειρές «Killing Eve» (2018- 2022), «The Morning Show» (2019 - ), «The Bold Type» (2017 - 2021), «Firely Lane» (2021 - 2023) δείχνουν ότι η γυναικεία παρουσία μπορεί να 'ναι πλούσια, πολύπλευρη και κεντρική στην πλοκή. Παράλληλα, η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να δίνει έμφαση στην ανάλυση των έμφυλων ρόλων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ώστε τα παιδιά να μπορούν ν' αναγνωρίσουν τα στερεότυπα και ν' αμφισβητήσουν τις παγιωμένες αντιλήψεις.
Η κουλτούρα της σιωπής
Το κίνημα Me Too αναδείχθηκε ως ένα ισχυρό παγκόσμιο φαινόμενο, ενισχύοντας τις φωνές των επιζώντων σεξουαλικής παρενόχλησης και επίθεσης. Η θεμελιώδης αρχή του στηρίζεται στην αντίσταση απέναντι σε μια πατριαρχική κουλτούρα που έχει καταστήσει την εκμετάλλευση των γυναικών όχι απλώς ανεκτή αλλά πολλές φορές και «αναμενόμενη». Οι γυναίκες συχνά καλούνται ν' αποδεχτούν τις σεξουαλικές προσεγγίσεις, την υποτίμηση και τη βία ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Το Me Too επιχειρεί ν' ανατρέψει αυτή την κουλτούρα, αναδεικνύοντας τις συστημικές διαστάσεις της σεξουαλικής κακοποίησης και δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου τα θύματα μπορούν να μιλήσουν ανοιχτά.
Ξεκίνησε το 2006 από την Tarana Burke, Αφροαμερικανίδα ακτιβίστρια και επιζώσα σεξουαλικής βίας. Δημιούργησε τον όρο «Me Too» για να προσφέρει υποστήριξη, αλληλεγγύη και θεραπεία σε γυναίκες, κυρίως μαύρες, που είχαν βιώσει σεξουαλική κακοποίηση. Αν και αρχικά δεν είχε μεγάλη προβολή, το 2017, απέκτησε τεράστια απήχηση όταν η ηθοποιός Alyssa Milano ενθάρρυνε τα θύματα να μοιραστούν τις εμπειρίες τους στα κοινωνικά δίκτυα. Η αφορμή για αυτή την έκρηξη ήταν οι αποκαλύψεις εναντίον του παραγωγού του Χόλιγουντ Harvey Weinstein, ο οποίος κατηγορήθηκε από δεκάδες γυναίκες για σεξουαλική παρενόχληση και επίθεση. Το #MeToo έγινε παγκόσμιο φαινόμενο, ενθαρρύνοντας εκατομμύρια ανθρώπους να μοιραστούν τις εμπειρίες τους και ν' απαιτήσουν αλλαγή.
Οι καταγγελίες εναντίον ισχυρών ανδρών σε διάφορους επαγγελματικούς χώρους αποκάλυψαν την ύπαρξη μιας διαδεδομένης κουλτούρας σιωπής και ατιμωρησίας. Σε πολλούς κλάδους – από τη βιομηχανία του θεάματος μέχρι την πολιτική και τον αθλητισμό – η σεξουαλική παρενόχληση θεωρούνταν «μυστικό ανοιχτό σε όλους». Το Me Too προσπάθησε να φέρει ριζική αλλαγή, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου τα θύματα νιώθουν ασφαλέστερα να μιλήσουν και να διεκδικήσουν δικαιοσύνη.
Οι εξελίξεις στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, το Me Too άργησε να εμφανιστεί, αλλά απέκτησε ισχυρή δυναμική τον Ιανουάριο του 2021, όταν η Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου κατήγγειλε δημόσια τη σεξουαλική κακοποίηση που είχε υποστεί από παράγοντα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας. Η εξομολόγησή της οδήγησε σ' ένα ντόμινο αποκαλύψεων, με πολλές γυναίκες, κυρίως ηθοποιούς, να καταγγέλλουν γνωστούς σκηνοθέτες και συναδέλφους για περιστατικά λεκτικής, ψυχολογικής και σεξουαλικής κακοποίησης. Οι καταγγελίες εναντίον προσωπικοτήτων όπως ο Γιώργος Κιμούλης, ο Κώστας Σπυρόπουλος, ο Πέτρος Φιλιππίδης και ο Δημήτρης Λιγνάδης συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία, οδηγώντας τόσο σε νομικές συνέπειες όσο και σ' έναν γενικότερο κοινωνικό διάλογο για τη θέση των γυναικών στους επαγγελματικούς χώρους και την εξουσιαστική δυναμική που επιτρέπει την κατάχρηση ισχύος.
Η πίεση που προκάλεσε το Me Too οδήγησε σε σημαντικές νομικές μεταρρυθμίσεις διεθνώς. Πολλές χώρες αναθεώρησαν τους νόμους περί συναίνεσης, σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, πολλές πολιτείες θέσπισαν αυστηρότερους νόμους, ενώ η Γαλλία ενίσχυσε τις ποινές για σεξουαλική παρενόχληση. Παρόμοιες κινήσεις έγιναν και στην Ελλάδα, όπου η νομοθεσία αυστηροποιήθηκε, ενώ το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών ανέλαβε ενεργό ρόλο στη διαχείριση καταγγελιών.
Πολλοί χώροι εργασίας, ιδίως στη βιομηχανία του θεάματος, αναθεώρησαν τις πρακτικές τους, υιοθετώντας αυστηρότερα πρωτόκολλα για την προστασία των εργαζομένων. Τα casting και οι οντισιόν έγιναν ασφαλέστερες, ενώ εφαρμόστηκαν κώδικες συμπεριφοράς και εκπαιδευτικά προγράμματα για την εξάλειψη της σεξουαλικής παρενόχλησης. Επίσης, το Me Too έφερε στο προσκήνιο τη συστημική διάσταση της σεξουαλικής βίας, ανατρέποντας αντιλήψεις που ήθελαν τα θύματα να «υπερβάλλουν» ή να «προκαλούν». Δημιουργήθηκε μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση για τα ζητήματα φύλου, και προκλήθηκε δημόσιος διάλογος που αμφισβήτησε παγιωμένες αντιλήψεις περί ανδρικής εξουσίας και γυναικείας υποταγής.
Παρά τη σημαντική πρόοδο, όμως, το Me Too δεν έχει εξαλείψει πλήρως τις καταχρηστικές πρακτικές. Η αντίσταση που έχει συναντήσει – τόσο από συντηρητικούς κύκλους όσο και από άτομα που υποστηρίζουν πως το κίνημα έχει οδηγήσει σε «υπερβολές» – αποδεικνύει ότι η πορεία προς την ισότητα παραμένει δύσκολη. Ωστόσο, η δύναμη του Me Too έγκειται στην αλληλεγγύη και στη συνεχή πίεση για θεσμικές αλλαγές. Οι εξελίξεις στη βιομηχανία του θεάματος, στην πολιτική και σε άλλους επαγγελματικούς χώρους δείχνουν ότι η αλλαγή είναι εφικτή. Το κίνημα συνεχίζει να εξελίσσεται, ενσωματώνοντας νέα ζητήματα, όπως οι διασταυρούμενες μορφές καταπίεσης (ρατσισμός, ταξικές ανισότητες, ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα) και διευρύνοντας τη συζήτηση για τη συναίνεση, την εξουσία και τη δικαιοσύνη. Το Me Too δεν είναι απλώς ένα κίνημα, αλλά μια διαρκής επανάσταση απέναντι σε μια βαθιά ριζωμένη κουλτούρα καταπίεσης. Η συνέχιση της δημόσιας συζήτησης και η θεσμική αλλαγή είναι τα επόμενα βήματα για έναν κόσμο όπου κανείς δεν θα χρειάζεται να πει «Me Too».
Κύμα αποχωρήσεων, «συγγνώμη» και τελικά ακύρωση
Η συζήτηση που προκλήθηκε με αφορμή την παντελή απουσία γυναικών από τις αρχικές παραστάσεις του «Πες το Ψέματα» ανέδειξε ένα βαθύτερο ζήτημα: το πώς οι γυναίκες στο ελληνικό θέατρο και στη σκηνή της κωμωδίας καλούνται διαρκώς να διεκδικήσουν τη θέση τους, σε έναν χώρο που συχνά τις αντιμετωπίζει ως εξαίρεση και όχι ως ισότιμα μέλη του. Το γεγονός ότι στις πρώτες τέσσερις παραστάσεις συμμετείχαν 17 άνδρες και καμία γυναίκα δεν θεωρήθηκε απλώς μια τυχαία συγκυρία ή πρακτικός περιορισμός, αλλά ενδεικτικό μιας ευρύτερης τάσης που τις κρατά στο περιθώριο.
Οι αντιδράσεις που ξέσπασαν στα social media και οι τοποθετήσεις γυναικών κωμικών έφεραν στο προσκήνιο την πραγματικότητα που βιώνουν: τις δυσκολίες πρόσβασης σ' επαγγελματικές ευκαιρίες, την υποτίμηση της δουλειάς τους και την ανάγκη ν'αποδεικνύουν ξανά και ξανά την αξία τους. Η αρχική απουσία τους από το «Πες το Ψέματα» δεν ήταν απλώς ένα θέμα ποσόστωσης, αλλά ένα σύμπτωμα μιας νοοτροπίας που θεωρεί δεδομένο πως οι άνδρες έχουν την πρωτοκαθεδρία, ακόμα και σε χώρους που υποτίθεται πως προάγουν τη διαφορετικότητα και την ελευθερία της έκφρασης.
Η διαχείριση της κρίσης από την παραγωγή και τους συντελεστές της παράστασης, με δηλώσεις που άλλοτε επιχειρούσαν να δικαιολογήσουν την επιλογή και άλλοτε να μειώσουν τη σημασία των αντιδράσεων, όχι μόνο δεν εκτόνωσε την κατάσταση, αλλά πυροδότησε περαιτέρω συζητήσεις. Η απόπειρα κατευνασμού μέσα από δημόσιες τοποθετήσεις, όπως αυτή του Δημήτρη Μακαλιά, κατέδειξε το χάσμα αντίληψης γύρω από το ζήτημα: οι γυναίκες που διαμαρτύρονται για τον αποκλεισμό τους δεν ζητούν μια «ειδική μεταχείριση», αλλά το αυτονόητο δικαίωμα να είναι παρούσες και να έχουν ίσες ευκαιρίες συμμετοχής.
Η τελική ακύρωση της παράστασης, εξαιτίας των μαζικών αντιδράσεων και των αποχωρήσεων συμμετεχόντων, δεν αποτελεί μια «ήττα» για την κωμική σκηνή της χώρας, αλλά μια ευκαιρία γι' αναστοχασμό. Η συζήτηση που άνοιξε δεν αφορά μόνο το συγκεκριμένο θέαμα, αλλά αγγίζει το σύνολο της ελληνικής ψυχαγωγίας και της θεατρικής σκηνής, όπου οι γυναίκες συνεχίζουν ν' αγωνίζονται για μια θέση που, θεωρητικά, θα έπρεπε να 'ναι αυτονόητη.
Το έμφυλο μισθολογικό χάσμα: Μια αδικία χωρίς τέλος
Αν και οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, οι μισθολογικές διαφορές εις βάρος τους εξακολουθούν να υφίστανται. Το 2019, ο Guardian αποκάλυψε ότι στο Χόλιγουντ, ακόμα και οι κορυφαίες γυναίκες ηθοποιοί αμείβονται σημαντικά λιγότερο από τους άνδρες συναδέλφους τους. Μια μελέτη των πανεπιστημίων Huddersfield, Wisconsin και Lancaster, που ανέλυσε τις αμοιβές ηθοποιών σε 1.343 ταινίες από το 1980 έως το 2015, διαπίστωσε ότι οι γυναίκες πληρώνονταν 56% λιγότερο από τους άνδρες, δηλαδή κατά 2,2 εκατομμύρια δολάρια λιγότερα ανά ταινία. Η Sofia Izquierdo Sanchez, μία από τις ερευνήτριες της μελέτης, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Το χάσμα είναι αρκετά επίμονο. Είναι σχεδόν το ίδιο το 2015 όπως ήταν το 1980. Δεν δείχνει κανένα σημάδι βελτίωσης».
Στην Ελλάδα, το μισθολογικό χάσμα είναι εξίσου εμφανές. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, ο μέσος μηνιαίος μισθός των γυναικών ανέρχεται σε 536,26 ευρώ μεικτά (462,80 ευρώ καθαρά) για 18,7 ημέρες εργασίας τον μήνα, ενώ των ανδρών σε 489 ευρώ (422 ευρώ καθαρά) για 16,61 ημέρες εργασίας. Αυτό μεταφράζεται σε μικρότερη αμοιβή ανά ημέρα εργασίας για τις γυναίκες (28,68 ευρώ έναντι 29,44 ευρώ για τους άνδρες). Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο και στον χώρο του θεάτρου και της τηλεόρασης. Η ηθοποιός Λίλα Μπακλέση έχει δηλώσει ότι οι άντρες συνάδελφοί της συχνά λαμβάνουν διπλάσιες αμοιβές για ισότιμους ρόλους, ακόμη και όταν έχουν ίδια εμπειρία και αναγνωρισιμότητα. Επιπλέον, ανέφερε πως οι γυναίκες διστάζουν να διεκδικήσουν υψηλότερες αμοιβές, φοβούμενες ότι μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους, καθώς υπάρχει πάντα κάποια άλλη γυναίκα που μπορεί να προσληφθεί στη θέση τους.
Η Χριστίνα Τσάφου, από την πλευρά της, έχει μιλήσει για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στο επάγγελμά της και για το πώς η τηλεοπτική της επιτυχία στο «Καφέ της Χαράς» επηρέασε θετικά τον μισθό που παίρνει πλέον στο θέατρο, γεγονός που καταδεικνύει την εξάρτηση των μισθών από την αναγνωρισιμότητα και όχι από την αξία της εργασίας.
Οι θεσμικές προσπάθειες και η ευρωπαϊκή οδηγία
Η ανισότητα των φύλων, είτε εκφράζεται μέσα από το μισθολογικό χάσμα είτε μέσα από την ορατότητα των γυναικών στην τέχνη και τα μέσα ενημέρωσης, δεν είναι μια νέα πραγματικότητα. Από την ιστορία της τέχνης μέχρι την αγορά εργασίας, οι γυναίκες έχουν διαχρονικά υποτιμηθεί, αποκλειστεί ή αντιμετωπιστεί ως υποδεέστερες. Η καθιέρωση του δικαιώματος στην ίση αμοιβή για ίση εργασία, αν και θεσμοθετήθηκε ήδη από το 1957 με τη Συνθήκη της Ρώμης, παραμένει ανεπαρκής για να εξαλείψει την έμφυλη ανισότητα στον εργασιακό χώρο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί σήμερα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα μέσω της οδηγίας για τη διαφάνεια των αμοιβών, δίνοντας στους εργαζόμενους τη δυνατότητα να διεκδικήσουν το δικαίωμα τους σε ίσες αποδοχές. Ωστόσο, η νομοθετική πρόοδος από μόνη της δεν αρκεί. Οι θεσμικές αλλαγές πρέπει να συνοδεύονται από μια ευρύτερη πολιτισμική μετατόπιση, όπου η ισότητα δεν θ' αποτελεί μόνο νομικό ζήτημα, αλλά κοινωνική και ηθική επιταγή.
Η καταπολέμηση του μισθολογικού χάσματος, η ισότιμη εκπροσώπηση των γυναικών στην ηγεσία και η αλλαγή της αφήγησης γύρω από τους ρόλους των φύλων στην τέχνη και τη δημόσια σφαίρα είναι αναγκαία βήματα προς μια δίκαιη κοινωνία. Η πρόοδος μπορεί να 'ναι αργή, αλλά κάθε προσπάθεια για διαφάνεια, αναγνώριση και αποδόμηση στερεοτύπων φέρνει τις γυναίκες πιο κοντά στη θέση που τους αξίζει: στο επίκεντρο της ιστορίας και της δημιουργίας, ισότιμα με τους άνδρες συναδέλφους τους.


