Ελλάδα|10.01.2019 11:28

Αποκωδικοποιώντας τα αναθήµατα στην Υπεραγία Θεοτόκο

Μαρία Ριτζαλέου

Η εκκλησία, από την οποία σήµερα σώζονται µόνο χαλάσµατα στο κοίλωµα ενός βράχου, ήταν από τις πιο µεγάλες και πλούσιες της περιοχής χάρη στα χρυσά και αργυρά αναθήµατα των Χριστιανών που εργάζονταν στα µεταλλεία αργύρου τα οποία έδωσαν το όνοµα στην πόλη. Τα αναθήµατα ήταν είτε αγιογραφίες για τους τοίχους της εκκλησίας, είτε ιερά άµφια και σκεύη, είτε χρήµατα για τη συντήρηση της εκκλησίας.

∆εν έλειπαν, βέβαια, και επιτήδειοι που θέλησαν να εκµεταλλευτούν τη φήµη του ναού για να θησαυρίσουν. Αναφέρεται, για παράδειγµα, ότι κάποια στιγµή εµφανίστηκε ένας άντρας που συστήθηκε ως µοναχός από τη Μονή Βατοπεδίου και πούλησε ένα τµήµα οστού του Αγίου Ελευθερίου στην εκκλησία. Επειτα από δύο χρόνια πήγαν άλλοι µοναχοί και πήραν πίσω το τµήµα του οστού, λέγοντας ότι ανήκει στο Αγιον Ορος και βγήκε παράνοµα από την Αθωνική Πολιτεία.

Τον κώδικα των αναθηµάτων του ναού µελέτησε ο επίκουρος καθηγητής της Εδρας Ποντιακών Σπουδών του Τµήµατος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Κυριάκος Χατζηκυριακίδης, ο οποίος θα παρουσιάσει τα συµπεράσµατά του στο Β’ ∆ιεθνές Επιστηµονικό Συνέδριο που γίνεται στη Θεσσαλονίκη µε θέµα «Ελληνισµός και Οικουµένη. Μοναχισµός και µοναστικά κέντρα του Πόντου».

Ο πρωτότυπος

Το συνέδριο, που θα γίνει στις 18 και τις 19 του µήνα στο Προκόπειο Πολυδύναµο Εκκλησιαστικό Κέντρο, διοργανώνεται από την Ιερά Μητρόπολη Νέας Κρήνης και Καλαµαριάς και την Εδρα Ποντιακών Σπουδών του ΑΠΘ, µε την υποστήριξη του Φιλανθρωπικού Ιδρύµατος Ιβάν Σαββίδη. Οπως υποστηρίζει στο «Εθνος» ο κ. Χατζηκυριακίδης, µελετά ένα φωτοτυπηµένο αντίγραφο του κώδικα, καθώς «δεν γνωρίζουµε αν σώζεται ο πρωτότυπος. Και αν ναι, πού φυλάσσεται σήµερα».

Τα τάµατα προέρχονταν από τους πλούσιους µεταλλωρύχους της Αργυρούπολης

Στις 59 σελίδες του, που καλύπτουν τη χρονική περίοδο 1723-1859, αναφέρονται τα αναθήµατα που έχουν προσφερθεί στον Ναό Υπεραγίας Θεοτόκου, καθώς και ποιοι ήταν οι δωρητές τους. «Τα στοιχεία που προκύπτουν δείχνουν µια πόλη σε ευµάρεια. Οι µεταλλουργοί ήταν εύποροι και προσέφεραν πλούσια αναθήµατα» µας λέει ο κ. Χατζηκυριακίδης, προσθέτοντας ότι στην εισαγωγή του κώδικα δηλώνεται πως τα αναθήµατα καταγράφηκαν το έτος 1860, ενώ αναφέρεται και το βιογραφικό του συντάκτη του, του ζωγράφου και αγιογράφου Γρηγορίου Οικονόµου, πρωθιερέως Συµενού.

Το αντίγραφο του κώδικα αυτού βρίσκεται σήµερα στη Νάουσα και φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Αργυρουπόλεως «Γ. Κυριακίδης» της Εύξεινου Λέσχης Ποντίων Νάουσας. Οι Ελληνες της Αργυρούπολης που µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έφτασαν στην Ελλάδα έφεραν µαζί τους 5.000 χειρόγραφα βιβλία, εικόνες και ιερά σκεύη. Ο πολύτιµος αυτός θησαυρός διένυσε 150 χιλιόµετρα πάνω σε άλογα µέχρι την Τραπεζούντα, από εκεί φορτώθηκε σε πλοίο και µέσω Κωνσταντινούπολης 
έφτασε στη Θεσσαλονίκη.

Ηταν βιβλία θεολογικού περιεχοµένου, ιστορικά, ελληνικής κλασικής φιλολογίας, επιστηµονικά, λογοτεχνικά, αλλά και λεξικά. Το 1939 ο καθηγητής Παπυρολογίας, Παλαιογραφίας και Βυζαντινής Φιλολογίας, στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, Αντώνης Σιγάλας, κατέγραψε τα βιβλία αυτά, αλλά και τις πολύτιµες θρησκευτικές εικόνες και τα κειµήλια, τα πιο σπουδαία από τα οποία εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη της Αθήνας.

Οπως έγραψε στην αναφορά του ο καθηγητής Σιγάλας, µεταξύ των έντυπων τόµων υπάρχουν αρκετά σπάνια βιβλία, παλαιές εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, σπάνιες εκδόσεις της Βενετίας και της Βιέννης, οι περισσότεροι τόµοι της σειράς Μαρασλή και πολλά άλλα χρήσιµα βιβλία. Σε κάθε περίπτωση, τα χειρόγραφα και οι κώδικες έχουν ιδιαίτερη αξία για τη µελέτη της Ιστορίας της ακµάζουσας ορθόδοξης ελληνικής κοινότητας της Αργυρούπολης.

Η Αργυρούπολη του Πόντου

Η Αργυρούπολη ήταν µία από τις σηµαντικότερες πόλεις του Πόντου, ίσως µάλιστα η πλουσιότερη, γνωστή και ως Κιουµουσχανέ, ονοµασία που σηµαίνει «τόπος αργύρου». Μάλιστα, τα µεταλλεία της ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Η µεταλλουργία ήταν η βασικότερη ασχολία των κατοίκων, ενώ η πόλη παρουσίασε έντονη οικονοµική και κοινωνική ανάπτυξη κυρίως από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα.

Ηταν η έδρα της επαρχίας και της µητρόπολης Χαλδίας και αναπτύχθηκε ως κέντρο του Ελληνισµού, αριθµώντας 60.000 κατοίκους. Από τον 19ο αιώνα, όταν τα ορυχεία αργύρου έπεσαν σε παρακµή, πολλοί κάτοικοι έφυγαν για τη Νότια Ρωσία και άλλες µεταλλουργικές περιοχές της Τουρκίας. Ηταν η περίοδος που από όλα τα µέρη της γειτονικής χώρας έσπευσαν χρυσοθήρες στην Αργυρούπολη, αναζητώντας χρυσό και άργυρο, ρηµάζοντας όσα είχαν αφήσει πίσω τους οι εύποροι µεταλλωρύχοι.

ΕκκλησίαΠόντοςΦιλανθρωπικό Ίδρυμα Ιβάν Σαββίδη