Εκκλησία|19.03.2019 13:57

Ιερώνυμος: «Να συνεχιστεί ο διάλογος με την πολιτεία»

Μαρίνα Ζιώζιου

Ξεκίνησαν την Τρίτη 19 Μαρτίου οι εργασίες της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, με πρώτο θέμα στην ατζέντα το ακανθώδες ζήτημα της μισθοδοσίας του Κλήρου και της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι από την Ιεραρχία απουσίαζαν οι Μητροπολίτες Μυτιλήνης Ιάκωβος και Γουμενίσσης Δημήτριος λόγω προβλημάτων υγείας.

Στην εισήγησή του ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος-προηγήθηκε ενώπιον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος η εισήγηση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, προέδρου της Ειδικής Επιτροπής Διαλόγου Εκκλησίας -Πολιτείας-, αφού πρώτα ευχαρίστησε τον πρόεδρο και τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής αλλά και τον υπουργό Παιδείας, επισήμανε ότι «ο διάλογος αυτός και η διεξαγωγή των συζητήσεων χρειαζόταν γνώσεις, υπομονήν, ευστροφίαν, διάκρισιν και ευγένεια. Διαβάζοντας τα Πρακτικά των συνεδριάσεων αυτών, μπορώ να πω, ότι τα χαρίσματα αυτά διέκριναν τόσο τον Σεβασμιώτατο πρόεδρο, όσο και όλα τα άλλα μέλη της Επιτροπής».

Ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος τόνισε ότι στην Ελλαδική Εκκλησία τα μεγάλα θέματα και προβλήματα στην πορεία της διακονίας της δεν αντιμετωπίζονται μόνον από τον Αρχιεπίσκοπο, ούτε μόνον από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο, αλλά απ’ όλα τα μέλη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Αυτό ισχύει, όπως είπε, και για το ζήτημα του καθεστώτος της μισθοδοσίας του κλήρου που παραπέμπεται στο σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας με σκοπό να εγκριθεί απ’ αυτήν ή να διορθωθεί ή να απορριφθεί.

Ο Αρχιεπίσκοπος επανέλαβε για μία ακόμη φορά ότι η συναίνεση και συγκατάθεση των κληρικών στην αλλαγή του καθεστώτος της μισθοδοσίας τους είναι προϋπόθεση για την πορεία του όλου θέματος. Βέβαια, υπό τις παρούσες συνθήκες, όπως εξήγησε,  «δεν υπάρχει συναίνεση και συγκατάθεση των κληρικών για αλλαγή του καθεστώτος της μισθοδοσίας».

Ωστόσο, ο Αρχιεπίσκοπος απευθυνόμενος στην Ιεραρχία σημείωσε ότι θα πρέπει η Επιτροπή να συνεχίσει τον διάλογο με την Πολιτεία κι αυτό γιατί «η εμπειρία από την σύγχρονη εκκλησιαστική μας ιστορία μας έχει διδάξει ότι οι κατά καιρούς μονομερείς παρεμβάσεις ή καλύτερα επεμβάσεις της Πολιτείας στα εκκλησιαστικά ζητήματα, και ειδικά στα περιουσιακά-οικονομικά, είχαν πάντοτε επιζήμιο αποτέλεσμα για την Εκκλησία και την κοινωνία και αντί να επιλύσουν ζητήματα, επισώρευσαν εκκρεμότητες και πλήγωσαν την ενότητα του λαού μας».

Επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος πέρασε στην αντεπίθεση και επέρριψε ευθύνες στην Ιεραρχία και δη στους μητροπολίτες που είχαν αντιδράσει έντονα όλο το προηγούμενο διάστημα για τη συνέχιση του διαλόγου με την Πολιτεία.

«Πιστεύω ότι ο καρπός αυτών των συνεδριάσεων δεν είναι ανάλογος με τους κόπους της Επιτροπής. Είναι πολύ λίγος και πτωχός. Την ευθύνη όμως, αν κρίνουμε δίκαια, δεν φέρει η Επιτροπή αλλά το σώμα της Ιεραρχίας μας, που περιόρισε ασφυκτικά μέχρι πνιγμού το δικαίωμα της ελεύθερης συζήτησης και των άλλων πτυχών του θέματος, όπως εκείνο των οργανικών θέσεων των κληρικών μας και της εκκλησιαστικής περιουσίας μετά το έτος 1952», υπογράμμισε ο Αρχιεπίσκοπος.

Και συνέχισε:«Επιμένω και θέλω να πληροφορηθούμε μέσα από αυτόν το διάλογο την αντιμετώπιση εκκρεμών θεμάτων που έχουν καταστεί γάγγραινα στο σώμα της Εκκλησίας και επομένως και του λαού μας.

Η αποστολή μας δεν είναι μόνο η ενασχόλησή με τα παλαιά, το παρελθόν, ούτε μόνον με τα σημερινά μας, το παρόν, αλλά κυρίως με εκείνα που έρχονται, το μέλλον. Αυτά, όσα απέμειναν, που μας άφησαν οι πατέρες μας. Πέτρες, χώμα, υλικά αγαθά, να τα κάνουμε πνεύμα. Πνεύμα που θα διοργανώσει μία ελεύθερη διοικητικά Εκκλησία, που θα ανακουφίσει όσους υποφέρουν. Νομίζω ότι ήλθε η ώρα και δόθηκε επιτέλους η ευκαιρία, να βάλουμε το δάκτυλό μας στον τύπο των ήλων, να δούμε την αλήθεια και να δημιουργήσουμε καινούργιες, τίμιες σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας».

Τέλος, ο Αρχιεπίσκοπος έκανε και την αυτοκριτική του αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα μαρτυρούν ότι διαπιστώνεται μεν ένας σημαντικός βαθμός ωρίμανσης πολλών εκ των ζητημάτων, παρά τα τυχόν λάθη που έχουν γίνει τόσο σε διαδικαστικό όσο και σε επικοινωνιακό επίπεδο, φυσικά και από μένα τον ίδιο, υπάρχει όμως αρκετός δρόμος μπροστά μας και υπάρχει ρεαλιστική δυνατότητα, για να φτάσουμε σε μία φερέγγυα συμφωνία, ένα ολοκληρωμένο θεσμικό συμβόλαιο με ευρεία συναίνεση στην κοινωνία, συνοχή και ενότητα στο εσωτερικό της Εκκλησίας μας, διασφάλιση στους κληρικούς μας και στα στελέχη μας και φυσικά ενίσχυση του αυτοδιοικήτου της Εκκλησίας μας».

Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος ανέπτυξε την πολυσέλιδη και εμπεριστατωμένη εισήγησή του-38 σελίδων!-με τίτλο:«Διάλογος Εκκλησίας και Πολιτείας επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος συμφώνως προς την από 16ης Νοεμβρίου απόφασιν της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος».

Στην εισήγηση αυτή εξέθεσε τον καρπό των συζητήσεων της Ειδικής Επιτροπής με τον υπουργό και τους Γενικούς Γραμματείς του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και κατέληξε σε προτάσεις της Επιτροπής προς το Σώμα της Ιεραρχίας.

Η Ιερά Σύνοδος ομοφώνως εξέφρασε την απόλυτη εμπιστοσύνη της στην Ειδική Επιτροπή Διαλόγου Εκκλησίας-Πολιτείας, την οποία και συνεχάρη για τον άριστο τρόπο, με τον οποίο διεχειρίσθη μέχρι σήμερα την διακονία που της ανετέθη.

Αύριο η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας θα συνεχίσει τις εργασίες της και θα αποφασίσει επί των όσων ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κατέθεσε στην εισήγησή του και συζητήθηκαν.

Τέλος, με αφορμή τα λυπηρά γεγονότα τα οποία συνέβησαν στη Νέα Ζηλανδία και ευρύτερα στον κόσμο, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος καταδίκασε κάθε βία, οποθενδήποτε και αν προέρχεται και ιδιαιτέρως όταν αυτή εκπηγάζει από θρησκευτικό φανατισμό.  

μισθοδοσία κληρικώνΑρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος