Μουσική|08.03.2020 10:35

Οι σημερινοί 20άρηδες αποφεύγουν τα clubs και διασκεδάζουν με Μαριώ και Τσιτσάνη

Άγγελος Γεραιουδάκης

«Πίνω και μεθώ, ωχ αμάν, μέρα-νύχτα τραγουδώ, και το ντέρτι μου, ωχ αμάν, στο μπουζούκι μου ξεσπώ». Τους στίχους από το «Πίνω και μεθώ» τραγουδά μια παρέα νεαρών στου Ψυρρή το βράδυ του Σαββάτου. Οι νεαροί μόλις έχουν βγει από ένα ρεμπετάδικο, όπου διασκέδασαν τραγουδώντας και χορεύοντας στις νότες μιας άλλης εποχής. Και παρά το γεγονός ότι η μόδα επιτάσσει RnB και χιπ χοπ, το παλιό ελληνικό τραγούδι έχει πάντα την τιμητική του. Δεκάδες άτομα από 18 έως 30 ετών, στην πλειονότητά τους φοιτητές, μερακλώνουν με αγαπημένες πενιές, πίνουν ένα ποτήρι κρασί, ένα καραφάκι τσίπουρο ή τα «τσούζουν» με ρακόμελα και οινόμελα, παρέα με εκλεκτούς μεζέδες. Συνδυάζουν έτσι κουβεντούλα και καλή παρέα, σε μια μορφή προσιτής και ποιοτικής διασκέδασης.

Μία από τις εκφραστικότερες εκπροσώπους του ρεμπέτικου τραγουδιού, η Μαριώ, βαφτίστηκε στη μουσική από τα δεκατρία της, τραγουδώντας και παίζοντας ακορντεόν δίπλα στον πατέρα της, που ήταν επίσης μουσικός. Από τότε υπηρετεί με υποδειγματική συνέπεια και πάθος το τραγούδι, δίπλα στους σημαντικότερους εκτελεστές του ρεμπέτικου τραγουδιού. Με τη φωνή της, το πάθος της και τη μαγκιά της σε ταξιδεύει. Οταν, όμως, συζητάς μαζί της, σε κερδίζει με την καλοσύνη της και το χαμόγελό της. «Η νεολαία σήμερα είναι ξετρελαμένη με το ρεμπέτικο. Ερχονται εκεί που τραγουδάω και τους καμαρώνω. Θέλουν να ακούσουν αυθεντική ρεμπέτικη μουσική. Αν και έχει περάσει ένας αιώνας από τότε που γράφτηκαν τα πρώτα τραγούδια, πολλά από αυτά εκφράζουν τους σημερινούς προβληματισμούς. Οι νέοι είναι χρυσά παιδιά, αλλά δεν έχουμε ανθρώπους να τους φροντίζουν. Επιζητούν μια παρηγοριά. Μια παρηγοριά να ξανασάνουν. Γι’ αυτό και κάποιες φορές κάνω πλάκα την ώρα που τραγουδάω και λέω κάνα μπινελίκι. Αμέσως τους βλέπεις και αναθαρρούν. Ετοιμοι να συμβάλουν μαζί μου και να “τα πουν” και αυτοί» λέει η Μαριώ στο «Εθνος της Κυριακής».

Ο 23χρονος Χρήστος Παναγιωτακόπουλος, οποίος διαχειρίζεται το ρεμπέτικο φόρουμ (rembetiko.gr), μία από τις μεγαλύτερες κοινότητες για το ρεμπέτικο στο Διαδίκτυο, ήρθε σε επαφή με τα ρεμπέτικα από την παιδική του ηλικία. Ο πατέρας του έπαιζε μπουζούκι και συχνά άκουγε αυτήν τη μουσική στα οικογενειακά γλέντια. «Πήγαινα δημοτικό και θυμάμαι να ζητάω από τον πατέρα μου να μου γράψει μία κασέτα με ρεμπέτικα για να τα ακούω στο κασετοφωνάκι μου. Φαντάζομαι ήταν αστείο να με βλέπουν οι συγγενείς μου, παιδί έξι ετών, να ακούω τραγούδια όπως “Δηλητήριο στη φλέβα” ή “Το βαπόρι από την Περσία” και να προσπαθώ να μιμηθώ το γρέζι της φωνής του Βαμβακάρη, σε στίχους που δεν καταλάβαινα ακριβώς το νόημά τους. Για μένα, το ρεμπέτικο σημαίνει πρώτα απ’ όλα οικογένεια, αλλά και χαρά, αφού συνοδεύει πολλές όμορφες στιγμές της ζωής μου» αναφέρει ο Χρήστος.

«Για μένα, το ρεμπέτικο σημαίνει πρώτα απ’ όλα οικογένεια, αλλά και χαρά» Xρήστος Παναγιωτακόπουλος

Τα περισσότερα ρεμπέτικα μιλούν για θέματα που είναι κοντά στους νέους, όπως για τον έρωτα, τη φιλία, αλλά και τις δυσκολίες που μπορεί να συναντήσει ένας νέος άνθρωπος στο ξεκίνημα της ενήλικης ζωής του. «Η ζωή, αγόρι μου, κάνει κύκλους. Είναι ένας πόλεμος που αν τον κερδίσεις είσαι τυχερός. Αν δεν τον κερδίσεις, θα υπομείνεις σε αυτά που έχεις κάνει. Οι άνθρωποι σήμερα δεν θέλουν να τους κοροϊδεύουν. Είμαι 75 χρόνων και δουλεύω ακόμα. Τι να κάνω όταν τα παιδιά μου δεν έχουν μια δουλειά; Να τα πετάξω στον δρόμο;» απορεί η Μαριώ.

Σύμφωνα με το μουσικό σχήμα «Santa Bella - Σαν ταμπέλα», το οποίο απαρτίζεται από τρεις νέους καλλιτέχνες, την Ελένη Ζαχοπούλου, τον Γιώργο Κοντοχριστόπουλο και τον Φάνη Ζαχόπουλο, το ρεμπέτικο από τη γέννησή του είχε κάτι το επαναστατικό. Ηταν η φωνή του ανθρώπου που δεν του επιτρεπόταν να έχει φωνή, λόγω τάξης, καθεστώτος και νόρμας. Αυτό το νιώθεις ακούγοντας κυρίως τους πρώτους ρεμπέτες. Υπάρχει ένας καημός και ένα αίσθημα σαν να «πνίγει» τον ερμηνευτή: «Η θεματολογία των τραγουδιών, η αμεσότητα του στίχου, οι απλές και ανεπιτήδευτες μελωδίες και ο χορευτικός χαρακτήρας είναι στοιχεία που κάνουν τη μουσική αυτή άμεσα αποδεκτή και πολύ γοητευτική. Επειτα από αρκετά χρόνια που στην Ελλάδα υψώνονταν και γκρεμίζονταν “αυτοκρατορίες” λαϊκών τραγουδιστών και δημιουργών, από τους οποίους έχει μείνει μια ανάμνηση από τις χρυσές δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90, η νέα γενιά ανατρέχει με πάθος στην πρώτη ανάμνηση που έχει από το ελληνικό λαϊκό τραγούδι και ανασύρει μουσικές που γράφτηκαν από ανάγκη, με ειλικρίνεια, σε εποχές αντίστοιχες και που φέρουν, σε κάθε περίπτωση, έναν αέρα από μια αθωότητα όσον αφορά τις σχέσεις των ανθρώπων και την επαφή με τη φύση».

Σημαντικό ρόλο στην αναβίωση του ρεμπέτικου τραγουδιού, ειδικά για το νέο ακροατήριο, έπαιξε το Διαδίκτυο και η πρόσβαση που έδωσε στον κόσμο να ακούσει αυτού του είδους τη μουσική, όπως παιζόταν παλιά. Ο Χρήστος λέει ότι από τους παλιούς ρεμπέτες ξεχωρίζει τον Βασίλη Τσιτσάνη. «Ο Τσιτσάνης ήταν αυτός που πήρε το ρεμπέτικο και το έφερε στις μάζες, στον κόσμο. Εγραψε τραγούδια που μιλούσαν για σχεδόν κάθε θέμα που απασχολούσε την κοινωνία και γενικά τον απλό άνθρωπο της εποχής. Πήρε το ρεμπέτικο από το περιθώριο και το έκανε κοσμικό. Και αυτό το πέτυχε με την ευρηματικότητα που είχε ως συνθέτης, καταφέρνοντας να συνδυάσει το ανατολίτικο, τα “βυζαντινά” όπως έλεγε ο Μάρκος Βαμβακάρης, τα ρεμπέτικα, με τη δυτική μουσική χωρίς να χάσει την επαφή του με τα συναισθήματα του απλού ανθρώπου. Από εκεί και πέρα, μου αρέσουν και ακούω πολλούς σύγχρονους μουσικούς που ασχολούνται με το ρεμπέτικο. Για παράδειγμα, μου αρέσει πολύ ο Δημήτρης Μυστακίδης, ο οποίος έχει γίνει γνωστός τελευταία για τις εξαιρετικές του διασκευές ρεμπέτικων τραγουδιών για λαϊκή κιθάρα, αλλά και για τον τελευταίο του δίσκο που προσπαθεί να μπλέξει το ρεμπέτικο με άλλα -ξένα- είδη, όπως το μπλουζ ή το ροκ. Γενικά πιστεύω ότι η μουσική πρέπει να εξελίσσεται, οπότε ακούω με ενδιαφέρον μουσικούς που πειραματίζονται με παλιά ρεμπέτικα τραγούδια, σεβόμενοι όμως την αρχική δημιουργία του συνθέτη».

Μπορεί οι παλιοί τραγουδιστές με τις επιρροές από τη Μικρά Ασία να έφυγαν και οι θρυλικοί οργανοποιοί να άφησαν ελάχιστα συλλεκτικά όργανα πίσω, αλλά η βαθιά ενασχόληση μουσικών, ακαδημαϊκών, λαογράφων και ερευνητών φέρνει τον κόσμο όλο και πιο κοντά στα πραγματικά χαρακτηριστικά της εποχής που το ρεμπέτικο άνθισε και τραγουδήθηκε. «Μπορεί να μην είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι με τότε, ούτε να παίζουμε ακριβώς τα ίδια όργανα, όμως τα πάθη μας είναι κοινά και οι αφετηρίες μας, ως προς την έκφρασή τους μέσω της μουσικής, λίγο-πολύ ομοιάζουν» τονίζουν οι «Santa Bella - Σαν ταμπέλα».

Αρκετοί από αυτούς που αγαπούν το ρεμπέτικο, συνήθως, δεν είναι ανοιχτοί στις διασκευές του. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες να ακουστούν ξανά εμβληματικά τραγούδια, αλλιώς. «Είναι αλήθεια πως στις μέρες μας παρατηρείται μουσικά μια νοσταλγία για το παρελθόν. Βέβαια, σε κάθε σήμερα συνήθως αναλογιζόμαστε και αγαπάμε το χθες, επιλέγοντας με κάποια αφέλεια να συλλέξουμε μόνο τα όμορφα στοιχεία. Από την άλλη, είναι τόσο μπλεγμένη η πληροφορία που δεχόμαστε και μας επηρεάζει έτσι ώστε τείνουμε να ανασυνθέτουμε με μεγάλη ευκολία στοιχεία που από μόνα τους έχουν μια χάρη, με τελικό αποτέλεσμα κάτι παράξενο ενδεχομένως. Δεν συμβαίνει πάντα, αλλά παρατηρείται αρκετά. Ο σεβασμός στο αρχικό υλικό και η αισθητική του αποτελέσματος είναι δύο βασικά χαρακτηριστικά έτσι ώστε να υπάρχει νόημα στο να “πειραχτεί” κάποιο παλιό τραγούδι, παραδείγματος χάριν. Εάν, δηλαδή, με αυτόν τον τρόπο θα ξεκλειδώσει μια παραπάνω οπτική στη μουσική και αυτό το νέο άκουσμα θα γίνει από μόνο του μια πρόταση στην τέχνη. Η μόδα δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, δυστυχώς όμως βασίζεται στην ευκολία και στο εφήμερο» υπογραμμίζουν οι «Santa Bella - Σαν ταμπέλα».

Το ρεμπέτικο, το οποίο εντάχθηκε στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο της UNESCO το 2017 για την «Αϋλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ανθρωπότητας», έχει κερδίσει το παιχνίδι του χρόνου, έχει διαπεράσει τις κοινωνίες και τις τάξεις. «Την ημέρα που έμαθα για την UNESCO τραγουδούσα στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και το ανέφερα μέσα στην αίθουσα. Ο κόσμος συγκινήθηκε και δεν σταματούσε να χειροκροτεί» προσθέτει η Μαριώ.

Το ρεμπέτικο αγνόησε τους περιορισμούς που προσπάθησαν να του επιβάλουν κατά καιρούς και επιβίωσε γιατί το γεννά η ειλικρινής έκφραση των αναγκών του ανθρώπου. «Για μένα το ρεμπέτικο είναι μια μουσική χωρίς “χρώμα”. Οι περισσότεροι παλιοί ρεμπέτες ήταν απλοί άνθρωποι, οι οποίοι μιλούσαν για τα καθημερινά τους προβλήματα, χωρίς όμως να παίρνουν θέση. Εξέφραζαν το παράπονό τους, πέρα από οποιοδήποτε μήνυμα, ιδέα ή κίνημα. Αυτό είναι που κάνει τα ρεμπέτικα διαχρονικά. Μπορείς να πάρεις οποιοδήποτε τραγούδι και να το ερμηνεύσεις όπως εσύ θέλεις. Μέσα στην απλότητά του, μπορείς να εκφράσεις το δικό σου παράπονο και με αυτό να βγάλεις προς τα έξω το δικό σου μήνυμα. Γι’ αυτό και ναι, λειτουργούν ως “όχημα” για μηνύματα και ιδέες, αλλά τα ίδια δεν έχουν κάποιο μήνυμα από μόνα τους. Ολα έχουν να κάνουν με το πώς εσύ θες να το ακούσεις. Και εκεί είναι και η μαγεία» καταλήγει ο Χρήστος.

Μαριώρεμπέτικα