Ελλάδα|18.11.2021 20:59

Τέλος καυστήρες πετρελαίου και ταξινομήσεις οχημάτων συμβατικών κινητήρων από το 2030

Μαρία Λιλιοπούλου

Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα πρέπει να βάλουν τα προσεχή χρόνια οι πολίτες καθώς εντός της τρέχουσας δεκαετίας θα πρέπει να προβούν σε αντικατάσταση καυστήρα, ενώ κάθε νέα κατοικία προκειμένου να ηλεκτροδοτηθεί θα πρέπει να ασφαλιστεί υποχρεωτικά εφόσον βρίσκεται σε περιοχές ευαίσθητες για πλημμύρα ή δασική πυρκαγιά.

Το νομοσχέδιο για τον νέο κλιματικό νόμο, το οποίο παρουσίασε σήμερα Πέμπτη ο υπουργός Περιβάλλοντος, Κώστας Σκρέκας και αναμένεται να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση εντός των ημερών, βάζει τέλος στους καυστήρες πετρελαίου από το 2030, ενώ ορίζει ότι από την ίδια χρονιά όλα τα νέα οχήματα που θα ταξινομούνται θα πρέπει να είναι μηδενικών ρύπων.

Αναλυτικά το νομοσχέδιο προβλέπει σε ό,τι αφορά τα κτίρια:

  • Από το 2023, απαγόρευση καυστήρων πετρελαίου όπου υπάρχει δίκτυο Φ/Α σε νέες οικοδομές.
  • Από το 2025 απαγόρευση εγκατάστασης καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης.

  • Από το 2030 απαγόρευση χρήσης καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης.

  • Στα ειδικά κτίρια (βιομηχανίες, αποθήκες, εμπορικά κτίρια κλπ.) με κάλυψη μεγαλύτερη των 500 τ.μ. για τα οποία οι οικοδομικές άδειες υποβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2023, εξαιρουμένων των τουριστικών καταλυμάτων και των ναών, καθίσταται υποχρεωτική η τοποθέτηση συστημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά ή θερμικά ηλιακά συστήματα σε ποσοστό που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 30% της κάλυψης. Προβλέπεται δυνατότητα εξαιρέσεων σε μεμονωμένα κτίρια για λόγους μορφολογικούς ή αισθητικούς ή σε περιοχές με θεσμοθετημένο καθεστώς προστασίας, όπως παραδοσιακοί οικισμοί και διατηρητέα κτίρια.

Οι νέες ρυθμίσεις σημαίνουν πρακτικά ότι περίπου 40% των κτρίων, που εκτιμάται σήμερα ότι θερμαίνονται με πετρέλαιο θα πρέπει στα επόμενα χρόνια να προβούν σε αντικατάσταση καυστήρα με φυσικού αερίου, το οποίο και θεωρείται μεταβατικό καύσιμο. Οι συνδέσεις φυσικού αερίου αυτή τη στιγμή είναι περίπου 550.000 στο σύνολο των 4,5 εκατομμυρίων νοικοκυριών.

Κι αυτό τη στιγμή που το φυσικό αέριο εξαιτίας της φετινής ενεργειακής κρίσης δεν είναι καθόλου ελκυστικό σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις τιμές της αγοράς, η μετάβαση σε φυσικό αέριο για ένα διαμέρισμα περίπου 80 τ.μ. μαζί με τα έξοδα εγκατάστασης κοστίζει τουλάχιστον 3.000 – 3.500 ευρώ.

Σύμφωνα με τον κ. Σκρέκα, πάντως, εκτός των προβλέψεων επιδότησης του προγράμματος «Εξοικονομώ», ήδη μελετώνται πρόσθετα χρηματοδοτικά εργαλεία προκειμένου να στηρίξουν τη μετάβαση και την αλλαγή του καυστήρα: «Μέχρι το τέλος της θητείας αυτής της κυβερνησης θα υπάρξουν και άλλες πολύ ευχάριστες εκπλήξεις που θα δώσουν τη δυνατότητα σε σπίτια και σε κτίρια να συμμετάσχουν στην προσπάθεια» είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός.

Βάσει των υφιστάμενων στοιχείων, εκτιμάται ότι περίπου 40% των κτιρίων στην Ελλάδα θερμαίνονται με πετρέλαιο, περίπου 30% χρησιμοποιούν ηλεκτρική ενέργεια, ενώ το ποσοστό των συνδεδεμένων με το δίκτυο φυσικό αερίου υπολογίζεται σε 10% έως 15%. Σύμφωνα με το υπουργείο, πάντως, το φυσικό αέριο δεν είναι μονόδρομος, καθώς όπως συμπλήρωσε ο κ. Σκρέκας, εκτός των επενδύσεων για την αύξηση της διείσδυσης του φυσικού αερίου, χρηματοδοτείται και επιδοτείται και η εγκατάσταση αντλιών θερμότητας.

Στόχος του κλιματικού νόμου, όπως επεσήμανε ο γενικός γραμματέας του υπουργείου, Κωνσταντίνος Αραβώσης είναι η μείωση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030 σε σχέση με το 1990, η μείωση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 80% έως το 2040 σε σχέση με το 1990 και η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050 (οι ρύποι που εκλύονται από τις ρυπογόνες παραγωγικές δραστηριότητες πρέπει να απορροφώνται πλήρως).

Οι στόχοι και η πορεία επίτευξής τους θα επανεξετάζονται κάθε πέντε χρόνια, αρχής γενομένης από το τέλος του 2024.

Υποχρεωτική ασφάλιση κτιρίων

Παράλληλα με τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου καθίσταται υποχρεωτική και θα αποτελεί προυπόθεση για την ηλεκτροδότηση του κτιρίου η ασφάλιση κινδύνου από το 2025 για νέα κτίρια σε ζώνες υψηλής τρωτότητας δηλ. Κτίρια που βρίσκονται σε ευάλωτες περιοχές μετά από σχέδια που θα ετοιμάσουν οι Περιφέρειες. Ως ζώνες υψηλής τρωτότητας θεωρούνται οι περιοχές που βρίσκονται:

  1. σε ζώνες δυνητικά υψηλού κινδύνου πλημμύρας όπως αποτυπώνονται στους χάρτες επικινδυνότητας πλημμύρας και εμπίπτουν στο σενάριο πλημμύρας υψηλής πιθανότητας,
  2. πλησίον δασικών περιοχών που χαρακτηρίζονται από υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς, οι οποίες καθορίζονται με απόφαση του οικείου Γενικού Διευθυντή Δασών με βάση το είδος της δασικής βλάστησης, την πυκνότητά της, την απόσταση από τα κτίρια και τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής.

Σε ό,τι αφορά την Αττική, οι Ζώνες Δυνητικά Υψηλού Κινδύνου Πλημμυρών έχουν συνολική έκταση πάνω από 600 τ.χλμ και αντιστοιχούν σχεδόν στο 20% της συνολικής έκτασης του Λεκανοπεδίου και βρίσκονται στις εξής περιοχές που βρίσκονται στη λεκάνη του ποταμού Κηφισού, τα Μέγαρα – Νέα Πέραμο, τη ζώνη Ασπροπύργου Ελευσίνας, τα Μεσόγεια, περιοχές του Μαραθώνα και της Νέας Μάκρης, Παράκτιες περιοχές Βάρης- Αγίας Μαρίνας Κορωπίου και Σαρωνίδας- Αναβύσσου- Παλαιάς Φωκαίας.

Αν και στον κλιματικό νόμο δε θα ορίζεται υποχρεωτικότητα ασφάλισης ως προς τον σεισμικό κίνδυνο, ο κ. Σκρέκας απαντώντας σε σχετική ερώτηση του «ethnos.gr», επεσήμανε ότι ήδη διερευνάται η δυνατότητα αξιοποίησης ασφαλιστικών εργαλείων για την ασφάλιση κινδύνου και από τους σεισμούς.

Μέτρα ενίσχυσης της ηλεκτροκίνησης

Στα μέτρα για την ενίσχυση της ηλεκτροκίνησης ορίζεται ότι:

  • Από το 2023, το 1/4 των νέων εταιρικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης που ταξινομούνται πρέπει να είναι αμιγώς ηλεκτρικά οχήματα ή υβριδικά ηλεκτρικά οχήματα εξωτερικής φόρτισης ρύπων έως 50γρ CO2/χλμ.
  • Από το 2025 υποχρεωτικά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη: Όλα τα νέα ταξί θα είναι ηλεκτροκίνητα, καθώς επίσης και το 1/3 των νέων ενοικιαζόμενων οχημάτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ηλεκτροκίνητα.
  • Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023 τα μέτρα θα εξεταστούν εκ νέου, με σκοπό την επίσπευση και την επέκταση σε επιπλέον περιοχές, ανάλογα με την επαρκή διαθεσιμότητα σταθμών φόρτισης.
  • Από το 2030, τα νέα οχήματα που θα ταξινομούνται θα πρέπει να είναι μηδενικών εκπομπών.

Απολιγνιτοποίηση

Στο νομοσχέδιο ορίζεται ότι η διακοπή λειτουργίας όλων των λιγνιτικών μονάδων πρέπει να γίνει το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028 με ρήτρα επανεξέτασης το 2023 (με σκοπό την επίσπευση), υπό την προϋπόθεση της διασφάλισης της επάρκειας ισχύος και της ασφάλειας εφοδιασμού.

Μεγάλο τμήμα της ευθύνης για την πορεία προς τις μηδενικές εκπομπές πέφτει πάνω στους δήμους, οι οποίοι από το 2023 αναλαμβάνουν την εκπόνηση Δημοτικών Σχεδίων Μείωσης Εκπομπών Διοξειδίου του Άνθρακα, με στόχο μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 10% για το έτος 2025 και 30% για το έτος 2030, σε σύγκριση με το έτος βάσης 2019. Τα σχέδια θα περιλαμβάνουν αναλυτική απογραφή των ενεργειακών καταναλώσεων και εκπομπών CO2 για τα δημοτικά κτίρια, στάδια κλπ., το δημοτικό φωτισμό, τις δημοτικές εγκαταστάσεις ύδρευσης και αποχέτευσης, τα δημοτικά οχήματα κλπ.. Η παρακολούθηση θα γίνεται μέσω ετήσια έκθεσης.

Μέτρα για επιχειρήσεις

Το κλιματικό νομοσχέδιο ορίζει ότι από την 1η Ιανουαρίου 2023 οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) θα πρέπει να περιλαμβάνουν υποχρεωτικά ποσοτική καταγραφή μειώσεων/αυξήσεων εκπομπών CO2 που θα προέλθουν από τη λειτουργία του έργου.

Το μέτρο αφορά στις εξής εγκαταστάσεις: Συστήματα περιβαλλοντικών υποδομών (ΧΥΤΑ, βιολογικοί καθαρισμού, ΚΔΑΥ κλπ.), Τουριστικές εγκαταστάσεις και έργα αστικής ανάπτυξης κτιριακού τομέα αθλητισμού και αναψυχής, Πτηνοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, υδατοκαλλιέργειες, Βιομηχανικές δραστηριότητες και συναφείς εγκαταστάσεις.

Όλες οι παραπάνω εγκαταστάσεις υποχρεούνται σε κατ’ ελάχιστον μείωση εκπομπών CO2 30% έως το 2030 σε σχέση με το 2022, αναγόμενα στην κατάλληλη μονάδα προϊόντος/έργου, ανάλογα με το είδος της δραστηριότητας.

Επίσης από το 2023, συγκεκριμένες επιχειρήσεις θα πρέπει να υποβάλλουν ετήσια έκθεση σχετικά με το ανθρακικό τους αποτύπωμα για το προηγούμενο έτος. Η υποβολή της έκθεσης θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους.

Το μέτρο αφορά στις εξής επιχειρήσεις:

  • Επιχειρήσεις εισηγμένες στο χρηματιστήριο.
  • Πιστωτικά ιδρύματα.
  • Ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
  • Επιχειρήσεις επενδύσεων.
  • Επιχειρήσεις σταθερής και κινητής τηλεφωνίας.
  • Εταιρείες ύδρευσης και αποχέτευσης.
  • Εταιρείες ταχυμεταφορών.
  • Επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.
  • Αλυσίδες λιανεμπορίου που απασχολούν πάνω από 500 εργαζόμενους.
  • Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Στην έκθεση συμπεριλαμβάνονται εθελοντικοί στόχοι και δράσεις μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η έκθεση επαληθεύεται από πιστοποιημένο φορέα και επικαιροποιείται ετησίως. Προβλέπεται πρόστιμο 100€ ανά ημέρα καθυστέρησης σε περίπτωση μη υποβολής, το οποίο δεν υπερβαίνει το 0,1% των ετήσιων εσόδων της εταιρείας.

Περιβαλλοντικές Οργανώσεις: Ανεπαρκείς και όχι νομικά δεσμευτικοί οι στόχοι

Ικανοποιητικό χρόνο διαβούλευσης του κλιματικού νομοσχεδίου τουλάχιστον ενός μήνα ζητούν από το υπουργείο Περιβάλλοντος με κοινή ανακοίνωσή τους εννέα περιβαλλοντικές οργανώσεις.

Αναφορικά με τις προβλέψεις του σημειώνουν:

Κλιματικοί στόχοι: Οι στόχοι μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αν και αναβαθμισμένοι σε σύγκριση με τους υφιστάμενους - πενιχρούς - στόχους, παραμένουν ανεπαρκείς σε σύγκριση με αυτό που υπαγορεύει η επιστήμη. Επίσης, από τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων, προκύπτει ότι οι στόχοι αυτοί “επιδιώκονται”, χωρίς συνεπώς να είναι νομικά δεσμευτικοί, όταν πλέον οι ευρωπαϊκοί κλιματικοί στόχοι ορίζονται ως τέτοιοι

Ενέργεια: Οι ενεργειακοί στόχοι του νομοσχεδίου για την προώθηση των ΑΠΕ και της εξοικονόμησης ενέργειας είναι ασαφείς. Θα πρέπει ως εκ τούτου να ενσωματωθούν εξειδικευμένοι και φιλόδοξοι, νομικά δεσμευτικοί στόχοι που θα μετασχηματίζουν το ενεργειακό σύστημα ηλεκτροπαραγωγής σε 100% ΑΠΕ έως το 2035 με όρους περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Οι ενεργειακοί στόχοι που εξειδικεύονται (μεταφορές, κτίρια, μη διασυνδεδεμένα νησιά) κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα πρέπει ωστόσο να μην περιορίζονται στην αλλαγή της τεχνολογίας, αλλά να αντιμετωπίζουν και κοινωνικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα η προστασία των πιο ευάλωτων νοικοκυριών και η διασφάλιση της συμμετοχής των πολιτών στην ενεργειακή μετάβαση.

Ως προς τα ορυκτά καύσιμα, η απεξάρτηση από τον λιγνίτη μετατίθεται για το “αργότερο έως το 2028”, όταν μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε ως καταληκτική ημερομηνία το 2025.

Προστασία της φύσης: Η ανάγκη για προστασία της φύσης δεν αναδεικνύεται σε προτεραιότητα και συστατικό στην προσπάθεια για τον μετριασμό της κλιματικής κρίσης, αλλά φαίνεται να περιορίζεται σε ασαφείς κατευθύνσεις ή ως εργαλείο στις διατάξεις της προσαρμογής.

Κλιματική διακυβέρνηση: Θα πρέπει το νομοσχέδιο να προβλέπει ανεξάρτητο όργανο επιστημονικής παρακολούθησης της πορείας της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα με ισχυρές και ουσιαστικές αρμοδιότητες.

Δικαιώματα: Στο νομοσχέδιο φαίνεται να παραλείπεται κάθε αναφορά στο κομβικής σημασίας κεφάλαιο των δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου στην κλιματική σταθερότητα, τη βέλτιστη διαθέσιμη επιστήμη και τη διασφάλιση του περιβαλλοντικού κεκτημένου. Επίσης φαίνεται να παραλείπεται το μεγάλο και κρίσιμο κεφάλαιο της δίκαιης εργασιακής μετάβασης.

κλιματική κρίσηπετρέλαιο θέρμανσηςηλεκτροκίνησηυπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειαςφυσικό αέριοκλιματική αλλαγή