Food & Drink|24.11.2018 12:01

Η γαστρονομία στην εποχή των social media

Newsroom

Από την εποχή που η υψηλή γαστρονομία ήταν αποκλειστικό προνόμιο των βασιλέων στις αυλές των οποίων μεγαλουργούσαν ταλαντούχοι σεφ μέχρι σήμερα που η πληροφορία για το οτιδήποτε, από υλικό μέχρι εστιατόριο, ταξιδεύει με ταχύτητα φωτός ανά την υφήλιο, η σχέση του φαγητού με την κοινωνία παραμένει απολύτως σημειολογική.

Παρόλο που το φαγητό υπήρξε πάντα και πρωτίστως ανάγκη και μέσο επιβίωσης για τον άνθρωπο, από πολύ νωρίς, και ειδικότερα από τον Μεσαίωνα και μετά, η μαγειρική άρχισε να εξελίσσεται και κατά συνέπεια η γαστρονομία να γίνεται προνόμιο για λίγους. Τρανά παραδείγματα του ρόλου που έπαιζε τόσο πολιτιστικά όσο και κοινωνικά η γαστρονομία από τον 15ο αιώνα και μετά, είναι τα τραπέζια που στήνονταν στις αυλές τόσο του Ερρίκου του 8ου όσο και του Λουδοβίκου του 14ου, όπου η πολυτέλεια ανταγωνιζόταν τη δημιουργικότητα και την επίδειξη σε βαθμό συχνά εξωφρενικό. Τον 20ό αιώνα, η ποικιλία αλλά και η ποιότητα του φαγητού βελτιώνονται σημαντικά και για τον απλό κόσμο, με τη βοήθεια των ηλεκτρικών συσκευών –ψυγείων και φούρνων– και στη συνέχεια το ραδιόφωνο και μετά η τηλεόραση γίνονται οι φορείς που ταξιδεύουν τη γαστρονομία ανά τον κόσμο. Στην Αμερική, στο ραδιόφωνο, το The Betty Crocker Cooking School of the Air έκανε το ντεμπούτο του το 1924, και στην Αγγλία, στην τηλεόραση, το Cook’s Night Out άρχισε να προβάλλεται το 1937 από το BBC. Πρωταγωνιστούσε ο Marchel Boulestin που υπήρξε και ο πρώτος σεφ που βγήκε ποτέ στην τηλεόραση.

Φυσικά, είχαν προηγηθεί τα βιβλία μαγειρικής, με πρώτο τις τρεις μαρμάρινες πλάκες με συνταγές της Αρχαίας Μεσοποταμίας που χρονολογούνται το 1700 π.Χ., ενώ το πρώτο μαγειρικό περιοδικό ever ήταν το Gourmet, του οποίου το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1941. Από το 1990 και μετά, το Internet έβαλε στη ζωή μας τη διάδοση της πληροφορίας με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από οτιδήποτε είχαμε ποτέ φανταστεί και τα αποτελέσματά του έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης, συζητήσεων, απόψεων αλλά και συγκρούσεων ανά τον κόσμο. Ένα όμως είναι το σίγουρο. Στην εποχή που η πληροφορία διαδίδεται με ταχύτητα φωτός και ανήκει σε όλους, ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε τα πάντα, ακόμα και τη γαστρονομία, έχει αλλάξει οριστικά. Σήμερα, η γαστρονομία, πέρα από τέχνη και μόδα, είναι και ένα θέμα που αφορά σχεδόν τους πάντες. Και με την εξέλιξη των social media, είναι μια τάση και μια γνώση που μπαίνει στα σπίτια, τις κουζίνες, τις οθόνες και τα πιάτα εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλη τη γη. Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των social media είναι η αίσθηση κοντινότητας και οικειότητας που δημιουργεί στους χρήστες. Μέσα από τις φωτογραφίες, τις λεζάντες και τα κείμενα που ανεβάζουμε καθημερινά στις πλατφόρμες που χρησιμοποιούμε, ανοίγουμε κατά έναν τρόπο την πόρτα του σπιτιού και της ζωής μας στο κοινό που μας ακολουθεί, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ανοίγει και εκείνο τις δικές του πόρτες σε μας. Και αυτή η σχέση, όπως και όλες οι σχέσεις άλλωστε σ’ αυτήν τη ζωή, λειτουργεί διαδραστικά. Για κάθε έναν από εμάς που χαζεύει μπροστά σε μια οθόνη, κάποιος άλλος δημιουργεί περιεχόμενο. Για κάθε αναγνώστη που ψάχνει μια πληροφορία, υπάρχει κάποιος που του την παρέχει. Και οι marketeers ανά τον κόσμο, μετά το πρώτο σοκ, τρέχουν να προσαρμόσουν τα εργαλεία τους στις καινούργιες τάσεις των καιρών.

Σήμερα, ένα εστιατόριο ας πούμε δεν βασίζεται μόνο στην παραδοσιακή διαφήμιση για να κάνει γνωστή την ύπαρξή του στο ευρύ κοινό. Αρκεί να γράψουν γι’ αυτό οι επαγγελματίες του χώρου στα sites τους, να ανεβάσουν φωτογραφίες στα social media τους οι influencers της πόλης ή της χώρας του, και να κυκλοφορήσει το word of mouth, με ταχύτητα όμως υπερπολλαπλάσια εκείνης των παραδοσιακών μέσων. Αντίστοιχα, βέβαια, με την ευκολία –και τη δυνατότητα– με την οποία ο καθένας πια μπορεί να διατυπώσει μια δημόσια άποψη άσχετα από το αν είναι καλόπιστη, αντικειμενική ή έστω συναφής, βλέπουμε φαινόμενα εξαιρετικά ανησυχητικά και δυσάρεστα, όπως το να δυσφημούνται επιχειρήσεις αλλά και άτομα, συχνά και επίτηδες. Δυστυχώς ή ευτυχώς, τα social media έχουν τεράστια δύναμη πια, και όπως συμβαίνει πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μέχρι να βρεθεί ο τρόπος να εξασφαλιστεί μια κάποια ισορροπία και αξιοπιστία, ο καθένας είναι ό,τι δηλώσει. Και μένει στο κοινό –που βέβαια με τον καιρό μαθαίνει να ξεχωρίζει και να αναπτύσσει ισχυρότερο κριτήριο– να αξιολογεί και να κρίνει την κάθε πληροφορία που φτάνει στην οθόνη του. Πίσω στη γαστρονομία, η οποία είναι άλλωστε και το κύριο θέμα αυτού του άρθρου –όπως και αυτού του περιοδικού–, ζούμε στην εποχή που όταν πηγαίνουμε σε ένα εστιατόριο, πρώτα φωτογραφίζουμε το πιάτο μας και μετά το δοκιμάζουμε. Σχεδόν αντανακλαστικά πια, τρώμε αρχικά με τα μάτια, πράγμα που δεν είναι απαραίτητα αρνητικό, μια και η όραση υπήρξε από ανέκαθεν πολύ σημαντικός παράγων της όποιας απόλαυσης.

Με την ευκαιρία, να δηλώσω πως προσωπικά είμαι μεγάλη φαν της κουλτούρας των social media όχι μόνο γιατί μου αρέσει να παρακολουθώ τις ειδήσεις και τα trends ανά τον κόσμο και να ενημερώνομαι για καθετί καινούργιο, αλλά και γιατί βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέροντα τον τρόπο με τον οποίο τα χρησιμοποιούν τόσο οι μεγάλοι σεφ και τα iconic εστιατόρια διεθνώς, όσο και οι εκπρόσωποι του street food και του comfort food, που μπορεί να μοιάζουν εκ πρώτης όψης δυο διαφορετικοί κόσμοι, όμως στην πραγματικότητα είναι οι δύο –εντελώς συμπληρωματικές– πλευρές του ίδιου νομίσματος. Από τον Massimo Bottura (www.instagram.com/massimobottura) που μέσα από το Instagram account του μάχεται για τη διάδοση του κινήματος ενάντια στο food waste (σπατάλη φαγητού) και την αξιοποίηση των περισσευούμενων τροφίμων για τη σίτιση των αστέγων, μέχρι τον Alain Passard (www.instagram.com/ alain_passard) που προάγει τη χρήση των οργανικών προϊόντων και τα χορτοφαγικά μενού εκπληκτικής ποιότητας, και από την «domestic goddess» Nigella Lawson (www.instagram. com/nigellalawson) που μοιράζεται μαζί μας την οικιακή πλευρά της γαστρονομίας μέχρι το Motherclucker (www. instagram.com/motherclucker), το λονδρέζικο food truck που σερβίρει το νοστιμότερο τηγανητό κοτόπουλο που έχω δοκιμάσει ποτέ, όλοι μοιράζονται ένα κοινό. Την αγάπη τους για τη γαστρονομία, το πάθος τους για την ποιότητα, την τρέλα τους για αυτό που κάνουν και τη βεβαιότητα πως όσο πιο πολλοί άνθρωποι έρθουν σε επαφή με τις ιδέες και τη φιλοσοφία τους, τόσο περισσότερη θα είναι και η θετική επιρροή τους σε μια κοινωνία που διψάει για πληροφορία αλλά και για κατευθύνσεις, τρόπους και προτροπές που θα βελτιώσουν την ποιότητα ζωής της. Αν ένα δείπνο σε ένα «καλό» εστιατόριο αποτελεί κάτι το εξαιρετικό που το κρατάμε για ειδικές περιστάσεις, ένα νόστιμο φαγητό που θα το αγοράσουμε στον δρόμο, ένα καινούργιο υλικό που θα ανοίξει τους γευστικούς μας ορίζοντες, μια συνταγή που θα την μαγειρέψουμε στην κουζίνα μας και θα την μοιραστούμε με ανθρώπους που αγαπάμε, μια φωτογραφία που θα μας εμπνεύσει να στρώσουμε ένα πιο όμορφο τραπέζι, ένα βιβλίο που θα πλουτίσει τις γνώσεις μας, ένας άνθρωπος που θα μας κάνει να τον θαυμάσουμε ή ένας σκοπός που θα μας βάλει στη διαδικασία να συστρατευθούμε για την επίτευξή του, είναι πράγματα πολύ κοντινά μας.

Και αυτή είναι τελικά η πραγματική δύναμη των social media στη ζωή, άρα και στη γαστρονομία. Μας φέρνουν πιο κοντά τόσο μεταξύ μας όσο και με ιδέες, τάσεις, πληροφορίες, γνώσεις και εμπειρίες που μέχρι πολύ λίγα χρόνια πριν έμοιαζαν –και συχνά ήταν– απαγορευτικές. Και ταυτόχρονα μας εκπαιδεύουν βελτιώνοντας τόσο την κουλτούρα όσο και την ποιότητα ζωής μας.

Κείμενο: Εύη Φέτση, Εικονογράφηση: Ιάσων Δεληγιάννης-Φέτσης

Πηγή: Eatme Νοεμβρίου. Το Eatme κυκλοφορεί την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα με το Έθνος της Κυριακής

social mediaγαστρονομία