Ιστορία|10.11.2022 07:55

Gibbet: Η επινόηση του ανθρώπου για να τιμωρούνται οι εγκληματίες ακόμα και νεκροί – Διάσημοι που διαπομπεύτηκαν με αυτό τον τρόπο

Newsroom

Όταν κάποιοι άνθρωποι συλλαμβάνονταν για ένα έγκλημα και κρίνονταν ένοχοι στην Αγγλία του 18ου αιώνα, πολλές φορές έμεναν κρεμασμένοι από ένα στύλο, τον ονομαζόμενο από τους Βρετανούς «gibbet».

Το gibbet ήταν μια βάναυση, μεσαιωνική εφεύρεση που χρησιμοποιήθηκε για να τιμωρήσει τους εγκληματίες ακόμη και μετά το θάνατο τους! Παρόλο που η δημοτικότητα αυτής της μεθόδου τιμωρίας ήταν βραχύβια, το gibbet άφησε πίσω του, στην Αγγλία τουλάχιστον, μια κληρονομιά απάνθρωπης μεταχείρισης που ακόμα και σήμερα συζητείται.

Όταν κάποιος έπεφτε στα χέρια των Αρχών για ένα σοβαρό έγκλημα όπως φόνο, ληστεία, πειρατεία ή λαθρεμπόριο, συνήθως καταδικαζόταν σε θάνατο. Αυτοί οι θάνατοι ήταν συχνά βασανιστικοί και έπρεπε να αποτελούν παράδειγμα για το τι θα μπορούσε να συμβεί σε κάποιους άλλους αν επέλεγαν να ζήσουν μια εγκληματική ζωή.

Το Gibbeting ήταν ο τρόπος να εκτεθούν δημόσια τα πτώματα των εκτελεσθέντων, σε μια προσπάθεια αποτροπής άλλων από το να κάνουν τα ίδια μοιραία λάθη.
Το Gibbet ήταν μια κατασκευή που φτιάχτηκε είτε για την εκτέλεση ενός μελλοθάνατου, είτε για την έκθεση του νεκρού σε κοινή θέα μέσα σε κλουβί. Τυπικά, τα Gibbets ήταν ψηλοί ξύλινοι στύλοι με έναν βραχίονα, που προεξείχε από τον κάθετο στύλο, από τον οποίο κρέμονταν τα σώματα των εγκληματιών.
Τα Gibbets ήταν στιβαρές κατασκευές που είχαν επίσης στόχο να τρομάζουν όσους τα έβλεπαν. Κάποιοι κατάδικοι παρέμεναν επί δεκαετίες στα ξύλινα αυτά κατασκευάσματα, με τα σώματα τους να μετατρέπονται σε σκελετούς αποκρουστικούς.

Πολλά Gibbets είχαν ύψος πάνω από 10 μέτρα και είχαν ακόμη πάνω τους καρφιά ή κοφτερά μεταλλικά αντικείμενα για να εμποδίσουν τους οικείους των καταδικασθέντων να κατεβάσουν τα πτώματα που έμεναν κρεμασμένα – βορά των ορνέων και των αδηφάγων ματιών των φιλοπερίεργων νομοταγών πολιτών...

Ακόμα και νεκρό τον τιμωρούσαν...

Τις περισσότερες φορές, χρησιμοποιούσαν τα Gibbets για να εκθέσουν τα πτώματα των εγκληματιών που είχαν ήδη εκτελεστεί. Τα πτώματά τους ήταν δεμένα και κρεμασμένα ως προειδοποίηση στους επίδοξους εγκληματίες ότι αυτό το τέλος θα αντιμετωπίσουν κι αυτή η φρικτή μοίρα τους περιμένει αν παραστρατήσουν.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, το gibbeting ήταν και μια μορφή εκτέλεσης. Πολλοί εγκληματίες κρέμονταν ζωντανοί και αφήνονταν να πεθάνουν από την έκθεση στον ήλιο, από δίψα ή πείνα.

Όπως μπορεί κάποιος να φανταστεί, τα Gibbets δεν ήταν και ό,τι καλύτερο για όσους ζούσαν κοντά τους… Καθώς οι κατασκευές αυτές φτιάχνονταν για να διαρκέσουν χρόνια, τα σώματα που ήταν κρεμασμένα από αυτά, έμεναν πάνω τους για χρόνια σε πολλές περιπτώσεις. Τα πτώματα των εγκληματιών σιγά σιγά σάπιζαν καθώς αφήνονταν έρμαια στα στοιχεία της φύσης και στις ορέξεις των πουλιών και των εντόμων. Η δυσωδία από τη σάπια σάρκα ήταν αφόρητη σε όσους ζούσαν γύρω από τις κατασκευές αυτές.
«Μπορείτε να φανταστείτε πώς ήταν να υπάρχει ένα σώμα σε κατάσταση αποσύνθεσης πλάι σας, ειδικά στην αρχή, όταν υπήρχε ακόμη μαλακός ιστός», λέει η Σάρα Τάρλοου, καθηγήτρια αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ.
Οι κάτοικοι που ζούσαν κοντά σε τέτοιες απάνθρωπες κατασκευές αναγκάζονταν να κρατούν τα παράθυρά τους κλειστά για να αποτρέψουν τη φρικτή μυρωδιά να μπει στα σπίτια τους· αυτό δεν είχε πάντα αποτέλεσμα.

Και ηχητικό μήνυμα...

Τα κλουβιά Gibbets ήταν επίσης αρκετά θορυβώδη και δημιουργούσαν μια απόκοσμη αίσθηση (πέρα από τα προφανή σάπια πτώματα που κρέμονταν από αυτά) που τρόμαζε τους ανθρώπους που έμεναν κοντά τους. Τα κλουβιά κατασκευάζονταν συχνά με τέτοιο τρόπο ώστε να τρίζουν και να κροταλίζουν στον άνεμο για να χρησιμεύουν έτσι ως ηχηρή υπενθύμιση της τιμωρίας για τη διάπραξη απεχθών εγκλημάτων.
Η πρακτική του gibbeting αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στον Μεσαίωνα, αλλά έφτασε στο αποκορύφωμά της τη δεκαετία του 1740. Μέχρι το 1752, ο νόμος περί δολοφονίας που ίσχυε στην Αγγλία, όριζε πως όλα τα σώματα που ανήκουν σε εγκληματίες πρέπει είτε να εκτίθενται δημόσια είτε να τεμαχίζονται.
«Αυτό που είναι ενδιαφέρον γι’ αυτήν την απάνθρωπη ποινή», εξήγησε η Τάρλοου, «είναι ότι δεν γινόταν τόσο συχνά, αλλά προκαλούσε μεγάλη εντύπωση όταν συνέβαινε».
Όταν ένα πτώμα κρεμιόταν στους στύλους, χιλιάδες άνθρωποι μαζεύονταν για να το δουν. Το αιωρούμενο κορμί ενός ζωντανού ανθρώπου ή ενός πτώματος ήταν ένα σκοτεινό αξιοθέατο που προσέλκυε τα πλήθη σαν τα μερμήγκια.

Ειδική μεταχείριση για... κυρίες

Φυσικά, οι άνδρες δεν ήταν οι μόνοι εγκληματίες στην Αγγλία. Υπήρχαν και αρκετές γυναίκες που καταδικάστηκαν σε θάνατο για τα εγκλήματα που διέπραξαν. Ωστόσο, τα γυναικεία σώματα ήταν πολύ πιο σπάνια για την ιατρική κοινότητα από ό,τι τα ανδρικά και θεωρούνταν δυσεύρετο προϊόν. Παρόλα αυτά, οι γυναίκες εγκληματίες ήταν ίσες απέναντι στο Νόμο με τους άνδρες και τα σώματά τους έπρεπε είτε να κρεμαστούν δημόσια είτε να τεμαχιστούν. Καθώς οι ανατόμοι και οι χειρουργοί ήθελαν - εκείνα τα χρόνια - απεγνωσμένα να μελετήσουν το γυναικείο σώμα, τα πτώματα των γυναικών εγκληματιών δεν τεμαχίζονταν, αλλά παραδίδονταν σε επαγγελματίες γιατρούς για μαθήματα ανατομίας.

Τα κλουβιά, πάλι, που κρεμούσαν τους ζωντανούς κατάδικους δεν κατασκευάζονταν συχνά, καθώς κόστιζαν ακριβά. Τα κλουβιά, είχαν σχήμα ανθρώπου και είχαν σχεδιαστεί για να κρατούν το σώμα συρρικνωμένο.
Καθώς το gibbeting δεν ήταν η πιο συνηθισμένη πρακτική, οι σιδηρουργοί είχαν συχνά ελάχιστη ιδέα για το τι θα δημιουργούσαν όταν τους ανέθεσαν να κατασκευάσουν τα ειδικά κλουβιά. Δεν υπήρχε τυποποιημένο κλουβί στο οποίο θα μπορούσαν να βασίσουν τη δουλειά τους. Ως εκ τούτου, σχεδόν κάθε κλουβί διέφερε σε μέγεθος και σχήμα και ήταν αποκλειστικά κατασκευασμένο για το άτομο που επρόκειτο να «στεγάσει».

Η πρακτική του δημόσιου κρεμάσματος, με το πέρασμα των χρόνων, θεωρούνταν όλο και περισσότερο ως μια βάρβαρη μορφή βασανιστηρίων τόσο για τους ζωντανούς όσο και για τους νεκρούς. Καταργήθηκε στην Αγγλία επίσημα το 1834. Με την πάροδο του χρόνου, τα όρθια Gibbets αφαιρέθηκαν. Ωστόσο, δεν καταστράφηκαν όλα: στην Αγγλία, 16 κλουβιά gibbet παραμένουν σε μικρά μουσεία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι πρώην τοποθεσίες των Gibbets πήραν το όνομά τους από τους εγκληματίες που κρεμάστηκαν από αυτά. Πολλοί δρόμοι και περιοχές στην Αγγλία έχουν ονόματα εγκληματιών, που μαρτύρησαν εκεί. Και η ανθρώπινη εφευρετικότητα για να πονάει ο συνάνθρωπος, είτε δολοφόνος, είτε θύμα, δεν έχει μέτρο…

Τον ακούνε ακόμα...

Ο τελευταίος θανατοποινίτης που άφησε την τελευταία του πνοή και τα κόκκαλά του σε ένα Gibbet ήταν ένας ζητιάνος στο Μπάσλοου, ένα χωριό στο Derbyshire της Αγγλίας κάπου στα 1830.
Ο ζητιάνος, παγωμένος από το κρύο, κουρασμένος, πεινασμένος και απελπισμένος, επισκέφτηκε ένα αγροτόσπιτο στο Μπάσλοου, ζητώντας λίγο φαγητό. Η κυρία του σπιτιού μόλις είχε τελειώσει το πρωινό, κι έτσι η μεθυστική μυρωδιά του τηγανητού μπέικον τύλιγε τον αέρα. Η κυρία όμως είπε στον ζητιάνο, ότι δεν υπήρχε φαγητό για αυτόν. Θυμωμένος, ο πεινασμένος επαίτης χίμηξε στο σπίτι, άρπαξε τη γυναίκα και της έριξε το βραστό λίπος από το μπέικον κατευθείαν στο λαρύγγι της. Εκείνη ζεματίστηκε μέχρι θανάτου, και εκείνος συνελήφθη αμέσως και καταδικάστηκε για φόνο.

Η ποινή του ήταν να κρεμαστεί στο Gibbet Moor, ακριβώς έξω από το δρόμο Baslow/Chesterfield, για να υποστεί έναν παρατεταμένο και οδυνηρό θάνατο. Καθώς ο αβάσταχτος πόνος της πείνας, της δίψας, του κρύου, της έκθεσης και των μυϊκών σπασμών και των κραμπών άρχισαν να μαστιγώνουν τον ζητιάνο, εκείνος άρχισε να ουρλιάζει. Και ούρλιαξε. Και ούρλιαξε. Ούρλιαζε τόσο δυνατά και τόσο πολύ μέσα στη νύχτα που ξύπνησε τον Δούκα του Ντέβονσαϊρ που εκείνη την ώρα έμενε στο κοντινό Chatsworth House. Ο Δούκας ταράχτηκε τόσο πολύ από τις κραυγές που θέσπισε νόμους για να απαγορεύσει τη φρικτή ποινή. Έτσι, ο ζητιάνος εκείνος ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που πέθανε ποτέ στο κλουβί του θανάτου στην Αγγλία. Το όνομά του δυστυχώς χάθηκε στην ομίχλη των χρόνων, αλλά κάποιοι λένε ότι οι κραυγές του ακούγονται ακόμα στο Gibbet Moor...

Χωρίς κλουβί στην Ελλάδα...

Στην Ελλάδα έχει μείνει λεκές στην Ιστορία το δημόσιο κρέμασμα από φανοστάτη στην πλατεία Ρήγα Φεραίου των Τρικάλων, των αποκομμένων κεφαλών του ηγέτη του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη και του συντρόφου του Τζαβέλλα. Επίσης στις αρχές του αιώνα σε κατασκευές όπως τα αγγλικά Gibbets κρέμονταν ληστοσυμμορίτες σε κεντρικές πλατείες της Ελλάδας, προς παραδειγματισμό των επίδοξων εγκληματιών. Επίσης οι Ναζί Γερμανοί κρεμούσαν επί μέρες εκτελεσθέντες, σε κοινή θέα για να αποτρέπουν τους επίδοξους αντιστασιακούς να τους πολεμούν.

Μουσολίνι και Έζρα Πάουντ

Τέλος εμβληματικό κρέμασμα νεκρού ήταν εκείνο του Μπενίτο Μουσολίνι στην Πιατσάλε Λορέτο (Piazzale Loreto) του Μιλάνου.
Στις 27 Απριλίου του 1945, λίγο πριν από την είσοδο των συμμαχικών στρατευμάτων στο Μιλάνο, κι ενώ ο Μουσολίνι κατευθυνόταν στην πόλη Κιαβέννα μαζί με την ερωμένη του Κλάρα Πετάτσι με σκοπό τη διαφυγή τους στην Ελβετία, συνελήφθησαν από Ιταλούς παρτιζάνους. Την επόμενη μέρα δικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και εκτελέστηκαν μαζί με 16 ακόμη φασίστες, οι περισσότεροι μέλη της κυβέρνησης του Σαλό. Τα πτώματά τους κρεμάστηκαν με το κεφάλι προς τα κάτω στην Πιατσάλε Λορέτο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πτώμα του Μουσολίνι παρέμεινε εκεί για αρκετό διάστημα, όπου και εξευτελιζόταν από τους διερχόμενους.

 Να κλείσουμε επισημαίνοντας μια άλλη οδυνηρή ιστορία, εκείνη του ποιητή Έζρα Πάουντ. Ο Πάουντ, ενθουσιώδης υποστηρικτής του Μπενίτο Μουσολίνι και αντισημίτης, μετά την πτώση του φασιστικού καθεστώτος παραδόθηκε στους Συμμάχους, φυλακίστηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως του αμερικανικού στρατού έξω από την Πίζα, και παρέμεινε κλεισμένος επί 25 μέρες σε ένα ανοικτό κλουβί, όπου ο ποιητής υπέστη νευρικό κλονισμό! Ήταν κι αυτό μια μορφή Gibbeting, που όμως ο καταδικασμένος γλύτωσε με μια απλή… διανοητική κατάρρευση.

«Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονής μπορούνε με χίλιους τρόπους. Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής, όταν ακούσης ανθρώπους»!

Αγγλίαειδήσεις τώρακρεμασμένοςκλουβίεκτέλεσηθανατοποινίτης