Απόψεις|04.07.2021 10:05

H επιχειρηματική προσέγγιση της ανάπτυξης

Διονύσης Χιόνης

Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα εξασφάλιζαν την βιωσιμότητα του χρέους, θα άμβλυναν τις επιπτώσεις των δημοσιονομικών πλεονασμάτων και θα δημιουργούσαν και τα ανάλογα πολιτικά οφέλη. Δεδομένων των προβλημάτων της οικονομίας αυτή η ανάπτυξη δεν θα μπορούσε να έρθει  από την κατανάλωση ούτε από την αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών και έτσι επιλέχθηκε η ‘’μικροοικονομική’’ προσέγγιση δηλαδή η τόνωση της επιχειρηματικότητας με τον παράλληλο προσανατολισμό στην πράσινη ανάπτυξη και την ψηφιακή μετάβαση.  Αυτή η προσέγγιση έχει διαφοροποιηθεί  σχετικά με άλλες προσπάθειες επανεκκίνησης της οικονομίας. Δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην εδραίωση ενός καλού κλίματος για την προώθηση των επενδύσεων.

Ανάμεσα σε ισχνή ανάπτυξη και ύφεση

Μέχρι στιγμής το ΑΕΠ κινείται στα όρια μεταξύ της ισχνής ανάπτυξης και ύφεσης και ταυτόχρονα ο αποπληθωρισμός αποτελεί πλέον ένα ενδημικό φαινόμενο για την οικονομία.  Ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας συνεχίζονται.  Οι στόχοι που έχουν τεθεί στο νέο Μεσοπρόθεσμο οι οποίοι είναι ταυτόσημοι με εκείνους του Προγράμματος Σταθερότητας προβλέπουν εκρηκτική αύξηση 30,3% των επενδύσεων και μέση αύξηση της κατανάλωσης 2,5%.  Αυτή η αναπτυξιακή κατεύθυνση αποτελεί μια λογική επιλογή και τοποθετεί τις βάσεις για την ενίσχυση των επενδύσεων. Είναι όμως εκτεθειμένη σε πολλές αβεβαιότητες που μπορεί να ακυρώσουν μεγάλο μέρος αυτών των προσπαθειών. Kαι αυτό διότι δεν γνωρίζουμε τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις την οικονομία των κεντρικών αξόνων, της ψηφιακής μετάβασης και των πράσινων επενδύσεων. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι ο πολλαπλασιαστής των δημοσίων έργων είναι μεγαλύτερος του δύο δεν γνωρίζουμε όμως ποιος είναι ο αντίστοιχος των πράσινων επενδύσεων. 

Ο κίνδυνος αυτής της επιλογής μπορεί να προέλθει από δύο χώρους. Από την εμφάνιση του πληθωρισμού και από την ανάγκη δημιουργίας μεγάλων δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Η αύξηση του πληθωρισμού αυξάνει δυσανάλογα το ασφάλιστρο του κινδύνου της ελληνικής οικονομίας και θα συμπαρασύρει τα επιτόκια προκαλώντας τεράστια προβλήματα στις τράπεζες, στις επενδύσεις, στο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος.  Εξάλλου  η απαίτηση για την δημιουργία μεγάλων δημοσιονομικών πλεονασμάτων μοιραία θα επιβαρύνει την επιχειρηματικότητα.

Ώθηση από το πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης

Ενισχυτικά στην αναπτυξιακή προοπτική είναι  η  ώθηση που θα προέλθει από τους  πόρους του ταμείου ανάκαμψης. Οι συγκεκριμένοι  πόροι θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αντικυκλικό μέσο με την προϋπόθεση ότι θα κατευθύνονται σε έργα και δράσεις με ουσιαστικό αναπτυξιακό αποτύπωμα στην οικονομία. Ίσως ο επαναπροσανατολισμός των βασικών αξόνων του ταμείου ανάκαμψης προς τα ώριμα δημόσια έργα και την ενίσχυση του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων μπορεί να εξασφαλίσει την βέβαιη αντικυκλική δράση και την αύξηση των πολλαπλαστιακών αποτελεσμάτων με δοκιμασμένες λύσεις. 

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι έχουν τεθεί οι βάσεις του οικοδομήματος για την ενίσχυση των ρυθμών ανάπτυξής  με κεντρικό  προσανατολισμό την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, στην εποχή των πανδημιών οι οικονομικές  προβλέψεις σχετικά με την ανάπτυξη ισοδυναμούν με μαντείες υπενθυμίζοντας τον θεμελιώδη κανόνα που λέει: ‘’τα οικονομικά προγράμματα ανάπτυξης εκ του αποτελέσματος κρίνονται’’

επενδύσειςΤαμείο Ανάκαμψηςεκλογέςεκλογές 2019ανάπτυξη