Lifestyle|20.11.2018 16:12

Γιάννης Μπέζος: «Δεν είμαι αισιόδοξος όσο παραμένουμε εγκλωβισμένοι»

Άκης Φωτόπουλος

Από τους πιο αγαπημένους Έλληνες ηθοποιούς. Φέτος, τον συναντάμε στη συχνότητα του ΑΝΤ1, στη σειρά «Πέτα τη φριτέζα», στην οποία ενσαρκώνει έναν ταβερνιάρη. Ο Γιάννης Μπέζος μας μιλά για την επιστροφή του στη μικρή οθόνη, για το αν υπάρχει μυστικό της επιτυχίας, αλλά και για την εικόνα της τηλεόρασης του σήμερα.

Αληθεύει ότι ενθουσιαστήκατε όταν πρωτοδιαβάσατε τον ρόλο σας στη «Φριτέζα»;

Mου άρεσε πολύ o ρόλος μου. Το «ενθουσιάστηκα» είναι πολύ μεγάλη κουβέντα. Μου άρεσε γενικότερα το κείμενο, να σας πω την αλήθεια, και ο ρόλος ενταγμένος μέσα σε αυτό. Βασίζεται, όπως θα έχετε δει, σε μια ισπανική σειρά μοιρασμένη σχεδόν ισοδύναμα σε αρκετά πρόσωπα. Και αυτή είναι νομίζω η επιτυχία της σειράς, γιατί τα πρόσωπα αυτά έχουν ένα κύρος προσωπικό το καθένα.

Αυτά είναι, δηλαδή, τα δυνατά σημεία της σειράς;

Νομίζω ναι. Δηλαδή, το ότι οι ρόλοι αυτοί ως τύποι, ως χαρακτήρες, έχουν όλοι ένα προσωπικό κύρος και δεν μοιάζουν όλοι με ένα πρόσωπο, όπως πολλές φορές συμβαίνει στην τηλεόραση. Δηλαδή, έχει ο καθένας κάτι ξεχωριστό. Και οι άντρες και οι γυναίκες και οι νέοι και οι παλαιότεροι. Νομίζω ότι αυτό είναι το μεγάλο του ατού σαν κείμενο. Τώρα, τα άλλα είναι δική μας υπόθεση, το γύρισμα, το πώς θα παίξουμε κ.λπ.

Είστε ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα που βγαίνει στον αέρα;

Δεδομένων των συνθηκών που τώρα πια δουλεύουμε στην τηλεόραση, οι οποίες είναι πολύ σφιχτές λόγω οικονομικών δυσκολιών, είμαι πολύ ευχαριστημένος.

Η «Φριτέζα» από το ξεκίνημά της έχει μεγάλη απήχηση στο κοινό. Υπάρχει κάποιο μυστικό για την επιτυχία της;

Δεν θα έλεγα ότι είναι μυστικό. Ξέρετε, η μυθοπλασία δεν είναι ένα εύκολο πράγμα. Για να έχεις ένα καλό αποτέλεσμα, είναι συνισταμένη πολλών πραγμάτων. Δηλαδή, δεν φτάνει να έχεις έναν καλό πρωταγωνιστή, μια πρωταγωνίστρια, έναν σκηνοθέτη, μόνο ένα κείμενο. Τα θέλει όλα μαζί. Και βεβαίως και παραγωγή. Όλα αυτά για να βρεθούν θέλουν ψάξιμο και θα ‘λεγα ότι θέλουν και μια καλή προετοιμασία. Αλλά πρωταρχικά πρέπει να έχουμε κάτι να πούμε. Δηλαδή, ένα κείμενο. Μια ιστορία, να το πω έτσι.

Πόσο έχει αλλάξει η τηλεόραση στο πέρασμα του χρόνου;

Δεν έχει μεταμορφωθεί πολύ.

Η κρίση δεν άφησε τα σημάδια πάνω της;

Τα άφησε πάρα πολύ. Έγιναν κινήσεις πανικού, κατέβασαν τον πήχη αρκετά και ασχοληθήκαμε αρκετά με ανοησίες. Αυτό έγινε.

Πώς είδατε την επάνοδο της μυθοπλασίας στην τηλεόραση;

Δεν υπήρχε περίπτωση να μη γίνει. Διότι κανάλι χωρίς μυθοπλασία δεν μπορεί να κρατηθεί. Δεν μπορεί να έχει μέλλον. Εννοείται, εξυπακούεται ότι πρέπει να είναι καλό το αποτέλεσμα. Γιατί μπορεί να έχει πάρα πολλές σειρές, αλλά να μη «λένε» τίποτα. Εάν κάτι συνεχίζει στον χρόνο και το ακολουθούν οι τηλεθεατές, σημαίνει ότι έχει πετύχει. Πρέπει, δηλαδή, να έχει ένα κομμάτι μυθοπλασίας ισχυρό ώστε να κάνει μια καλή συντροφιά στους τηλεθεατές.

Τελικά, ξεδιάλυνε η «ήρα από το στάρι» με τις δυσκολίες που ήρθαν;

Μερικές φορές ναι, μερικές φορές όχι. Νομίζω ότι τα κανάλια είναι αρκετά για την αγορά μας, κατά την άποψή μου. Επομένως, ζητείται πρόγραμμα αρκετό. Δεν πιστεύω όμως ότι έχουμε τόσα στελέχη για να είναι επανδρωμένες επαρκώς οι σειρές και οι εκπομπές. Και εξαρτάται πού στοχεύουμε κάθε φορά. Και εδώ, μάλιστα, υπάρχει ένα κενό που θα έπρεπε να καλύψει η δημόσια τηλεόραση. Υπάρχει ένα κοινό το οποίο το χάνουμε με το κλίμα αυτό και ακολουθεί ξένα πράγματα, συνδρομητικά κ.λπ. Ενα κοινό το οποίο θα μπορούσε να το κερδίσει η δημόσια τηλεόραση.

Δεν είστε ευχαριστημένος, δηλαδή, από την πορεία της δημόσιας τηλεόρασης μετά το μαύρο;

Δεν είναι καλύτερη. Έχουν περάσει σχεδόν 3,5 χρόνια από την ημέρα που ξαναλειτούργησε ως ΕΡΤ και δεν βλέπω κάτι ιδιαίτερο. Υπάρχουν κάποια σποραδικά προγράμματα που έχουν ενδιαφέρον, ιδίως κάποιες ξένες αγορές που έχουν γίνει, τα άλλα παραμένουν ίδια. Είναι δυσκίνητη.

Πιστεύετε ότι κάποια στιγμή η τηλεόραση θα μπορέσει να ξαναζήσει στιγμές του παρελθόντος;

Οι στιγμές του παρελθόντος δεν ήταν και πάρα πολύ καλές, μη νομίζετε. Υπήρξε ένας καταιγισμός παραγωγών, αλλά αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ήταν και καλές. Υπήρχαν και πολύ καλά πράγματα και πολύ ανόητα πράγματα, όπως ξέρετε. Το θέμα δεν είναι το πολλά. Δεν θα μιλήσω για το σινάφι μου, ότι πρέπει να ‘χουμε δουλειά, καταλάβατε. Δεν σημαίνει ότι άμα εμείς έχουμε δουλειά θα ‘ναι καλή η τηλεόραση. Η τηλεόραση θέλει γούστο – και δεν υπάρχει, δυστυχώς. Στοχεύουμε εύκολα στο φθηνό, στο ταπεινό.

Το μαύρο που έπεσε πρόσφατα στο Mega συνέπεσε με μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, τη σειρά «Απαράδεκτοι», στην οποία πρωταγωνιστούσατε κι εσείς. Πώς νιώσατε;

Τίποτα δεν ένιωσα. Το Mega είχε τελειώσει εδώ και δύο χρόνια. Δηλαδή, ήταν σε μια νεκροφάνεια. Είναι πολύ κακό που έκλεισε ένας σταθμός τόσο μεγάλος, με τέτοια παραγωγή. Αυτό, βέβαια, είναι ευθύνη των μετόχων του. Είναι λυπηρό, αλλά δεν ένιωσα τίποτα ιδιαίτερο, να σας πω την αλήθεια.

Παρακολουθείτε προγράμματα ως τηλεθεατής;

Αρκετά. Και πρωινά παρακολουθώ, με την έννοια των ειδησεογραφικών. Βλέπω αθλητικά προγράμματα, συνδρομητική τηλεόραση, αλλά και τις σειρές σποραδικά, όσο μπορώ.

Τις πολιτικές εξελίξεις τις παρακολουθείτε;

Τις παρακολουθώ, όχι όμως με πολύ αναλυτική ματιά.

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;

Δεν είμαι αισιόδοξος όσο παραμένουμε εγκλωβισμένοι στον εαυτό μας. Και δεν γινόμαστε πολίτες του κόσμου αλλά συρρικνωνόμαστε. Γιατί αυτό βλέπω. Υπάρχει μια μόνιμη εσωστρέφεια που οδηγεί σε μια ακινησία και σε μια αναταραχή.

Και δεν πιστεύετε ότι μπορεί να αλλάξει η κατάσταση...

Μα, με αυτές τις λογικές, με το πολωτικό κλίμα και με συνθήκες του παρελθόντος δεν πρόκειται να αλλάξει. Και το βλέπουμε όλοι ότι δεν πρόκειται να αλλάξει και είναι σαν να το έχουμε αποδεχθεί. Και αυτό είναι το χειρότερο.

Κατά καιρούς εκδηλώνετε τη δυσφορία σας για τα ριάλιτι σόου της μικρής μας οθόνης. Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί;

Ότι είναι ανόητα, χωρίς νόημα δηλαδή. Είναι εικόνες έγχρωμες και τίποτε άλλο.

Μήπως σας ενοχλεί και το γεγονός ότι κάποια παιδιά που βγαίνουν από τα παιχνίδια γίνονται αμέσως ηθοποιοί και παίζουν σε σειρές και παραστάσεις;

Δεν παίζουν ούτε σε σειρές ούτε σε παραστάσεις. Ούτε γίνονται ηθοποιοί. Νομίζουν ότι γίνονται. Όχι, δεν με ενοχλεί αυτό. Το θέατρο δεν έχει αντίπαλο αυτά τα πράγματα. Όλα αυτά τα ριάλιτι είναι μια σπατάλη χρόνου και χρήματος χωρίς νόημα. Σε ό,τι αφορά τα talent shows, αυτά θεωρώ ότι κάνουν καλό μόνο στους παρουσιαστές και όχι στους παρουσιαζόμενους.

Θεατρικά πού βρίσκεστε αυτόν τον χειμώνα;

Στο θέατρο «Προσκήνιο». Παρουσιάζουμε το έργο των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου «Υπάρχει και φιλότιμο» με τη Δάφνη Λαμπρόγιαννη και τον Τάσο Κωστή.

Παραμένετε, δηλαδή, πιστός στην κωμωδία και φέτος. Έχει ανάγκη το κοινό από κωμωδίες στην παρούσα φάση;

Τίποτα δεν έχει ανάγκη το κοινό. Εμείς έχουμε ανάγκη να το κάνουμε. Η μόνη, ας πούμε, ανάγκη του κοινού είναι ότι θέλει να έρθει για δύο ώρες να συμμεριστεί έναν χρόνο μαζί μας, ας πούμε, εφόσον φυσικά εμείς έχουμε να του πούμε κάτι ενδιαφέρον. Αυτό ισχύει για το θέατρο γενικότερα.

Ένας άνθρωπος με τη δική σας μοναδική πείρα πώς βλέπει την κατάσταση στο θέατρο τα τελευταία χρόνια;

Για το θέατρο βλέπω ότι υπάρχει υλικό άφθονο, οι παραγωγές είναι πάρα πολλές. Δεν είναι όλες επαγγελματικές βέβαια, αλλά υπάρχει έμψυχο υλικό που είναι πάρα πολύ ελπιδοφόρο.

T

Πώς σχολιάζετε τη μόδα που επικρατεί τις τελευταίες σεζόν να γίνονται θεατρικές μεταφορές ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου;

Γιατί όχι; Γιατί να μη γίνονται; Θεατρικά έργα είναι τα περισσότερα, που εμείς τα ξέρουμε σαν ταινίες, τις οποίες τις είδαμε και τώρα επανέρχονται σαν θεατρικά έργα.

Συχνά βλέπουμε ηθοποιούς της νέας γενιάς να «καβαλάνε το καλάμι»...

Δεν υπάρχει περίπτωση να μην το καβαλήσουν εφόσον είναι νέοι, δηλαδή λιγότερο υπεύθυνοι. Μόλις μεγαλώσουν θα καταλάβουν.

Αν υποπέσει κάτι στην αντίληψή σας από έναν νέο συνάδελφό σας που βρίσκεται δίπλα σας, τον συμβουλεύετε;

Δεν χρειάζεται καμία συμβουλή. Θα ’λεγα ότι το καλύτερο απ’ όλα είναι το παράδειγμα. Να το καταλάβει, δηλαδή, διά της τεθλασμένης και όχι να του κάνεις μάθημα. Εάν, δηλαδή, εγώ είμαι απέναντί του σοβαρός με έναν τρόπο, θα το καταλάβει. Εάν δεν το καταλάβει, σημαίνει ότι δεν κάνει γι’ αυτή τη δουλειά. 

Πέτα τη φριτέζαριάλιτιΓιάννης Μπέζος