Ιστορία|20.04.2024 07:55

21η Απριλίου 1967: μετά 57 χρόνια – Κι όμως υπάρχουν ακόμα απομεινάρια της χούντας

Νίκος Τζιανίδης

21η Απριλίου 1967. Ποιοι θυμούνται τη χούντα; Πολλοί από εκείνους που την έζησαν, δεν ζουν ή έπαψαν να θυμούνται. Οι επόμενοι αδιαφορούν. Κι όμως υπάρχουν ακόμα απομεινάρια της χούντας…

Η απόσταση που μας χωρίζει από την 21η Απριλίου του 1967 είναι ακριβώς 57 χρόνια. Και συνεχώς αυξάνει… Τα παιδιά που γεννηθήκαν τότε είναι πια στο κατώφλι των 60 και οι αναμνήσεις τους από τη χούντα των συνταγματαρχών είναι ό,τι έχουν δει σε ντοκιμαντέρ που ξεσκονίζουν την εποχή.

Οι τότε σφριγηλοί 20άρηδες βλέπουν πια τα «80» να τους πλησιάζουν και αναπολούν το παρελθόν, με τον τρόπο τους… Ουδείς ασχολείται σήμερα! Οι νέοι της εποχής μας, οι «Millennials» και οι «Gen Z», πολύ αμφιβάλλουμε αν γνωρίζουν τι σημαίνει δικτατορία, τι έγινε το 1967 στην Ελλάδα, ποιοι ήταν οι ανατροπείς του Πολιτεύματος. Ψιλά γράμματα για τη γενιά των κινητών πολυεργαλείων γνώσης και αποχαύνωσης.

Κι όμως χούντα υπήρξε, κράτησε επτά χρόνια και σημάδεψε, σαν μαχαιριά βαθιά, τον τόπο.
Κι επειδή η Ιστορία κύκλους κάνει κι επιστρέφει, ας προσέχουμε. Άλλωστε ποτέ ένας εχθρός δεν εμφανίζεται με την ίδια στολή: τότε φορούσαν του συνταγματάρχη, μετά άλλαξαν προβιές οι λύκοι· και οι κεφαλαιούχοι και οι κοτζαμπάσηδες, ουδέποτε έλλειψαν από τα βοσκοτόπια της Ιστορίας…

Κι έτσι, σαν αφιέρωμα στην ημέρα που ξημερώνει αύριο, ας ρίξουμε μια ματιά σε ένα κείμενο του δημοσιογράφου-υπουργού Γιάννη Καψή, που δημοσιεύτηκε πριν από 17 χρόνια στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, και ας αναλογιστούμε, διαβάζοντας προσεκτικά, την τρομακτική επικαιρότητά του.
Να θυμίσουμε ότι ο Γιάννης Καψής (1929-2017) άρχισε την καριέρα του σε ηλικία 17 χρονών, ως βοηθός αστυνομικού ρεπόρτερ στην εφημερίδα «Εμπρός». Το 1958 προσελήφθη στο «Έθνος» και το 1962 ανέλαβε την αρχισυνταξία της εφημερίδας μέχρι το 1967, οπότε συνελήφθη από τη χούντα και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση. Ο Γιάννης Καψής διετέλεσε υφυπουργός εξωτερικών επί κυβερνήσεως ΠΑ.ΣΟ.Κ., θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1988 οπότε έγινε αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών.

«Γύρισε αμέσως πίσω γιατί πυροβολώ…»

«21η Απριλίου 1967, ώρα 2 μετά τα μεσάνυχτα.
-Γιάννη… αύριο είναι 25 Μαρτίου;
-Αντρέα τα κοπάνησες;
-Αν δεν είναι 25 Μαρτίου, και δεν έχουμε παρέλαση, τότε γιατί κατεβαίνουν τανκς στην Αθήνα;
-Ποια τανκς; Που τα είδες;
- Τα είδα με τα μάτια μου στους Αμπελόκηπους.
-Γρήγορα στο Γραφείο… κατεβαίνω. Πες στον Βαγγέλη να πιάσει τα τηλέφωνα. Να κατέβουν όλοι…

Ο Ανδρέας Δεληγιάννης, ένας από τους πιο συνειδητούς ξενύχτηδες της δημοσιογραφίας, είχε τον τρόπο να δίνει πάντοτε την είδηση με χιούμορ. Αμφιβάλλω όμως αν είχε διατηρήσει το χιούμορ του γνωρίζοντας τι θα επακολουθούσε.
Ένα βιαστικό τηλεφώνημα, πριν ξεκινήσω, στο σπίτι του Ανδρέα Παπανδρέου. Το κουδούνισμα ακούγεται μια, δυο φορές και ύστερα νεκρώνεται. Ο λοχαγός που τον συνέλαβε- θα μάθω αργότερα- είχε ξηλώσει το τηλέφωνο. Το πρώτο ρεπορτάζ, όμως, είχε γίνει. Είχαν συλλάβει τον Αντρέα, φόβος που επιβεβαιώθηκε λίγα λεπτά αργότερα όταν, οδηγώντας για το γραφείο πέρασα από το σπίτι του Ψυχικού· ούτε ένα χιλιόμετρο δεν μας χώριζε. Στη γωνία της οδού Γκύζη μια περίπολος με εφ’ όπλου λόγχη.
-Αλτ… γύρισε αμέσως πίσω γιατί πυροβολώ..
Επιβεβαίωση ρεπορτάζ.
Στο Γραφείο οι συντάκτες της «Αυγής», που νοίκιαζε το τυπογραφείο μέχρι να πιάσει δουλειά το «Έθνος», ήταν όλοι πεπεισμένοι ότι ο Αντρέας είχε κάνει πραξικόπημα!
-Ηρακλή (στον Τζάθα, αρχισυντάκτη τότε της «Αυγής») μάζεψε τα και φύγετε… Όχι για το σπίτι.
Η πρώτη σκέψη να κυκλοφορήσει όπως όπως η εφημερίδα με την είδηση, όσο υπήρχε ακόμα χρόνος. Ένα σύντομο, πρόχειρο κείμενο και οι μήτρες φορτώθηκαν στο πιεστήριο. Αγωνία. Καθόμαστε σ’ αναμμένα κάρβουνα. Οι κύλινδροι αρχίζουν να γυρίζουν. Επιτέλους. Ένα δυο φύλλα.
Ο αστυφύλακας έκλεισε με το σώμα του την πόρτα του πιεστηρίου. «Καμιά εφημερίδα δεν θα κυκλοφορήσει σήμερα», φώναξε.
-Να μου φέρεις παραγγελία του εισαγγελέως, αλλιώς…
-Τι μου λες άνθρωπέ μου, εδώ χαλάει ο κόσμος…

»Σαράντα χρόνια έχουν περάσει (το κείμενο γράφτηκε το 2007). Πολλές οι κοινές αναμνήσεις, αλλά καθένας που έζησε τις στιγμές εκείνες, έχει και μια προσωπική προσέγγιση. Για τον δημοσιογράφο η λογοκρισία. Ακρογωνιαίος λίθος της χούντας.
Πρώτη εντολή, ο βασικός τίτλος του κύριου θέματος της πρώτης σελίδας της πρώτης εκείνης ημέρας: «Η Εθνική Επανάστασις αναλαμβάνει τας τύχας του έθνους εν μέσω σοβαρών κινδύνων και εις λίαν κρίσιμους στιγμάς δια το έθνος και δια την πατρίδαν ναι»… Ο τίτλος αυτός, και μάλιστα σε δύο αράδες, σύμφωνα με την εντολή εσήμαινε στοιχεία των 14 ή των 16, δηλαδή τα μικρά που χρησιμοποιούσαμε για τα μονόστηλα.

Την επομένη η εφημερίδα κυκλοφορούσε με κορυφαίο θέμα τη χουντική μπουρδολογία και με τίτλο που δεν μπορούσε να το διαβάσει κανείς χωρίς γυαλιά. Και αμέσως από κάτω με τα μεγαλύτερα μαύρα στοιχεία που υπήρχαν: «Η εβδομάδα των παθών αρχίζει».

»Η υπηρεσία Λογοκρισίας ήταν ένα συνονθύλευμα ψυχοπαθών ηλιθίων, παλιών συνεργατών του Μεταξά και των Γερμανών, αποτυχημένων και διεφθαρμένων δημοσιογράφων που τους είχε ξεράσει το επάγγελμα αλλά όλους τους ένωνε ένα κοινό χαρακτηριστικό: μισούσαν τον Τύπο και τους δημοσιογράφους. Κάθε λογική συνεννόηση μαζί τους ήταν αδύνατη. Μόνη λύση η εξαπάτηση που απεδείχθη εύκολη βοηθούσης και της νοητικής υστέρησής τους. Ήταν όλοι τους, οι λογοκριτές, πνευματικά καθυστερημένοι. Από καιρού εις καιρόν όμως καταλάβαιναν τις γκάφες τους και αγρίευαν. {…} 

Τους επιζώντες τους… βλέπουμε και σήμερα σαν βαρύγδουπους σχολιαστές

»Κανείς δημοσιογράφος της εποχής εκείνης δεν θα ξεχάσει τους εκλεκτούς του Γεωργαλά, του Γκέμπελς της χούντας. Άλλωστε τους επιζώντες τους βλέπουμε και σήμερα σαν βαρύγδουπους σχολιαστές, διευθυντές και πανεπιστημιακούς ακόμα. Ούτε και τη λογοκρισία έχουμε λησμονήσει. Αυτή, σε εξελιγμένη μορφή την βιώνουμε και σήμερα, πολύ συχνά. Ιδιαίτερα αν θελήσει να εκφράσει γνώμη για την «ανιστόρητη εξιστόρηση της ιστορίας μας».

Μήνες, χρόνια πριν, οι δημοσιογράφοι ροκάνιζαν τους πολιτικούς, οι πολιτικοί ροκάνιζαν τους δημοσιογράφους, και όλοι μαζί ροκάνιζαν ό,τι άλλοτε αποκαλούσαμε με σεβασμό δημοκρατικούς θεσμούς. Σκάνδαλα, μίζες, εξαγορές συνειδήσεων και εφημερίδων, με κορωνίδα τη θλιβερή Αποστασία. Όλοι ξεσκίζαμε τις αρχές της Δημοκρατίας. Και όταν οι θλιβεροί συνταγματάρχες στην αλυσόδεσαν, δεν υπήρχε κανείς να την υπερασπιστεί.
Σήμερα λέμε: η δημοκρατία δεν κινδυνεύει. Ποια Δημοκρατία; Το 75% των Ελλήνων αδιαφορούν, δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς. Όταν η αδιαφορία αυτή καταγράφει και σαν αποχή από τις εκλογές, δεν θα χρειάζεται μια καινούργια χούντα θα έχει έλθει η στιγμή να πούμε: «Δημοκρατία έχει γειά»*

* Τότε θα έχει επέλθει και η στιγμή να καταχωρηθεί σαν επίσημη ιστορία μας το σενάριο σίριαλ που παίζεται στην τουρκική τηλεόραση όπου… ο λεγόμενος διωγμός εμφανίζεται σαν αναχώρηση μέσα σε αποχαιρετιστήριες γιορτές με φιλιά και αγκαλιές, κάτι σαν τον απόπλου από τις Μπαχάμες του «Πλοίου της Αγάπης». Ούτε καν συνωστισμός».

Έτσι, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι… και να προσέχουν!

χούνταειδήσεις τώραπραξικόπημαΔημοκρατία21η Απριλίου 1967