Απόψεις|27.12.2018 15:11

Όταν έρχονταν για τα κάλαντα, αυτός άλλαζε κανάλι

Άντζελα Ζιούτη

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισµένο στη γωνία αχνοφέγγει µε τα πολύχρωµα λαµπάκια, οι κουραµπιέδες και τα µελοµακάρονα σε πιατέλες, η φάτνη του Χριστού κάτω από το δέντρο και η κάλτσα του Αϊ-Βασίλη κρεµασµένη στο παράθυρο. Η ατµόσφαιρα τριγύρω γιορτινή, όλα λαµπυρίζουν στο φως, όµως αυτός µελαγχολικός.

Κάθεται στον καναπέ και κοιτά αδιάφορα από το τζάµι. Τα παιδιά τού χτυπάνε το κουδούνι να του πουν τα κάλαντα κι αυτός αλλάζει αδιάφορα κανάλι στην τηλεόραση. Κάποτε έλεγε κι αυτός τα κάλαντα στις γειτονιές. Κοντό παντελονάκι µε τιράντες και µια τσίγκινη καραβάνα να πέφτουν µέσα τα κέρµατα. Λάσπη και τρύπια παπούτσια. Μόλις είχε τελειώσει ο πόλεµος.

Ο πατέρας δεν γύρισε ποτέ από το µέτωπο. Είχε βάλει τότε το κεφάλι του µέσα στα χεράκια του και έκλαιγε κρυφά. Μόνο τις εορταστικές µέρες των Χριστουγέννων το λησµονούσε λίγο αυτό έχοντας το ωραίο αίσθηµα της αναµονής, της λαχτάρας, της αδηµονίας γι’ αυτό που έρχεται. Χθες πήρε το κοινωνικό µέρισµα και σκέφτεται τι δώρο να χαρίσει στα εγγόνια του. Με αυτή την αθώα, µαγική µατιά τους που περιµένουν το πεσκέσι από τον παππού. Είναι κιόλας στην εφηβεία.

Βαριούνται τις «γλυκανάλατες» χριστουγεννιάτικες συνήθειες, δεν συµµετέχουν πλέον στο στόλισµα του χριστουγεννιάτικου δέντρου, κοροϊδεύουν όσους πιστεύουν ακόµη στους καλικάντζαρους, και το µόνο δώρο που αξίζουν είναι ένα καινούργιο τάµπλετ. Την Πρωτοχρονιά θα ταξιδέψουν στη Γερµανία να αλλάξουν τον χρόνο µαζί µε τον πατέρα.

Αυτός εργάζεται εκεί σε ένα εστιατόριο µακριά από την οικογενειακή εστία. Εγειρε στο µπράτσο του καναπέ και αποκοιµήθηκε. Κάποιος χτύπησε τότε την πόρτα. Σκέφτηκε, ακούγοντάς την, πως µπορεί τούτα τα Χριστούγεννα να έρθει κάποιος και στο δικό του σπίτι! Παραµονή Χριστουγέννων. Νύχτα βαθιά. 
Μια γλυκιά προσµονή, να περιµένει κάποιον, έστω έναν άγνωστο. Ανοιξε την πόρτα και είδε έκπληκτος έναν άγνωστο. Τον καλοδέχτηκε. Μοιράστηκε µαζί του τη σούπα, το ψωµί, τη ζεστασιά του καλοριφέρ!

Από έξω ακούστηκε η καµπάνα της εκκλησίας. Πετάχτηκε µεµιάς επάνω. Ωστε ήταν όνειρο. Σηκώθηκε όρθιος και έκανε τον σταυρό του. «Χριστός γεννιέται! Πρέπει να ετοιµαστώ για την εκκλησία!» λέει χαρούµενα. Πού τη βρίσκει τη χαρά; Είναι λυπηµένος που δεν ήρθε κανείς!

Στην εκκλησιά δεν προσέχει καθόλου τον παπα-Γιώργη ούτε τους ψάλτες! Εχει καρφώσει το βλέµµα του στο πάτωµα. Χαζεύει αδιάφορα το ξεθωριασµένο µάλλινο παλτό της διπλανής και τις πλεχτές κάλτσες!

Από το µυαλό του πέρασε κάτι που είχε πει ο ποιητής Γιώργος ∆ροσίνης: «Η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στις αναµνήσεις και τις ελπίδες». Αλήθεια, υπάρχει ακόµη ελπίδα;

Χριστούγεννα