Open life|07.12.2019 14:42

Κανείς δεν έφυγε από το γιορτινό τραπέζι

Κατερίνα Τσιτούρα

Στο αεροπλάνο κοιτούσα έξω από το παράθυρο. Αντίκριζα μονάχα ένα άσπρο τοπίο και ύστερα έκλεινα τα μάτια. Φανταζόμουν τότε πως το άσπρο μεταμορφωνόταν σε χιόνι και πως εγώ επέστρεφα, με ένα μαγικό έλκηθρο, στα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων. Έβλεπα και πάλι μπροστά μου το ψηλό δέντρο που οι μεγάλοι το αποκαλούσαν έλατο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, διόλου με ενδιέφερε η ονομασία του. Μου αρκούσε πως τα βράδια έλαμπε περήφανο στο σκοτάδι και πως κάλυπτε με τα φουντωτά, πράσινα φύλλα του ένα σωρό προσμονές. Επιθυμούσα πάντοτε να ανοίξω τα δώρα πριν από την ώρα τους, μα έτρεμα και μόνο στη σκέψη πως εξαιτίας της ανυπόμονης φύσης μου θα γραφόμουν στα μαύρα κατάστιχα του Άγιου Βασίλη.

Θυμάμαι να τον περιμένω με τα μάτια ανοιχτά στο κρεβάτι μα πριν το ρολόι συναντήσει τα μεσάνυχτα εγώ αποκοιμόμουν κι έτσι εκείνος συντηρούσε ανενόχλητος τον μύθο του. Στο γιορτινό τραπέζι ο παππούς καθόταν πάντα δίπλα μου. Μου εξασφάλιζε το πιο εκλεκτό κομμάτι της γαλοπούλας και κρυφά με άφηνε να δοκιμάσω λιγάκι από το κόκκινο κρασί του. Η γιαγιά μας έπιανε στα πράσα κάπου κάπου. Ίσιωνε βιαστικά τον κότσο της και, με το αριστερό της μάτι να τρεμοπαίζει ελαφρά, επέπληττε όλο αυστηρότητα τον παππού. Εκείνος ξεκαρδιζόταν στα γέλια. «Η ζωή έχει πλάκα, ποτέ σου μην το λησμονήσεις», μου έλεγε.

Κάποτε η είδηση πως ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει έφτασε και στα δικά μου αυτιά 

Ένιωσα τουλάχιστον προδομένη. Κατέληξα στο συμπέρασμα πως τα κουλουράκια τα έτρωγε ο μπαμπάς τόσα χρόνια και πως τα πρόβατα είχαν και καλύτερες δουλειές να κάνουν από το να βολτάρουν στον νου μου τις νύχτες που καρτερούσα τον αγαπημένο μου άγιο. Ο παππούς διάβασε αμέσως τη μελαγχολία στο βλέμμα μου και με έπιασε τρυφερά από το χέρι. «Πάμε μια βόλτα;» μου πρότεινε. Βαδίζαμε συντροφιά στην ολοφώτεινη πόλη και παρατηρούσαμε τους ανθρώπους να συζητούν χαρούμενοι και τα μικρά παιδιά να λένε τα κάλαντα, με τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα και τους κουμπαράδες ανοιχτούς.

«Μια τέτοια μέρα μπορούμε, άραγε, να ισχυριστούμε με βεβαιότητα πως ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει;» με ρώτησε ο παππούς. «Δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια απάτη των μεγάλων», του απάντησα κυνικά. «Μου φαίνεται πως κάνεις κάποιο λάθος, μικρή μου. Οι άνθρωποι ταξιδεύουν τόσο μακριά όσο τους επιτρέπουν τα κουράγια τους και τα όνειρα ζωντανεύουν μόλις πιστέψουμε στα θαύματα», είπε και μου έκλεισε συνωμοτικά το μάτι. Ένας δυνατός θόρυβος διέκοψε βίαια την ονειροπόλησή μου. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο έδαφος κι εγώ επέστρεφα επίσημα από την Αμερική στην Ελλάδα. Σύντομα οι γονείς με υποδέχτηκαν στο αεροδρόμιο κι αμέσως αναθάρρησα στη σκέψη του πατρικού μου σπιτιού.

Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν όλοι τους εκεί

Όλοι εκτός από έναν. Κι ήταν οι πρώτες γιορτές μακριά του. Η πρώτη φορά που αισθάνθηκα τον Άγιο Βασίλη να αρπάζει το δισάκι του, να επιβιβάζεται στο έλκηθρο και να με εγκαταλείπει οριστικά. Έκαιγε μια μια τις αναμνήσεις, ξεφορτωνόταν στον κάδο απορριμμάτων το έλατο, κρέμαγε τη στολή στην ντουλάπα του και πρόβαρε το αυστηρό κοστούμι της ενηλικίωσης στον καθρέφτη. Μόλις έφτασα στο δωμάτιό μου, παράτησα σε μια γωνιά τη βαλίτσα και βάλθηκα να ψαχουλεύω το συρτάρι με τις φωτογραφίες. Σύντομα κρατούσα στα χέρια μου ένα σημείωμα: «Όποιος τα θαύματα αγαπά, ποτέ του δε γερνά», αναγνώρισα αμέσως τον γραφικό χαρακτήρα του παππού. Και τότε κατάλαβα. Σκούπισα τα δάκρυα και αποκοιμήθηκα.

Τα ωραιότερα δώρα κλείνονται στα κουτιά των ολοζώντανων αναμνήσεών μας

Στα όνειρά μου ταξίδεψα μέχρι την Καισαρεία κι έπεισα τον Άγιο Βασίλη να ξεφορτωθεί το αυστηρό του κοστούμι. Εκείνος μάλιστα μου εξομολογήθηκε πως ουδέποτε συμπάθησε τη δωρική γραμμή του. Έπειτα μου μίλησε για τον παππού. Με καθησύχασε πως είναι καλά, όπως όλοι οι κεφάτοι τύποι που υψώνουν το κρασί τους στον ουρανό και γελούν με την καρδιά τους. Και τελικά τα Χριστούγεννα σώθηκαν ξανά. Εκείνη η χρονιά ήταν και η τελευταία μου στην Αμερική. Συνειδητοποίησα πως η ζωή είναι μικρή για να γίνεται μαγική μονάχα στις γιορτές και πως ο Άγιος Βασίλης βολτάρει αιωνίως στα μέρη που αγαπήσαμε. Κι αν εμείς ψηλώσαμε με τα χρόνια, κι αν το έλατο έχασε λίγους πόντους και κάποιες θέσεις άδειασαν στο τραπέζι, αρκεί μια μαγική νύχτα για να μας υπενθυμίσει πως τα ωραιότερα δώρα κλείνονται στα κουτιά των ολοζώντανων αναμνήσεών μας.

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Open Life, που κυκλοφόρησε με το Έθνος της Κυριακής, 24 Νοεμβρίου]

ΧριστούγενναΆγιος Βασίληςεορταστικό τραπέζι