Απόψεις|01.12.2021 08:20

Από τα Ανθεστήρια στην Black Friday: Η απομάγευση των ελληνικών γιορτών και η αμερικανιά του καιρού

Κωνσταντίνα Γογγάκη

Tον τελευταίο καιρό ένας σκεπτικισμός με διακατέχει, καθώς, εκτός των άλλων, εκδηλώνεται στην Ελλάδα ένα επαρμένο ενδιαφέρον προς τις ξενόφερτες «γιορτές», της Black Friday, της Halloween, της… Κυβερνο-Δευτέρας (Cyber Monday), της επικείμενης Valentine's Day, κ.ά! Παρά την έλλειψη φαντασίας του, ο διαφημιστικός ενθουσιασμός που τις συνοδεύει ξεσηκώνει αρκετό πλήθος, και ιδίως τους νεώτερους, που σπεύδουν να αγοράσουν κάποιο προϊόν σαν να πρόκειται αυτό να τους προσφέρει μια ανείπωτη χαρά.

Οι θιασώτες των γιορτών αυτών, σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς από μια εορτή, ούτε θα τραγουδήσουν, ούτε θα χορέψουν, ούτε θα γλεντήσουν, ούτε θα συνδεθούν με κάποιο στοιχείο της πολιτισμικής τους καταγωγής. Απλώς… θα αγοράσουν. Έχει, δηλαδή, πλέον, αναχθεί η αγορά σε τέτοια «αξία», ώστε να υποκαθιστά την ανάγκη για επικοινωνία και ψυχαγωγία που επιφέρει μια αληθινή γιορτή; Και, αλήθεια, ο νεοέλληνας της καταναλωτικής αλλά και καταναλώσιμης κοινωνίας έφτασε σήμερα από τη μεγάλη αρχαιοελληνική εορτή της Άνοιξης «Ανθεστήρια», στην αμερικανόφερτη «γιορτή» του κέρδους Black Friday;

Καθ’ όσον γνωρίζω, το έργο το οποίο επιτελούσαν οι ελληνικές γιορτές, από την αρχαιότητα έως πρότινος, ήταν πολυσύνθετο. Η γιορτή, πρωτίστως, έφερνε τον πιστό σε επαφή με την λατρευόμενη θεότητα, δεδομένου ότι ολόκληρη η ζωή ήταν εμποτισμένη με θρησκευτικότητα. Πέραν του λατρευτικού στοιχείου ικανοποιούσε ταυτόχρονα την ανθρώπινη επικοινωνία και την ψυχαγωγία. Έτσι, μια κοινωνική μέθη ή μια λατρευτική έκσταση διακατείχε το πλήθος. Ακόμη και το μαινόμενο πλήθος των γιορτών του Διονύσου και οι κυριευμένες από την βακχεία Μαινάδες είχαν έναν υψηλό στόχο, την προσήλωσή τους στην θεότητα για την μετουσίωση της ψυχής τους.

Ήδη από τη μινωϊκή εποχή πραγματοποιούνταν εορταστικές εκδηλώσεις και τελετουργίες που συνδύαζαν τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή, δίνοντας συχνά την δυνατότητα να ανέβει η ένταση της κοινωνικής ζωής και να ψυχαγωγηθούν όλες οι τάξεις, και κυρίως η λαϊκή που έτσι ξεκουραζόταν από τον καθημερινό της μόχθο.

Ένας πλούτος «εορτών» διεξαγόταν σε ολόκληρη την Ελλάδα, που ξεσήκωνε τον κόσμο, με περιεχόμενο αντιπροσωπευτικό του θρησκευτικού, πολιτιστικού και ανθρωπολογικού ύφους του ελληνικού πολιτισμού. Και ήταν ενδεικτικό της ανάγκης για κοινωνική συνεύρεση, μέσω μιας εορταστικής συνύπαρξης. Κάθε μια τους ήταν αφιερωμένη στον θεό ή τον ήρωα προστάτη της πόλης ή μιας λειτουργίας που συνήθως επηρέαζε την γονιμότητα ή την γεωργία - από την οποία εξαρτιόταν η ζωή των ανθρώπων (ανθοφορία, θερισμός, σπορά, συγκομιδή των καρπών, κ.ά.).

Οι γιορτές μέσα στον μυστικιστικό ή μυστηριακό ή τελετουργικό ή και μαγικό τους χαρακτήρα, είχαν ενσωματώσει παλαιότερους μύθους, θρύλους και δοξασίες, και δια της επανάληψεώς τους γνωστοποιούσαν τα μυστικά και τα διαιώνιζαν στις νεώτερες γενεές. Με τον τρόπο αυτό εξελισσόταν μεν η ζωή, χωρίς όμως να αποκόπτεται από τις λαογραφικές της ρίζες. Υπό την έννοια αυτή οι γιορτές επιτελούσαν τον σπουδαίο ρόλο μιας γενικής ανανέωσης και ενδυνάμωσης του λαού.

Κάθε περιοχή της Ελλάδας διέθετε τις δικές της, τοπικές, παραδόσεις, οι οποίες αποτυπώνονταν στο «χρώμα» των εορτών. Στην Αθήνα λόγου χάρη, εκτός από τα «Ανθεστήρια», οι πιο γνωστές απ’ τις αρχαίες γιορτές ήταν τα «Παναθήναια», τα «Εν άστει Διονύσια», τα «Λήναια», τα «Οσχοφόρια», τα «Θαργήλια», τα «Ελευσίνια», κ.ά., που φέρουν μέσα τους έναν πλούτο μυθολογικών, λατρευτικών και ιστορικών δεδομένων. Ταυτόχρονα, όμως, όλοι οι Έλληνες συνενώνονταν μέσω κοινών εορταστικών εκδηλώσεων, που υπενθύμιζαν την καταγωγή τους και τους χαροποιούσαν.

Οι γιορτές αυτές διαρκούσαν συνήθως ορισμένες ημέρες, κατά τις οποίες η πόλη γέμιζε εικόνες και ήχους από χορούς νέων, παραστάσεις, πειράγματα, γυμνικούς αγώνες και πολύ μουσική. Ο κόσμος συμμετείχε αλαφιασμένος και χαρούμενος στη βίωση των κοινών εθίμων, καθώς οι γιορτές ανακαλούσαν μνήμες από καιρούς και συνήθειες που δεν ήθελε να ξεχάσει. Ακόμη και τα πανηγύρια, που παρείχαν μια δυνατότητα για διάφορες αγορές, συνοδευόταν από παράλληλες εκδηλώσεις, συμπόσια, αθλητικούς αγώνες, χορό και τραγούδι. Μια τέτοια πανήγυρις ήταν άλλωστε και αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων, που έφερνε κοντά την λατρεία και τις τελετές, με το εμπόριο, τους γυμνικούς και τους δραματικούς αγώνες και με τους ρήτορες.

Οι παλιές ελληνικές γιορτές είχαν ένα βαθύ νόημα, καθώς συνιστούσαν: α. την εξωτερικευμένη έκφραση των κοινών αντιλήψεων των παρευρισκομένων, β. την εδραίωση της απόφασης της κοινωνίας να δημιουργήσει και να τηρήσει ήθη και συνήθειες, γ. την ισχυροποίηση των κοινωνικών δεσμών των συμμετεχόντων, δ. την παροχή της ευκαιρίας στα μέλη της κοινότητας να χαρούν. Και δεδομένου οτι δεν υπήρχαν τότε πολλές πηγές ψυχαγώγησης, οι γιορτές εκείνες καθόλου δεν αποτελούσαν ένα απλό κοινωνικό καθήκον, αλλά έχαιραν ευρείας αποδοχής και λαϊκής συμμετοχής.

Η κουλτούρα της γιορτής έχει περάσει στο γενετικό υλικό των Ελλήνων εδώ και αιώνες, απ’ τη μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη. Τα μέτρα του καιρού, ωστόσο, έχουν υποστεί ένα πλήγμα. Και εκεί που κάποτε υπήρχαν όνειρα, μουσικές και ιδέες, τώρα έχει πραμάτειες. Το μυαλό του ανθρώπου βομβαρδίζεται με εικόνες εμπορικών προσφορών. Κάθε είδους υλικό αντικείμενο, μικρό ή μεγάλο, αναγκαίο ή όχι, ακριβό ή φτηνό, έχει αναχθεί σε μύχια επιθυμία και η απόκτησή του σε στόχο.

Ο καταναλωτικός πολιτισμός έχει μετατρέψει τον ίδιο τον άνθρωπο σε καταναλώσιμο προϊόν, κατευθύνοντας ακόμη και τις επιθυμίες του και ελέγχοντας τον ελεύθερο χρόνο του. Το αποτέλεσμα είναι ο εργαζόμενος να κοπιάζει αμέτρητες ώρες, για να αγοράσει π.χ. το πιο ακριβό κινητό! Παράλληλα, διαθέτει τον ελεύθερο χρόνο του σε επιλογές προς τις οποίες τον έχει ωθήσει (μέσω της διαφήμισης) ο καπιταλισμός, για να του πάρει πίσω ακόμη και το περίσσευμά του. Και αγοράζει αχρείαστα προϊόντα, που δεν αντιστοιχούν στις πραγματικές του ανάγκες. Έτσι, η συμμετοχή του σε μια «γιορτή», με την οποία δεν τον συνδέει τίποτε και η οποία δεν του προσφέρει παρά μόνο μια στιγμιαία ικανοποίηση, έγκειται στο ότι περιμένει στην ουρά επί ώρα για την επίτευξη της αγοράς του επιθυμητού προϊόντος. Γιατί, βέβαια, η όποια αγοραστική «χαρά» δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ποιότητα της αληθινής γιορτής.

Η υιοθέτηση και αντιγραφή καινοφανών και ξενόφερτων εμπορικών συνηθειών καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο στη ζωή μας, εκπαραθυρώνοντας ταυτόχρονα τις ελληνικές παραδοσιακές συνήθειες. Ποιά είναι, όμως, τα αίτια που προκαλούν μια τέτοια στάση; Είναι ένα σημάδι που υποδεικνύει τον γηρασμό της ελληνικής παράδοσης; Είναι η μυθοποίηση του Αγοραίου θεού, που έχει υπερισχύσει έναντι κάθε άλλης θεότητας; Είναι μια ένδειξη αδιαφορίας και ίσως αποπολιτικοποίησης; Μήπως η άγνοια και η περιφρόνηση προς το πολιτικό αίτημα για «εθνική ανεξαρτησία»; Ή, είναι μήπως μια πλήρης αποδόμηση του σκεπτικού του Μαρξ για την «υπεραξία», και η χωρίς όρους παράδοση στους όρους του παγκόσμιου καπιταλισμού;

Η υπάκουη προσαρμογή στο σύστημα, με την αντίστοιχη τάση απάρνησης των οικείων παραδόσεων και τη στροφή προς άλλες, δήθεν πιο «μοντέρνες» συνήθειες, φαίνεται να έχει λίγο απ’ όλα τα παραπάνω. Ίσως μάλιστα συνιστά μία από τις «παθογένειες» της νεωτερικότητας, που μαζί με τη διάλυση της κοινότητας, την «απομάγευση του κόσμου, τον πολυθεϊσμό των αξιών» (Max Weber), και την έλλειψη ιδεωδών, αποτελούν γνωρίσματα του καιρού. Ίσως είναι, δηλαδή, απόρροια ή απόνερα της μεταβατικής αυτής περιόδου, κατά την οποία γίνεται αισθητή η αμφισβήτηση των παραδεδομένων και η αναζήτηση εναλλακτικών αντιλήψεων και τρόπων έκφρασης, που ανιχνεύονται σε όλα τα επίπεδα του ατομικού και συλλογικού βίου: στο χώρο της επιστήμης, της τέχνης, της πολιτικής, της θρησκείας, της τεχνολογίας, της οικολογίας, αλλά και στον τρόπο ζωής, στη διαμόρφωση της λαϊκής κουλτούρας και της ποιότητας των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας.

Η αποκαθήλωση της εθνικής πολιτισμικής παράδοσης υλοποιείται ύπουλα αλλά σταθερά, και ιδιαίτερα από τους δύο τελευταίους τομείς. Η διαμόρφωση της λαϊκής κουλτούρας σχετίζεται άμεσα, άλλωστε, με την ποιότητα των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Τα τελευταία χρόνια τα ΜΜΕ προκειμένου να αυξήσουν την θεαματικότητα και τις διαφημίσεις έχουν καταφύγει σε μια «αποπνικτική» θα λέγαμε εισαγωγή ξένων «πολιτιστικών» εκπομπών στη ζώνη «ψυχαγωγίας». Όλες, με μια ξένη ονομασία, εισηγούνται χαμηλής ποιότητας τρόπους για την εμπορική επιτυχία των πρωταγωνιστών. Τα προβαλλόμενα «πρότυπα» αποδέχονται μετά χαράς την δημόσια απώλεια κάθε προσωπικού τους δεδομένου, στοχεύοντας με την αγοραπωλησία τους στο όποιο «κέρδος», το οποίο αυτόματα μετατρέπει το τίποτα σε «απόλυτη αξία».

Στα παραπάνω φαινόμενα πολιτισμικής και κοινωνικής φθοράς η ελληνική πολιτεία παραμένει αδρανής. Ούτε την αποτροπή του φαινομένου επιχειρεί, ούτε την ενίσχυση του πολιτισμικού γίγνεσθαι. Η ανυπαρξία, ωστόσο, στο σχολείο και στη γειτονιά χρόνου αφιερωμένου στην εκμάθηση των μουσικών οργάνων, της δημοτικής μουσικής, των ελληνικών παραδοσιακών χορών, αποτυπώνει, μαζί με όλα τα άλλα, την πολιτιστική γύμνια. Σε σχολεία της Ευρώπης, πάντως, η καλλιτεχνική παιδεία, η μουσική και η χορευτική αγωγή, η διοργάνωση συναυλιών εντός του σχολικού προγράμματος, αποτελούν καθημερινότητα για τους μαθητές. Οι εκδηλώσεις εορταστικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα, όχι μόνο προσφέρουν μια ανάσα χαράς και αποφόρτισης στη μαθητιώσα νεολαία, αλλά συμβάλλουν σημαντικά και στη δημιουργία ενός κλίματος συνένωσης και συνύπαρξης.

Ας σημειωθεί ότι, η αντίληψη του νέου περί της ταυτότητάς του, χαρακτηρίζεται όχι μόνο από την αίσθηση του διαφέρειν, αλλά και από την αίσθηση του ανήκειν. Η αίσθηση του ανήκειν συνιστά ένα είδος αποδοχής του ατόμου από την κοινωνική ομάδα. Αυτή η αίσθηση, ότι αποτελεί μέρος μιας ολότητας, κινητοποιεί τον άνθρωπο να συμβιώσει, να μοιραστεί και να επικοινωνήσει, καθώς του παρέχει ένα ασφαλές πλαίσιο ύπαρξης και δημιουργίας. Η εγγενής επιθυμία του ανθρώπου να συνυπάρχει με τους άλλους σε ομαδικές συνθήκες, είναι κάτι το οποίο χαρακτηρίζει, άλλωστε, την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Η γιορτή εμπεριέχει μια τέτοια βαθύτερη σημασία, εφόσον βέβαια δεν αποτελεί κακέκτυπο μιας άλλης, αλλά έχει συγκίνηση και ουσία. Αυτά είναι γνωρίσματα μιας γιορτής που δεν έχει εμπορική σκοπιμότητα, ούτε είναι κενή περιεχομένου, αλλά βασίζεται στον αυθορμητισμό και στην ομαδικότητα, με μοναδικό κίνητρο το «χαρίεν».

γιορτέςcyber MondayBlack Friday 2021