Ελλάδα|20.01.2019 15:42

Όλα όσα δεν γνωρίζατε για την «μακεδονοσλαβική» γλώσσα

Ευάγγελος Χεκίμογλου

Στην απογραφή πληθυσµού του 1928, που πραγµατοποίησε η Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, υπαγόµενη τότε στο υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας (τόµος IV, Αθήνα 1935, σελ. κστ’), µεταξύ των γλωσσών που οµιλούνταν στην Ελλάδα συµπεριλαµβάνονται και οι εξής: Η βουλγαρική (την οποία µιλούσαν 16.775 άτοµα) και η µακεδονοσλαβική (την οποία µιλούσαν 81.984 άτοµα). Οι αριθµοί αυτοί αντιστοιχούσαν σε ένα πληθυσµό 6,2 εκατοµµυρίων κατοίκων. Σηµειωτέον ότι στις οµιλούµενες γλώσσες περιλαµβάνονται η κουτσοβλαχική και η αλβανική, όχι όµως η σερβική.

Ο πληθυσµός που µιλούσε τη βουλγαρική ήταν συγκεντρωµένος στη Θράκη (µόνον 20 άτοµα εµφανίζονται στο γεωγραφικό διαµέρισµα της Μακεδονίας). Αντιθέτως, οι οµιλούντες τη µακεδονοσλαβική εντοπίζονταν σχεδόν στο σύνολό τους στο γεωγραφικό διαµέρισµα της Μακεδονίας, όπου ανέρχονταν σε 80.789, σε συνολικό πληθυσµό του γεωγραφικού διαµερίσµατος 1,4 εκατοµµυρίου (ποσοστό 5,7%).

Σηµειωτέον ότι η αναλογία ήταν κατά τι υψηλότερη στο γυναικείο πληθυσµό (6,1%) από ό,τι στον ανδρικό (5,3%). Λαµβάνοντας υπόψη ότι µε τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής ο ανδρικός πληθυσµός είχε µεγαλύτερη κινητικότητα (στρατιωτική θητεία, αποδηµία σε αναζήτηση εργασίας κ.λπ.), η µεγαλύτερη αναλογία του γυναικείου πληθυσµού είναι ένδειξη ότι η χρήση της γλώσσας –που µιλιόταν κυρίως στο σπίτι- είχε αρχίσει να φθίνει έξω από αυτό.

Ιστορικό

Η απογραφή του 1928 πραγµατοποιήθηκε µετά την εκούσια ανταλλαγή πληθυσµών µεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, και συνεπώς απηχεί το κατάλοιπο µιας γλωσσικής πραγµατικότητας που στο παρελθόν ήταν πολύ εντονότερη: της ύπαρξης, δηλαδή, στις πρώην οθωµανικές επαρχίες που µετά τους Βαλκανικούς Πολέµους ενσωµατώθηκαν στην ελληνική επικράτεια µιας οµάδας ανθρώπων που, σύµφωνα µε τις ελληνικές αρχές, µιλούσαν µια τοπική γλώσσα («µακεδονο-»), η οποία ήταν µεν σλαβικής προέλευσης («-σλαβική», αλλά διακρινόταν από τη βουλγαρική (και τη σερβική).

Το ίδιο φαινόµενο υπήρχε και στις δύο γειτονικές χώρες, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία. Η διάκριση στις ιστορικές πηγές µεταξύ µακεδονοσλαβικής και βουλγαρικής γλώσσας ανάγεται στον 19ο αιώνα. Από τον 19ο αιώνα, αν κρίνουµε από τις ιστορικές πηγές και τα περιηγητικά κείµενα, η διάκριση µεταξύ µακεδονοσλαβικής και βουλγαρικής όχι µόνον έγινε αισθητή, αλλά αποτέλεσε και µέσο πολιτικών διεκδικήσεων.

Σε προγενέστερα, όµως, αγιολογικά κείµενα και λογιστικά κατάστιχα που σχετίζονται µε την ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης (η οποία ήταν ενιαία για όλους τους «ρωµιούς», δηλαδή τους ορθόδοξους χριστιανούς, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό), η σλαβοφωνία των νεοφερµένων χαρακτηρίζεται ως «βουλγαρική», ακόµη και στις περιπτώσεις που η καταγωγή εκείνου που τη µιλούσε ήταν από την περιοχή των Σκοπίων. Αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν υπήρχαν δύο διακριτές γλώσσες, αλλά ότι η διάκριση µεταξύ των δύο γλωσσών δεν ήταν κατανοητή από τους ελληνόφωνους γραµµατικούς. Βρίσκουµε έτσι στο λογιστικό κατάστιχο της ορθόδοξης κοινότητας Θεσσαλονίκης του έτους 1793 δύο συντεχνιακές οµάδες που χαρακτηρίζονται ως «βούλγαροι».

Όµως, ως «Βούλγαρης» χαρακτηρίζεται από τον συναξαριστή του και ο νεοµάρτυρας Αναστάσιος, ο οποίος µετανάστευσε στη Θεσσαλονίκη από το χωριό Ράντοβις, σηµερινή πόλη στην πΓ∆ της Μακεδονίας, σε αναζήτηση εργασίας και έπιασε δουλειά σε ραφτάδικο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά από τον συναξαριστή ως ο βουλγαριστί ονοµαζόµενος «Σπάσος». Φαίνεται ότι ο νεαρός σλαβόφωνος αναγνωριζόταν µε διαφορετικό όνοµα από τους ελληνόφωνους (Αναστάσιος) και διαφορετικό από τους σλαβόφωνους (Σπάσος).

Ο Σπάσος κατατάσσεται στους νεοµάρτυρες, διότι θανατώθηκε το 1794 όταν επιχείρησε, κατά την προτροπή του εργοδότη του, να «ευγάλει έξω από το κάστρον της Θεσσαλονίκης, χωρίς να πληρώση κουµέρκι», δηλαδή φόρο, µερικά φορέµατα. Σηµειωτέον ότι στα 1.100 βαπτιστικά ονόµατα των χριστιανών Θεσσαλονικέων της ίδιας εποχής, που αναφέρονται σε λογιστικά κατάστιχα, ποσοστό 4% αναγνωρίζονται σε σλαβογενή, χωρίς όµως κανείς από τους χριστιανούς αυτούς να προσδιορίζεται ως «βούλγαρος», όπως ο νεοµάρτυρας Αναστάσιος. Φαίνεται ότι η προσωνυµία διδόταν σε νεοφερµένους και µόνον και δεν αφορούσε γλωσσικό χαρακτηριστικό.

Η απογραφή του 1951

Στην απογραφή την οποία πραγµατοποίησε το 1951 η αυτόνοµη πλέον Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (τόµος ΙΙ, 1958, σελ. 184) η µακεδονοσλαβική γλώσσα δεν υπάρχει. Στη θέση της εµφανίζεται η «σλαβική». Επίσης, δεν υπάρχει η βουλγαρική, η οποία έχει αντικατασταθεί από την ποµακική.

Έχουν, βέβαια, προηγηθεί πολλά πολιτικά γεγονότα που θα µπορούσαν να ερµηνεύσουν όχι την αλλαγή, αλλά την «αναβάπτιση» των γλωσσών και κυρίως της µακεδονοσλαβικής, και φυσικά του αριθµού των ανθρώπων που τη µιλούσαν, όπως η ανεπίσηµη αλλά ουσιαστική απαγόρευση της δηµόσιας χρήσης της. Τα κυριότερα γεγονότα ήταν ο εµφύλιος πόλεµος και η ίδρυση της «Λαϊκής ∆ηµοκρατίας της Μακεδονίας», στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβικής Οµοσπονδίας.

Η «σλαβική», λοιπόν, αποδόθηκε στην εν λόγω απογραφή σε 41.107 άτοµα, από τα οποία τα 33.095 κατοικούσαν σε χωριά, 4.945 σε κωµοπόλεις και µόνον 3.067 σε πόλεις. Σχεδόν όλα κατοικούσαν στο γεωγραφικό διαµέρισµα της Μακεδονίας (40.167) και ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Η αναλογία στους άρρενες ήταν και πάλι χαµηλότερη από τις θήλεις (2,1% έναντι 2,5%), αλλά είχε περιοριστεί.

Συνολικά, δηλαδή, η «σλαβική» αυτή γλώσσα εµφανίζεται στην απογραφή να µιλιέται από µια µικρή γλωσσική οµάδα, που κατοικούσε σε χωριά του γεωγραφικού διαµερίσµατος της Μακεδονίας (4% του πληθυσµού των χωριών), κυρίως στον νοµό Φλώρινας και στη συνέχεια στους Νοµούς Πέλλας και Σερρών. Αναµφίβολα, η µετονοµασία της «µακεδονοσλαβικής» σε «σλαβική» προδίδει την αµηχανία των στατιστικολόγων της εποχής, αφού υπάρχουν «σλαβικές γλώσσες», αλλά όχι «σλαβική γλώσσα».

Μακεδονίαμακεδονοσλαβική γλώσσαΣυμφωνία των Πρεσπών