Απόψεις|29.12.2018 18:24

Παράσταση για δύο ρόλους

Χρήστος Μαχαίρας

Για να προβλέψει κανείς ότι ο διπολισµός στην πιο extra large εκδοχή του θα σφραγίσει το 2019, δεν χρειάζεται να είναι ειδικός στους Καζαµίες. Σε µια χρονιά µε τουλάχιστον τρεις κάλπες και τη βελόνα της πόλωσης να κινείται ήδη βαθιά στη ζώνη του κόκκινου, η πολιτική σκηνή θα παραπέµπει όλο και περισσότερο σε παράσταση για δύο ρόλους.

Στο τοπίο που διαµορφώνεται, η σύγκρουση της κυβέρνησης µε την αξιωµατική αντιπολίτευση µοιάζει µε σύγκρουση δύο κόσµων. Μπορεί το εκλογικό momentum να ευνοεί τις πολεµικές ρητορικές, αλλά η αντιπαράθεση που µαίνεται υπερβαίνει τα ζητήµατα εικόνας και αποκαλύπτει δύο διαµετρικά αντίθετα αφηγήµατα για τις προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας, την οργάνωση της οικονοµίας και τον διεθνή ρόλο της χώρας.

Αναµφισβήτητα, η εξέλιξη που επέχει ρόλο καταλύτη και διχοτοµεί τον δηµόσιο χώρο σε δύο συγκρουόµενα µπλοκ είναι η Συµφωνία των Πρεσπών. Στην πραγµατικότητα, ωστόσο, η µετακίνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας από τη γραµµή του Βουκουρεστίου στη γραµµή Σαµαρά δεν εκφράζει µόνο µια αντίληψη απόρριψης κάθε ιδέας συµβιβασµού στη διαχείριση των εθνικών θεµάτων, αλλά µια ευρύτερη συντηρητική αναδίπλωση σε διάφορα επίπεδα. Καρπός αυτής της επιλογής είναι η υιοθέτηση µιας τυπικά δεξιάς ατζέντας, στην κορυφή της οποίας και παραλλήλως µε το «Μακεδονικό» φιγουράρουν η επαναφορά του δόγµατος του νόµου και της τάξης, η αναβίωση της θεωρίας των δύο άκρων και οι αντιµεταναστευτικές ρητορικές. Πρόκειται για πολιτικό «πακέτο» που υποδηλώνει τη διάψευση των προσδοκιών ανάκτησης του µεσαίου χώρου που έθρεψε η εκλογή Μητσοτάκη στην ηγεσία του κόµµατος και υπογραµµίζει τη µετατόπιση της Ν∆ προς τα δεξιά, µε αναβαθµισµένο τον ρόλο του δίδυµου Γεωργιάδη - Βορίδη.

Ούτως ή άλλως, οι εγχώριες πολιτικές εξελίξεις παρακολουθούν τις ευρύτερες ευρωπαϊκές ανακατατάξεις και κατ’ αυτήν την έννοια προσδιορίζονται σε σηµαντικό βαθµό από αυτές. Η µετακίνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας δεν εκφράζει µόνο την ισχυρή εσωκοµµατική παρουσία του Αντώνη Σαµαρά και την ανάγκη οχύρωσης έναντι των δεξιών κινήσεων που φιλοδοξούν να εκπροσωπηθούν στην επόµενη Βουλή. Υπακούει, ταυτόχρονα, στην ευρύτερη τάση της ευρωπαϊκής Χριστιανοδηµοκρατίας να υιοθετήσει όψεις της ατζέντας του ακροδεξιού λαϊκισµού, προκειµένου να περιορίσει τις φυγόκεντρες τάσεις και να ανακόψει τις εκλογικές απώλειες. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η µετατόπιση αυτή εκφράζεται από την υποψηφιότητα του υπερσυντηρητικού Μάνφρεντ Βέµπερ για την προεδρία της Κοµισιόν, σε ελληνικό από την επιστροφή της Ν∆ στη γη της δεξιάς επαγγελίας και την κυριαρχία αντιλήψεων που αποζητούν τη ρεβάνς από την Αριστερά, και όχι την ηγεµονία στον χώρο του κέντρου.

Στο κλίµα της συντηρητικής στροφής που βαθµιαία παγιώνεται και µε φόντο την ευρύτερη προσπάθεια της ευρωπαϊκής Σοσιαλδηµοκρατίας να στραφεί προς την πλευρά της Αριστεράς και της Οικολογίας, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εκφράσει τον αντίπαλο πόλο στις πολιτικές που εκπροσωπεί η Νέα ∆ηµοκρατία, επιδιώκοντας να επαναφέρει στο κέντρο της δηµόσιας συζήτησης το δίπολο «πρόοδος - συντήρηση».

Η Συµφωνία των Πρεσπών, σε συνδυασµό µε την ακύρωση του µέτρου των περικοπών στις συντάξεις, τη νοµοθέτηση εξαγγελιών κοινωνικού χαρακτήρα και την εισοδηµατική ενίσχυση στρωµάτων που έπληξε η κρίση, συγκροτούν ένα πολιτικό αφήγηµα επιστροφής στην κανονικότητα, µε παράλληλη ενίσχυση του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας. Πρόκειται για γραµµή που συµπιέζει τις δυνάµεις του ενδιάµεσου χώρου, οι οποίες µάχονται να αντέξουν την πολιτική πίεση και να επιβιώσουν µέσα στις συµπληγάδες του διπολισµού. ∆εδοµένου, µάλιστα, ότι η κυβέρνηση βάζει στο τραπέζι πολιτικές µε σαφή κεντροαριστερή φόρτιση, όπως είναι η ανάγκη επίλυσης του «Μακεδονικού» ή ο εξορθολογισµός των σχέσεων Πολιτείας - Εκκλησίας, η προσπάθεια του Κινήµατος Αλλαγής να εµφανίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικό µόρφωµα ξένο µε τον προοδευτικό χώρο προσκρούει στις προσλαµβάνουσες του ακροατηρίου της Κεντροαριστεράς και επιτείνει, αντί να αµβλύνει, το κλίµα του διπολισµού.

Κίνημα ΑλλαγήςΣυμφωνία των ΠρεσπώνΣΥΡΙΖΑΝέα Δημοκρατία