Σέριφος: από την ανεξερεύνητη καταχνιά της 10ετίας του ’80 στην κραυγαλέα μετάλλαξη του σήμερα – Πότε ήταν καλύτερα…
Νίκος ΤζιανίδηςΣέριφος: η ανεξερεύνητη καταχνιά της 10ετίας του ’80 και η κραυγαλέα μετάλλαξη του σήμερα… Ο 20ος αιώνας έφθινε απαλά… Ήταν 1980: η χρονιά που ο Μίσσα αποκάλυπτε πως οι «κακοί» Σοβιετικοί έχουν και μια σταγόνα συναίσθημα στον ωκεανό της εσωστρέφειάς τους· ήταν η χρονιά που ο Γεώργιος Ράλλης, ο γιος του Ιωάννη Ράλλη- του δωσίλογου πρωθυπουργού- αναλάμβανε πρωθυπουργός της Ελλάδας και ήταν κι η χρονιά που «ταξίδεψαν» στα σύννεφα του θρύλου μορφές που σημάδεψαν τον πολιτισμό: Σαρτρ, Χίτσκοκ, Νίκος Ξυλούρης, Χένρι Μίλερ, Τζον Λένον, Στιβ ΜακΚουίν…
Ε, εκείνο το καλοκαίρι ταξίδεψα κι εγώ για πρώτη φορά στη ζωή μου σε ελληνικό νησί… Και πού; Στη Σέριφο! Γυμνός από τη μέση και πάνω, με έναν χρυσό σταυρό να στολίζει το άτριχο στέρνο μου και με την ορμή μιας νιότης που δεν θα δίσταζε να βουτήξει από τα Θερμιά, κιόλας, για να φθάσει μια ώρα αρχύτερα στο λιμάνι της Σερίφου, αφού εκείνο το καράβι, το ωχρόλευκο από την οξείδωση, ο «Άγιος Γεώργιος», ταξίδευε με 8 κόμβους την ώρα κι ένοιωθες σαν να ‘σουν ναυτικός σε μπάρκο στον Ινδικό…
Τέλος, κάποια στιγμή, φάνηκε κάτι να ασπρίζει πίσω από το φόντο του μπλε της θάλασσας και τ’ ουρανού το γαλάζιο· «είναι η Χώρα», είπαν στο καράβι, όσοι την είχαν ξαναδεί…
Στο λιμάνι με περιμέναν οι δικοί μου: ο Μήτσος, η Αθηνά, ο Γιάννης ο Γούναρης· με ρίζες σερφιώτικες όλοι και με ανθούς, πού αλλού; Στην Αττική.
Η Σέριφος; Μόνη! Παραδομένη- παραμονή Δεκαπενταύγουστου- στο ανόσιο λιοπύρι. Ελάχιστοι οι ταξιδιώτες, που μοιάζανε σαν κυνηγημένοι παράνομοι που αναζητούσαν μια σκιά να ομολογήσουν τις αμαρτίες τους… Κι ανάμεσά τους κι εγώ, που θαύμαζα!
Αύγουστος 1980 Σέριφος: μια χούφτα σπίτια στο Λιβάδι, σταλαματιές λευκού στην κοκκινόχρωμη δυσπρόσιτη κορφή της Χώρας και παραλίες αμέτρητες, απάτητες, αφρόντιστες, απερίγραπτες, απέριττες. Πανηγύρι στον Ράμο και στην Παναγιά τη Σκοπιανή, πανηγύρι στην Παναγία την Ξυλοπαναγιά που λένε οι ντόποι και στον Πύργο. Και «Χρόνια και χρόνια τώρα τριγυρνώ σαν πουλί περιπλανώμενο»…
Το καλοκαίρι εκείνο μπήκε στη ζωή μου σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού που για πρώτη φορά τακτοποιούσε τοπία και εποχές στο νου του χωρίς προοπτικές, δίχως αποστάσεις, και χωρίς να 'χει ιδέα από τέτοια έντονα χρώματα…
Ενός παιδιού που από την ευφάνταστή άγνοια πυρπολήθηκε με μιαν άτακτη αφθονία: πρωτάκουστοι ήχοι, περιπλανώμενα τοπία, λευκά ιπτάμενα ξωκλήσια, απόβραδα βραδυκίνητα, βουνά ασύμμετρα- γυμνόστηθα στο πυρ του μεσημεριού, εξαϋλωμένοι καφενέδες· λιγομίλητοι ντόπιοι με την αυλακιά των καιρών στα μέτωπα και τη λάμψη της σοφίας στο βλέμμα.
Ε, εκείνο το καλοκαίρι ήρθε σαν να το περίμενα καιρό. Κι έμεινε στη ζωή μου για χρόνια. Κάθε που ‘πιανε η άνοιξη, οι πυξίδες έδειχναν Σέριφο. Πάσχα εκεί, τ’ Αγίου Πνεύματος εκεί με τον Μήτσο πάντα αδελφό και συμπάσχοντα… Εκεί, στην ταβέρνα του Σταύρου που μας απόπαιρνε: «…εδώ ήρθατε να φάτε; Τραβάτε σπίτια σας». Στην πιάτσα για δυο κεφτεδάκια και με τα πόδια από τη Χώρα στο Λιβάδι από μονοπάτια, που τα μουλάρια πισωπατούσαν: στον Κουταλά και στο Μέγα Λιβάδι και στον Άγιο Σώστη και στη Συκαμιά και στον Πλατ’γιαλό με τα πόδια…
Κι ύστερα ήρθαν οι καύσωνες των χρόνων. Οι αποστάσεις των ανθρώπων μεγάλωσαν κι η Σέριφος, παρόλο που τα καράβια ήταν πια ταχύπλοα, «έφυγε» πιο μακριά… Και το καλοκαίρι εκείνο, αίμα ξεραμένο πάνω στην πληγή των χρόνων.
Ιούλιος 2025: άλλο νησί! Η Χώρα σφηνωμένη ανάμεσα σ' απόβραδο κι αυγή, πολύβουη, πολύκοσμη, πολύοσμη και πολυπολιτισμική. Με βήμα αργό, περιπάτου, σκαρφαλώνουμε στο Κάστρο. Εικόνες σαν να βλέπεις ηλιοβασίλεμα στην Οία: κρεμασμένοι σαν τσαμπια σταφύλια οι επισκέπτες για μια σέλφι... Ένοχες οι εκκλησιές πια, ψιθυρίζουν ήχους καμπάνας για να μην ταράξουν τους μουσαφιραίους. Ο «Στράτος»- πια- αγκαλιασμένος ένα γύρω από γείτονες που φλερτάρουν με το κέρδος… Από του Γιώργη τον καφενέ και τη ραστώνη, απ' το μπακάλικο του Λούη που λειτουργούσε και σαν πρακτορείο ειδήσεων του νησιού, τώρα σεριάνι πλάι στην ένταση και την πολυκοσμία… Το «Λιβάδι» ανεβαίνει κάθε βράδυ στη Χώρα! Το λεωφορείο αγκομαχάει στην Κάτω Χώρα μέχρι τα ξημερώματα. Οι λόφοι γύρω; Ένα Resort!
Οι θάλασσες; Ανοργάνωτες, ευτυχώς ακόμα. Κόσμος; Σαν να πήραν ένα βράδυ ταχύπλοο από τα Ματογιάννια και είπαν «να δούμε και τη Σέριφο»· τους άρεσε κι έμειναν!
Στους Μύλους, εκεί που παλιά σε κάτι ερείπια φώλιαζαν γκιώνηδες, τώρα οι «αξετροχάρηδες»- στ’ άσπρα ντυμένοι- κι όχι πια «μονόκαιροι» φιλοξενούν κάθε παραδαρμένο από τους καιρούς της αφθονίας… Μονάδες ξενοδοχειακές απλώνονται στο άπειρο. Παντού! Άπειρος λήθη παντού, επίσης...
Ταβέρνες; Πάνω από 80 επιλογές! Γκουρμέ πινελιές, δήθεν πειραγμένες παραδοσιακές γεύσεις· της πλάκας!
Και κάποιοι τίμιοι που κράτησαν το χώμα από τις ρίζες τους. Ο Νικούλιας στον Πλατύ Γιαλό, ο Βήτος στη Συκαμιά, η Μαραθόριζα στη Χώρα.
Η Σέριφος έκανε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά; Ίσως να μην αγαπούσε αυτό που ήταν, αλλά αυτό που μπορούσε να γίνει. Και μπορούσε να γίνει πολλά και «πολλά» έγινε! Χτίστηκε παντού. Κι εμείς που ζήσαμε μιαν άλλη Σέριφο «χτιστήκαμε» απ’ έξω…
Βρήκαμε τη Σέριφο το 1980 πάνω στις πέτρες και την ξανανταμώσαμε, 40 χρόνους μετά, σε ακριβά μάρμαρα.
Οι Άραβες λένε: «αν κάτι μεγαλώσει πιο πολύ απ’ όσο πρέπει, στο τέλος τρώει τον εαυτό του». Να ‘ ναι έτσι; Μπορεί. Η Σιδηρά Νήσος- κακά τα ψέματα- παραμένει ανοξείδωτη στο νου, αλλά σκουριασμένη από την πρόοδο… Τα χρώματα ακόμα τυφλώνουν τα μάτια: το λευκό, το μπλε, το καφέ, το ξανθό. Το κενό των λόφων πλημμυρίζει και θα πλημμυρίζει πάντα με δάση φυγής τη σκέψη, αλλά…
Εμένα, που είμαι μιας κάποιας ηλικίας (περασμένα τα 60 πια) και μπορείς να με πεις και «παρελθόν» ή και «περασμένη ώρα», θα ρωτήσει κάποιος: τι γυρεύεις ανάμεσα σε τούτες τις έφηβες απολαύσεις; Ξανανιώνω! Εκείνο το λευκό με παίρνει από το χέρι και ξασπρίζει την καπνιά των χρόνων μου. Εκείνο το μπλε χύνεται στη σκέψη και χρώμα στο παρόν μου. Εκείνος ο ξερότοπος ανθίζει την «καλημέρα» μου. Γι’ αυτό θα πηγαίνω και θα ξαναπηγαίνω όσο βαστάνε τα «μπορώ» μου!
- Η σφαίρα που πήρε την αθωότητα μιας γενιάς: 17 χρόνια από τη δολοφονία του Αλέξη και η μνήμη δεν σβήνει
- Αυτά είναι τα ακριβά φάρμακα που θα διατίθενται και σε ιδιωτικά φαρμακεία από τον Ιανουάριο
- Ανατροπή στη δολοφονία Καρυώτη: «Μου δώσανε φράγκα για να ομολογήσω, να μείνει μεταξύ μας»
- Δώρο Χριστουγέννων για όλους; Παλιά ιστορία που πονάει – Πώς καθιερώθηκε