Εκκλησία|13.11.2018 17:55

Τα επιχειρήματα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών στην Ιερά Σύνοδο

Μαρίνα Ζιώζιου

Όπως κατ' αποκλειστικότητα είχε παρουσιάσει στο φύλλο της Δευτέρας το «Έθνος» αυτά θα είναι τα κύρια σημεία όπου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος θα εστιάσει και θα επιχειρηματολογήσει στην επικείμενη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος που θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου.

Η ισχύουσα νομική πραγματικότητα

Οι φωνές που μιλούν για την είσοδο των κληρικών σε καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας μετά την κύρωση της συμφωνίας των 15 σημείων δεν έχουν κατανοήσει ότι υπό το παρόν καθεστώς υφίσταται η ανασφάλεια. «Απλώς κανείς δεν μιλά ανοικτά γι’ αυτό» αποκαλύπτουν εκκλησιαστικοί κύκλοι στο «Έθνος».

Όπως σημειώνουν, «υπάρχει μια σιωπηρώς γνωστή κατάσταση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, όπου η μισθοδοσία του κλήρου δεν έχει αναγνωρισθεί, ούτε σε σύμβαση ούτε σε νόμο ότι αποτελεί υποχρέωση του Κράτους έναντι της Εκκλησίας, αλλά απλώς η εκάστοτε κυβέρνηση φοβούμενη το πολιτικό κόστος δεν θέτει επιθετικά το ζήτημα. Και όχι μόνο δεν έχει δεσμευθεί το Κράτος για τη μισθοδοσία, αλλά δεν έχει δεσμευθεί ρητώς έναντι της Εκκλησίας ότι θα πληρώνει και όσους κληρικούς θα χειροτονεί η Εκκλησία στο μέλλον» λένε με νόημα.

Είναι αλήθεια ότι αν εξαιρέσει κανείς τις σποραδικές αναφορές πριν από την ίδρυση και κατά τα πρώιμα χρόνια λειτουργίας του ελληνικού Δημοσίου (Εθνοσυνέλευση 1829, Εγκύκλιοι Καποδίστρια, νόμος του 1834 για τη σύσταση κρατικού Εκκλησιαστικού Ταμείου που θα διαχειριζόταν την περιουσία μονών που δήμευσε η αντιβασιλεία το 1833), δεν υπάρχει καμία νεότερη αναφορά στη νομοθεσία ότι η Πολιτεία θα μισθοδοτεί τον κλήρο και αυτό αποτελεί οφειλή της έναντι της Εκκλησίας για μοναστηριακή περιουσία που της αφαίρεσε χωρίς αποζημίωση. Ακόμα και ο διαδεδομένος ισχυρισμός από την πλευρά αρχιερέων ότι είναι ανειλημμένη «συμβατική υποχρέωση» της Πολιτείας, με βάση τη συμφωνία της 18/9/1952 είναι λάθος. Η σύμβαση αυτή δεν αναφέρει τίποτε για τη μισθοδοσία του κλήρου.

Ουδέποτε μετά το 1834 η Πολιτεία είχε αναγνωρίσει ότι αναλαμβάνει τη μισθοδοσία του κλήρου με αιτιολογία την αφαίρεση εκκλησιαστικής περιουσίας

Ουδέποτε μετά το 1834 η Πολιτεία είχε αναγνωρίσει συμβατικά ή έστω μονομερώς ότι αναλαμβάνει τη μισθοδοσία του κλήρου και τα έξοδα της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης με αιτιολογία την αφαίρεση εκκλησιαστικής περιουσίας. Ετσι, λοιπόν, ούτε στον νόμο του 1945 που προέβλεπε την ενίσχυση του μισθού του κληρικού από το Κράτος υφίσταται σχετική αναφορά. Αυτό δεν συνέβη ούτε στους νόμους του 1968 (εξίσωση μισθού ιερέα με μισθό δημοσίου υπαλλήλου) αλλά ούτε και το 2013 (ένταξη της μισθοδοσίας του κλήρου στον τακτικό κρατικό προϋπολογισμό). «Από την ανάγνωση της νομοθεσίας μετά το 1945, πουθενά δεν προκύπτει ότι το Κράτος ξεκίνησε τη μισθοδοσία του κλήρου επειδή το Δημόσιο δήμευσε τη μοναστηριακή περιουσία χωρίς να αποδώσει αποζημίωση» αναφέρουν οι ίδιοι κύκλοι.

Μαζικές απαλλοτριώσεις μοναστηριακής περιουσίας χωρίς αποζημίωση έγιναν όμως και σε επόμενες φάσεις, όπως το 1909, το 1927, το 1920, το 1923, το 1930, δίχως η Πολιτεία να αναγνωρίσει ποτέ ότι η περιουσία αυτή αφαιρέθηκε χωρίς αποζημίωση και ότι οφείλει κάποιο αντάλλαγμα στην Εκκλησία. Στις 18/9/1952 και στις 31/5/1988 έγιναν συμβάσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, οπότε δεν μιλάμε για δήμευση. Ούτε όμως και στις συμβάσεις αυτές γινόταν λόγος για τη μισθοδοσία του κλήρου. Εξαίρεση αποτελεί η σύμβαση του 1988 δυνάμει της οποίας το Δημόσιο ανέλαβε τη μισθοδοσία μόνο 85 ιεροκηρύκων!

Τι θα λύσει η επικείμενη συμφωνία των 15 σημείων  

Η επικείμενη συμφωνία για πρώτη φορά προσδοκά να καλύψει τα εξής:

Να δηλώσει η Πολιτεία ότι οφείλει ένα αντάλλαγμα στην Εκκλησία για την τεράστια εκκλησιαστική περιουσία που χρησιμοποιεί έως σήμερα χωρίς αποζημίωση. Η Πολιτεία δεν το έχει παραδεχθεί επισήμως ουδέποτε μετά το 1834.

Το αντάλλαγμα για την περιουσία αυτή θα είναι η μισθοδοσία του κλήρου. Η πλήρης ανάληψη, χωρίς την οποιαδήποτε συνεισφορά της Εκκλησίας, έγινε από την κυβέρνηση Σημίτη το 2004, λίγο πριν από τις εκλογές. Οπότε, από τότε μπορούμε να μιλάμε για πλήρη ανάληψη των εξόδων μισθοδοσίας ασφάλισης από το Δημόσιο.

Το νέο μοντέλο προβλέπει ότι αντί να δίνει απευθείας χρήματα στο Δημόσιο, η Εκκλησία συμφωνεί να τοποθετηθούν στο κοινό Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας τα μετά το 1952 ακίνητα που είναι διαφιλονικούμενα μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας και όσα άλλα μη διαφιλονικούμενα επιθυμούν οι μητροπόλεις, μονές, ενορίες κ.λπ. Τα έσοδα από την εκμετάλλευση θα τα μοιράζονται 50%-50% Κράτος και Εκκλησία. Με τον τρόπο αυτόν, το Δημόσιο θα μειώσει την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού για τα έξοδα μισθοδοσίας και ασφάλισης του κλήρου.


Μία ακόμη σημαντική παράμετρος είναι το ζήτημα των οργανικών θέσεων που το Δημόσιο ανέλαβε να καλύψει πλήρως τα έξοδα μισθοδοσίας τους. Αυτές ορίσθηκαν μία φορά σε νόμο, το 1945, με τον αναγκαστικό νόμο του 536/1945. Είναι 6.000 θέσεις για όλη την Ελλάδα που σήμερα περιλαμβάνει την Εκκλησία της Κρήτης και τις μητροπόλεις των Δωδεκανήσων. Την εποχή που τέθηκε αυτό το αριθμητικό πλαφόν κληρικών, οι ιερείς σε όλη την τότε Ελλάδα, πριν από την προσάρτηση της Δωδεκανήσου το 1947, ήταν 7.121. «Ο αριθμός, δηλαδή, των 6.000 θέσεων αποτελούσε έναν στόχο, ο οποίος ουδέποτε τηρήθηκε από την Πολιτεία.

Η συμφωνία αποβλέπει στο να καλύψει τα έως τώρα τετελεσμένα στις οργανικές θέσεις και να θέσει τις υποχρεώσεις του Κράτους

Τα επόμενα χρόνια, η Εκκλησία χειροτονούσε και διόριζε και η Πολιτεία μισθοδοτούσε χωρίς κανείς να ασχοληθεί με το πλαφόν αυτό» τονίζουν άνθρωποι που γνωρίζουν... «Το 1969, με εσωτερικό της κανονισμό, η Εκκλησία αύξησε τις οργανικές της θέσεις σε 8.000, χωρίς καμία δέσμευση από την Πολιτεία. Σήμερα πλέον οι κληρικοί και οι υπάλληλοι (που έχουν διορισθεί σε κενές θέσεις κληρικών, που νομοθετικά μετατράπηκαν σε θέσεις υπαλλήλων) είναι 8.784» υπογραμμίζουν οι ίδιοι.

Η συμφωνία αποβλέπει στο να καλύψει τα έως τώρα τετελεσμένα και να θέσει ένα όριο στις υποχρεώσεις του Κράτους. Το Δημόσιο δεσμεύεται για έναν αριθμό θέσεων, και εάν οι μητροπόλεις επιθυμούν να διορίσουν παραπάνω κληρικούς ή εκκλησιαστικούς υπαλλήλους θα τους αμείβουν και θα τους ασφαλίζουν με δικές τους δαπάνες.

Μύθοι και αλήθειες για τη νέα πραγματικότητα

Στην πρόσφατη τοποθέτησή του, ο μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ επισήμανε ότι η συμφωνία θα αποτελέσει παγίδευση της Εκκλησίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο νόμος που κύρωσε τη σύμβαση της 18/9/1952 προέβλεπε φορο-απαλλαγή της Εκκλησίας για τα ακίνητα του Δημοσίου που της δόθηκαν ως μειωμένο αντάλλαγμα. Ωστόσο, το Δημόσιο τον τροποποίησε μονομερώς το 2010 και φορολόγησε την Εκκλησία, το δε Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε τον νέο νόμο ως συνταγματικό. Η αλήθεια είναι ότι η σύμβαση του 1952 είχε το βασικό ελάττωμα ότι δεν προέβλεπε ρήτρες για τη διασφάλιση της Εκκλησίας σε περίπτωση που το Δημόσιο τροποποιήσει μονομερώς με νόμο τα συμφωνηθέντα.

Ταυτόχρονα ο μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος έκανε λόγο για «μαζική απόλυσή των κληρικών από το Δημόσιο, ενώ το μελλοντικό καθεστώς εργασιακής τους απασχόλησης, όπως και η ίδια η επαναπρόσληψή τους στον νέο εργοδότη τους, την Εκκλησία, είναι σκοτεινό και αβέβαιο». Επανειλημμένα έχει ξεκαθαρισθεί με δικαστικές αποφάσεις του ΣτΕ και του υπουργείου Παιδείας ότι οι κληρικοί δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά θρησκευτικοί λειτουργοί με εργοδότη τις μητροπόλεις τους.
Οι οργανικές θέσεις των κληρικών δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες σε κανένα κρατικό νομοθέτημα και σε κανένα οργανόγραμμα του Δημοσίου.

Αντίθετα υπάρχουν κανονισμοί της Εκκλησίας που ορίζουν μέχρι σήμερα τον τρόπο σύστασης οργανικής θέσης εφημέριου σε κάθε ενορία. Παρά τη διαδεδομένη παρανόηση, η σύσταση νέων θέσεων από την Εκκλησία δεν σήμαινε και νομοθετημένη υποχρέωση της Πολιτείας να μισθοδοτεί όλες τις θέσεις. Οι κληρικοί επιλέγονται έπειτα από προκήρυξη της κάθε μητρόπολης, από τον εκάστοτε μητροπολίτη, ο οποίος τους χειροτονεί και τους διορίζει στις θέσεις εφημερίων των ενοριών της μητροπολιτικής επαρχίας του.

Συνεπώς, δεν θα σβηστούν «οργανικές θέσεις» από το Δημόσιο, αλλά κωδικοί μισθοδοτούμενου προσωπικού από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής. Η υποψία ότι η Εκκλησία θα δικαιούται να προχωρήσει σε περικοπές μισθών του υπάρχοντος προσωπικού της στον νέο φορέα, προκειμένου να προβεί σε νέες προσλήψεις ή να χρησιμοποιήσει το κρατικό χρήμα σε άλλες ανάγκες, δεν ευσταθεί.

Κι αυτό γιατί η Εκκλησία δεσμεύεται επίσης συμβατικά έναντι της Πολιτείας ότι η κρατική επιχορήγηση θα χρησιμοποιείται για την καταβολή μισθού στο προσωπικό των Μητροπόλεων (κληρικοί - υπάλληλοι) που θα ακολουθεί σε ύψος το μισθολόγιο του Δημοσίου (μισθός, επιδόματα, ωριμάνσεις μισθολογικών κλιμακίων κ.λπ.). Η μονιμότητα των κληρικών υπάρχει επειδή προβλέπεται ρητώς στον νόμο 590/1977 καθώς δεν εμπίπτουν στον συνταγματικό κανόνα μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 103 Συντ.). Συνεπώς δεν χάνουν τη μονιμότητά τους οι κληρικοί και οι υπάλληλοι, διότι πολύ απλά δεν συνδέονταν νομοθετικά η μονιμότητά τους με την ύπαρξη μισθού από το Δημόσιο.  Αντίθετα, οι διατάξεις της εκκλησιαστικής νομοθεσίας που προβλέπουν μονιμότητα κληρικών (νόμος 590/1977) 
και μονιμότητα εκκλησιαστικών υπαλλήλων (Κανονισμός της Εκκλησίας της Ελλάδος 5/1978) δεν συνδέουν μέχρι σήμερα τη μονιμότητα με την ύπαρξη μισθοδοσίας από το Δημόσιο.

Τα έσοδα από την εκμετάλλευση θα τα μοιράζονται 50%-50% Κράτος και Εκκλησία. Με τον τρόπο αυτόν, το Δημόσιο θα μειώσει την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού για τα έξοδα μισθοδοσίας και ασφάλισης του κλήρου

Μετά το μνημόνιο του 2010, η νομοθεσία που ισχύει έως και σήμερα (νόμος 3833/2010) προβλέπει τον περιορισμό «1 πρόσληψη προς 5 αποχωρήσεις» στο Δημόσιο, και τα υπουργεία Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Παιδείας και Οικονομικών θεώρησαν ότι αυτός ο περιορισμός αφορά και τη μισθοδοσία των κληρικών, παρότι δεν είναι υπάλληλοι του Δημοσίου. Αυτό σημαίνει ότι η Πολιτεία παύει πλέον να μισθοδοτεί απροϋπόθετα όσους κληρικούς χειροτονούν και διορίζουν σε ενορίες οι μητροπόλεις.

Ετσι, μετά το 2010 προέκυψε σε όλες τις μητροπόλεις το πρόβλημα των άμισθων κληρικών, οι οποίοι χειροτονούνται και υπηρετούν σε ενορία αλλά δεν μισθοδοτούνται από το Δημόσιο. Προφανώς ο στόχος της επιχορήγησης για 10.000 μισθούς αποβλέπει στο να καλύψει και αυτούς. Μία από τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν τις τελευταίες μέρες ήταν ότι η ασφάλιση και η συνταξιοδότηση των κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων των Ιερών Μητροπόλεων διακινδυνεύονται. Αυτό είναι εσφαλμένο, γιατί θα συνεχιστεί στον ίδιο φορέα (ΕΦΚΑ), όπως συμβαίνει και σήμερα. Απλώς θα αλλάξει ο φορέας που θα πληρώνει τα έξοδα αυτά και θα είναι η Εκκλησία της Ελλάδος.

Τι ισχύει με το Οικουμενικό Πατριαρχείο

Η εδαφική δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν περιλαμβάνει το Αγιον Ορος, την ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης (Αρχιεπισκοπή Κρήτης και 8 μητροπόλεις) και τις μητροπόλεις της Δωδεκανήσου (5 μητροπόλεις και Εξαρχία Πάτμου).  Η Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης διατύπωσε την αρνητική της θέση απέναντι στα 15 σημεία της υπό σύναψη συμφωνίας Εκκλησίας της Ελλάδος και Κράτους. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή δεν αφορά τους κληρικούς της και την περιουσία της Εκκλησίας της Κρήτης.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο επίσης διατύπωσε τους προβληματισμούς του. Οι μητροπόλεις της Δωδεκανήσου υπάγονται απευθείας στο Πατριαρχείο. Ωστόσο η συμφωνία δεν τις αφορά. Δυνάμει της Πατριαρχικής Πράξης της 4/9/1928, οι Νέες Χώρες παραχωρήθηκαν επιτροπικώς στη διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ πνευματικώς συνεχίζουν να υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η συμφωνία αφορά την εξακολούθηση της μισθοδοσίας του κλήρου με τη μορφή της αποζημίωσης, δηλαδή ένα περιουσιακό ζήτημα και όχι ένα πνευματικό ζήτημα.

Για τον λόγο αυτόν, ο Οικουμενικός Θρόνος δεν ενημερώθηκε, αλλά ούτε και διαμαρτυρήθηκε όταν ξεκίνησε η μισθοδοσία του κλήρου από το Δημόσιο το 1945. Ούτε όταν εξισώθηκε ο μισθός του κληρικού με τον μισθό του δημοσίου υπαλλήλου το 1968 (νόμος 469/1968) καθώς και όταν το κονδύλι της μισθοδοσίας εντάχθηκε στον τακτικό προϋπολογισμό το 2013 (νόμος 4111/2013, μέχρι τότε ήταν λογαριασμός εκτός προϋπολογισμού) 

Σε κεντρικό επίπεδο

Έντονος προβληματισμός εκφράστηκε ότι τον μισθό πλέον θα τον δίνει ο μητροπολίτης στον κληρικό ή υπάλληλό του και όχι το Δημόσιο, επιβάλλοντας ένα καθεστώς «δεσποτοκρατίας». Κι αυτό είναι ανακριβές. Τη διαχείριση της επιχορήγησης θα την έχει σε κεντρικό επίπεδο η Εκκλησία της Ελλάδος. Επομένως η κρατική επιχορήγηση δεν θα περνάει μέσα από το ταμείο των 82 μητροπόλεων προκειμένου να πληρώσουν τους κληρικούς και τους υπαλλήλους τους. 

Ανεδαφικός στόχος

Για το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας επισημάνθηκε ότι πρέπει πρώτα να γίνει καταγραφή και αποτίμηση της εκκλησιαστικής περιουσίας που πήρε το Κράτος. Πρόκειται για έναν ανεδαφικό στόχο και οι λόγοι είναι απλοί. Θα χρειασθούν δεκαετίες ερευνητικής και τεχνικής εργασίας από νομικούς, οικονομολόγους, τοπογράφους μηχανικούς, ιστορικούς και οθωμανολόγους με γνώσεις μετάφρασης παλαιών εγγράφων κ.λπ. Ούτε το ίδιο το Δημόσιο δεν είναι σε θέση να απαντήσει στο ερώτημα αυτό.

Τα 11 «σφάλματα» στην κριτική του προσχεδίου συμφωνίας κωδικοποιημένα

Σφάλμα 1: Οι ιερείς είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Έχει κριθεί επανειλημμένα από το Συμβούλιο της Επικρατείας από το 1983 και εξής ότι οι ιερείς δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι κρατικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.

Είναι θρησκευτικοί λειτουργοί με εργοδότη όχι το Δημόσιο, αλλά τις Μητροπόλεις τους, που είναι εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ ανεξάρτητα σε σχέση με το Δημόσιο.

Επίσης έχει κριθεί από το ΣτΕ ότι και οι κληρικοί που είναι ιεροκήρυκες και θεωρούνται κατά τους κανονισμούς της Εκκλησίας της Ελλάδος ως «εκκλησιαστικοί υπάλληλοι» δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι κρατικού ΝΠΔΔ, αλλά θρησκευτικοί λειτουργοί της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Πληρώνονται από το Δημόσιο, αλλά δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι και δεν υπάγονται στο Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα.

Συμπέρασμα : όποιος πληρώνεται από το Δημόσιο δεν σημαίνει ότι αποκτά και την ιδιότητα του υπαλλήλου του Δημοσίου ή υπαλλήλου κρατικού ΝΠΔΔ ( π.χ. δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι οι Καθηγητές Πανεπιστημίου)

Σφάλμα 2: Οι ιερείς είναι μόνιμοι στις οργανικές θέσεις τους, επειδή είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Οι ιερείς δεν κατέχουν οργανικές θέσεις στο Δημόσιο. Κανένα Υπουργείο στο οργανόγραμμά του (προεδρικό διάταγμα οργανισμού του) δεν περιλαμβάνει τις οργανικές θέσεις εφημερίων και διακόνων των Ενοριών.

Οι οργανικές θέσεις των ιερέων προβλέπονται και καθορίζονται από Κανονισμό της Εκκλησίας (προβλέπεται συγκεκριμένη αναλογία κληρικών ανάλογα με τον πληθυσμό κάθε Ενορίας). Προβλέπονται δηλαδή σε εκκλησιαστικό Κανονισμό, που ψηφίζει η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, και όχι σε νόμο της Πολιτείας.

Οι ιερείς είναι μόνιμοι, όχι επειδή θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι και απολαύουν της δημοσιοϋπαλληλικής μονιμότητας κατά το Σύνταγμα (άρθρο 103), αλλά επειδή την μονιμότητά τους την προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρο 37 νόμου 590/1977). Δεν υπάγονται στο άρθρο 103 του Συντάγματος για τους δημόσιους υπαλλήλους.

Είναι μόνιμοι στις θέσεις τους επειδή το προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, όχι η κρατική νομοθεσία για τους δημοσίους υπαλλήλους.

Σφάλμα 3 : Η μεταβολή του φορέα της μισθοδοσίας σημαίνει απόλυση ιερέων από το Δημόσιο και απώλεια μονιμότητας.
Ο εργοδότης θα παραμείνει ο ίδιος, και δεν αίρεται η μονιμότητα.

Απλώς το Υπουργείο Οικονομικών θα μεταφέρει κάθε έτος τις ίδιες πιστώσεις με μορφή συνολικής επιχορήγησης στην Εκκλησία της Ελλάδος.

Σφάλμα 4 : Η επιχορήγηση της Εκκλησίας της Ελλάδος με το ποσό της μισθοδοσίας-ασφάλισης θα σημαίνει μετατροπή της Εκκλησίας σε φορέα ιδιωτικού δικαίου.
Επιχορηγήσεις δίνονται και σε φορείς του ιδιωτικού δικαίου (ΔΕΚΟ) και σε φορείς δημοσίου δικαίου (ΑΕΙ, ΟΤΑ κλπ).

Η μετατροπή της απευθείας μισθοδοσίας σε επιχορήγηση Κράτους προς την Εκκλησία της Ελλάδος δεν επιβάλλει την μετατροπή της σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου.

Στην Γερμανία η Ευαγγελική και Καθολική Εκκλησία επιχορηγούνται (πέραν του εκκλησιαστικού φόρου) και με δαπάνες του προϋπολογισμού των κρατιδίων, σε αντάλλαγμα της περιουσίας, που απώλεσαν το 19ο αιώνα, και παραμένουν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.

Σφάλμα 5 : Η συμφωνία αποτελεί προεόρτιο της τροποποίησης του άρθρου 3 Συντάγματος.
Αντιθέτως η συμφωνία ξεκαθαρίζει ότι αφορά τις περιουσιακές και όχι τις θεσμικές σχέσεις Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος. Δεν επηρεάζει την ισχύ του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Δεν αφορά λοιπόν και δεν τροποποιεί ούτε τον νόμο 590/1977 ούτε έχει σχέση με το άρθρο 3 Συντ.

Το άρθρο 3 Συντ. παραμένει σχεδόν αμετάβλητο από το 1844. Από το 1844 μέχρι το 1945 δεν υπήρχε καμία συμβολή του Κράτους στην μισθοδοσία, από το 1945 -2004 υπήρχε συμβολή στην μισθοδοσία με συμμετοχή και της Εκκλησίας (ενοριακή εισφορά, εισφορά από τα έσοδα Ναών) και από το 2004 υπάρχει πλήρης ανάληψη της μισθοδοσίας - ασφάλισης από το Δημόσιο.

Καμία σχέση λοιπόν δεν έχει η μετατροπή της απευθείας μισθοδοσίας σε επιχορήγηση με το άρθρο 3 Συντ.

Σφάλμα 6 : Η κατάργηση της μισθοδοσίας από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής σημαίνει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν θα δίνει πλήρη μισθό πλέον στους κληρικούς.
Το 4ο των Βασικών Σημείων της προσυμφωνίας της 6.11.2018 ξεκαθαρίζει ότι «Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου».

Επομένως θα δίνεται επιχορήγηση ίση με το συνολικό ποσό μισθοδοσίας- ασφάλισης κάθε έτους.

Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα καταρτίζει προϋπολογισμό κάθε έτος για το ποσό της επιχορήγησης βάσει της μισθοδοσίας - ασφάλισης.

Το ποσό θα προκύπτει από την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου και με βάση τα μισθολογικά χαρακτηριστικά κάθε κληρικού (μισθός, επιδόματα, ωρίμανση μισθολογικών κλιμακίων κλπ) και η Εκκλησία της Ελλάδος θα αποστέλλει τον προϋπολογισμό στο Δημόσιο, το οποίο φυσικά θα δικαιούται να τον ελέγξει.

Σφάλμα 7 : Δεν ενημερώθηκαν Εκκλησία Κρήτης και Μητροπόλεις Δωδεκανήσου
Η συμφωνία αφορά τους κληρικούς και την περιουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, όχι την Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου ή την Πατριαρχική Εξαρχία της Πάτμου.

Σφάλμα 8 : Οι κληρικοί θα πληρώνονται από το κοινό ταμείο Εκκλησίας και Πολιτείας
Είναι σαφές ότι το κοινό Ταμείο (που όμοιό του είχε συσταθεί από τον Σεπτέμβριο 2013 με τον νόμο 4182/2013) αποβλέπει σε αξιοποίηση της ήδη αμφισβητούμενης περιουσίας μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας της Ελλάδος προκειμένου να αντισταθμίσει τη δαπάνη επιχορήγησης.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η μισθοδοσία- ασφάλιση θα προέρχεται από το ταμείο αυτό και ότι θα εξαρτάται από την καλή ή κακή πορεία των εσόδων του ταμείου αυτού.

Σφάλμα 9 : Δεν υπάρχει λόγος - ωφέλεια για την Εκκλησία της Ελλάδος από την συμφωνία για επιχορήγηση 10.000 θέσεων κληρικών


Το Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε μέχρι σήμερα ποτέ :

1. αναγνωρίσει ότι έχει απαλλοτριώσει χωρίς αποζημίωση το μεγαλύτερο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας χωρίς συναίνεση της Εκκλησίας μέχρι το 1939

2. ότι η μισθοδοσία δεν είναι κάποιο προνόμιο της επικρατούσας θρησκείας, και ότι αποτελεί περιουσιακό αντάλλαγμα για την χωρίς αποζημίωση απολεσθείσα περιουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος

3. ότι οφείλει να μισθοδοτεί θέσεις κληρικών άνω του αριθμού των 6.000 κληρικών. Το 1945 δεσμεύθηκε με τον νόμο 536/1945 για 6.000 θέσεις σε όλη την χώρα (όχι μόνο Εκκλησία της Ελλάδος). Η Εκκλησία αύξησε τις οργανικές θέσεις της σε 8.000 το 1969, αλλά νομοθετικά το Κράτος ουδέποτε αναπροσάρμοσε τον αριθμό 6.000 κληρικών.

Σφάλμα 10 : Τα παραπάνω δεν χρειάζονται γιατί το 2013 οι κληρικοί μπήκαν στο ενιαίο μισθολόγιο- Ενιαία Αρχή Πληρωμής
Ο νόμος 4111/2013 επί υπουργίας Κ. Αρβανιτόπουλου απλώς μετέφερε τον «Κεφάλαιο προς πληρωμή μισθού εφημεριακού κλήρου» που ήταν λογαριασμός εκτός κρατικού προϋπολογισμού σε κωδικό εντός κρατικού προϋπολογισμού. Αποτέλεσε δηλαδή μια σημαντική δημοσιονομική τακτοποίηση του λογαριασμού, αλλά δεν αποτελούσε αναγνώριση από το Δημόσιο ότι θα μισθοδοτεί όσους κληρικούς χειροτονεί η Εκκλησία.

Για τον λόγο, επειδή δεν υπάρχει ρητή υπόσχεση από την Πολιτεία ή σύμβαση Πολιτείας - Εκκλησίας της Ελλάδος ότι το Δημόσιο θα πληρώνει οπωσδήποτε όσους κληρικούς χειροτονεί η Εκκλησία ή έστω συγκεκριμένο αριθμό θέσεων, το Κράτος μετά το 2010 υπήγαγε την Εκκλησία στον κανόνα 1-5 που ίσχυε για το Δημόσιο. Εάν υπήρχε σύμβαση Εκκλησίας - Πολιτείας ή νόμος που υποχρέωνε το Δημόσιο σε μισθοδοσία συγκεκριμένου αριθμού θέσεων, το Δημόσιο δεν θα μπορούσε να αρνείται μετά το 2010 την μισθοδοσία των νέων κληρικών.

Σφάλμα 11 : Η μισθοδοσία του Κλήρου είναι ήδη συμβατικά κατοχυρωμένη στην Σύμβαση του 1952 (ή στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, που κύρωσε την Σύμβαση) και δεν χρειάζεται νέα συμφωνία.
Οι 2 Συμβάσεις Εκκλησίας-ΟΔΕΠ - Δημοσίου της 18.9.1952 δεν αναφέρουν τίποτα για υπόσχεση του Δημοσίου να μισθοδοτεί τον Ιερό Κλήρο.

Ούτε υπάρχει αιτιολογική έκθεση οποιουδἠποτε νόμου, που κύρωσε την Σύμβαση, διότι κυρώθηκε με βασιλικό διάταγμα, που δεν έχει αιτιολογική έκθεση.

Υφίσταται μόνο ένας νόμος, ο αναγκαστικός νόμος 536/1945 που κάνει λόγο για ενίσχυση της μισθοδοσίας 6.000 θέσεων σε όλη την επικράτεια, δηλαδή όχι μόνο στην Εκκλησία της Ελλάδος, και αργότερα ο αναγκ. νόμος 469/1968 αύξησε την ενίσχυση, ώστε ο μισθός του κληρικού να είναι ίσος με του δημοσίου υπαλλήλου και ο νόμος 4111/2013 ενέταξε τον ειδικό λογαριασμό «Κεφάλαιο προς πληρωμή μισθού εφημεριακού κλήρου» στον κρατικό προϋπολογισμό.

Συνεπώς, δεν έχει αναγνωρισθεί με σύμβαση Εκκλησίας της Ελλάδος - Πολιτείας να πληρώνει την μισθοδοσία - ασφάλιση ως αντάλλαγμα για την εκκλ. περιουσία, που το Δημόσιο πήρε χωρίς αποζημίωση και συναίνεση της Εκκλησίας.

συμφωνία Εκκλησίας-ΚράτουςΑρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος