Απόψεις|01.04.2022 08:20

Δίκαιο του πολέμου και Διεθνές Δικαστήριο για την εκδίκαση των εγκλημάτων πολέμου

Βύρων Ματαράγκας

«ώσπερ γαρ και τελειωθέν βέλτιστον των ζώων ο άνθρωπος έστιν, ούτω και χωρισθέν νόμου και δίκης χείριστον πάντων. Χαλεπωτάτη γαρ αδικία έχουσα όπλα. Ο δε άνθρωπος όπλα έχων φύεται φρονήσει και αρετή........διό ανοσιώτατον και αγριώτατον άνευ αρετής.....»

«όπως ακριβώς ο άνθρωπος που φτάνει στην τελειότητα είναι το καλύτερο από όλα τα πλάσματα, έτσι και όταν απομακρυνθεί από τον νόμο και την απονομή δικαιοσύνης γίνεται το χειρότερο από όλα. Η αδικία είναι ολέθρια, όταν διαθέτει όπλα. Ο άνθρωπος γεννιέται με όπλα την φρόνηση και την αρετή.......Γιαυτό ο άνθρωπος χωρίς αρετή είναι το πιο ανόσιο και το πιο άγριο πλάσμα.......

Αριστοτέλους Πολιτικά, Βιβλίο Α, 3.31-39

Μολονότι ο πόλεμος απαγορεύτηκε με το άρθρο 2, παράγραφος 4 του Χάρτη του ΟΗΕ, και ενωρίτερα με το Σύμφωνο Briand- Kellog, γνωστό και ως Σύμφωνο των Παρισίων  της 27ης Αυγούστου 1928, η λέξη αυτή δεν διεγράφη ούτε από το λεξιλόγιο των νομικών κειμένων που αναφέρονται στην οργάνωση της διεθνούς ζωής, ούτε από το λεξιλόγιο της διεθνούς πολιτικής πρακτικής. Για τον  λόγο αυτόν, η προσφυγή στην ένοπλη βία αποτελεί αντικείμενο ρυθμίσεως νομικών κανόνων, το σύνολο των οποίων συνθέτει το Δίκαιο του Πολέμου, κλάδο του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου.

Με άλλα λόγια, κι’ όταν ακόμα οι άνθρωποι αποφασίζουν να στραφούν εναντίον των συνανθρώπων τους χρησιμοποιώντας ένοπλη βία εναντίον τους για να σκοτώσουν ή  τραυματίσουν  όσο γίνεται περισσότερους και για να τους προκαλέσουν όσο γίνεται μεγαλύτερες υλικές καταστροφές, θα πρέπει να επιδίδονται στο «καταστρεπτικό» έργο τους  σύμφωνα με κάποιους κανόνες!

Η τήρηση των κανόνων αυτών είναι επιβεβλημένη για να μη καταντήσει ο άνθρωπος «το χείριστον πάντων των ζώων» κατά την ρήση του Αριστοτέλη!

Οι δύο κατηγορίες κανόνων

Tο Δίκαιο του Πολέμου ή κατά την αρχαιότερη έκφραση «Νόμοι και Έθιμα του Πολέμου» συγκροτούνται από δύο (2) κατηγορίες κανόνων δικαίου.

Η πρώτη κατηγορία κανόνων διέπει την διεξαγωγή των εχθροπραξιών και είναι γνωστή ως το «Δίκαιο της Χάγης», επειδή την συνθέτουν οι δέκα-τρεις (13) Συμβάσεις της Χάγης της 18ης Οκτωβρίου 1907.

Η δεύτερη κατηγορία κανόνων έχει ως αντικείμενο ρυθμίσεως την  προστασία των θυμάτων του πολέμου και είναι γνωστή ως «Ανθρωπιστικό Δίκαιο» ή  «Δίκαιο της Γενεύης», επειδή στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι τέσσερις (4) Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, όπως συμπληρώθηκαν από το Πρωτόκολλο Ι του 1977.

Το σύνολο των κανόνων αυτών καθιερώνει την διάκριση μεταξύ πολεμιστών και αμάχου πληθυσμού και την απαγόρευση χρήσεως ορισμένων όπλων και ορισμένων πολεμικών μεθόδων για να αποτραπούν πράξεις βαρβαρότητος.

Η παράβαση του συνόλου των εν λόγω κανόνων στοιχειοθετεί την διάπραξη εγκλήματος πολέμου, δηλαδή πράξη ποινικώς κολάσιμη!

Τα εγκλήματα πολέμου δεν υπόκεινται σε παραγραφή δυνάμει Διεθνούς Συμβάσεως, που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ το 1968 και τέθηκε σε ισχύ το 1970.

Σήμερα δύο θεμελιώδεις αρχές διέπουν το Δίκαιο του Πολέμου. Η απαγόρευση του επιθετικού πολέμου και η ατομική ποινική ευθύνη των ενόχων εγκλημάτων πολέμου.

Ο πόλεμος εξακολουθεί να είναι σχέση κράτους προς κράτος, αλλά για τέλεση εγκλήματος πολέμου δικάζεται άτομο και όχι κράτος!

Ο πόλεμος δεν είναι αυτοσκοπός. Δηλαδή, κανείς δεν κάνει πόλεμο για να κάνει πόλεμο!

Ο πόλεμος είναι μία πολιτική επιλογή. Επιλογή ενός τρόπου επιβολής της πολιτικής απόψεως του προσφεύγοντος στην ένοπλη σύρραξη.Ο προσφεύγων στην χρήση της ένοπλης βίας έχει πεισθεί ότι, δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να επιβάλλει την πολιτική βούληση του ή για να αποτρέψει μία δυσμενή για τον ίδιο εξέλιξη!

Ο Ρώσος ηγέτης Βλαδίμηρος Πούτιν αποφάσισε τον πόλεμο με την Ουκρανία, διότι επείσθη ότι διαφορετικά δεν μπορεί να αποτρέψει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και την διεύρυνση αυτού του αμυντικού στρατιωτικού οργανισμού έως τα σύνορα της Ρωσίας.

Ο Αδόλφος Χίτλερ αποφάσισε την προσφυγή στην ένοπλη σύρραξη, διότι γνώριζε πολύ καλά ότι, δεν υπήρχε άλλος τρόπος απαλλαγής της Γερμανίας από τους ταπεινωτικούς και σκληρούς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών της 7ης Μαίου 1919 (Συνθήκη Ειρήνης του A Παγκοσμίου Πολέμου με την Γερμανία) και της επικρατήσεως της στην Ευρωπαική Ήπειρο ως Ηγέτιδας Δύναμης εκτοπίζοντας τις παραδοσιακές αντιπάλους της, την Αγγλία, την Γαλλία και την Ρωσία (τότε Σοβιετική Ένωση).

Η ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας, δηλαδή διεθνούς ποινικού δικαστηρίου για την εκδίκαση των εγκλημάτων πολέμου, διευθετήθηκε κατά καιρούς με διαφορετικές ρυθμίσεις.

Με το άρθρο 231 της Συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919, γνωστό ως «άρθρο της πολεμικής ενοχής»,  η Γερμανία ανέλαβε  την αποκλειστική ευθύνη για την έναρξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Ανέλαβε, επίσης την υποχρέωση βάσει του άρθρου 227  να  δικάσει τον Κάιζερ Γουλιέλμο Β για προσβολή της διεθνούς ηθικής και του ιερού κύρους των συνθηκών.

Αλλ’ως γνωστόν, ο Κάιζερ διέφυγε στην Ολλανδία, όπου του παρεσχέθη πολιτικό άσυλο και η κυβέρνηση της Ολλανδίας αρνήθηκε να τον εκδώσει.

Η Δίκη της Λειψίας, χωρίς τον Κάιζερ και σημαντικούς ηγέτες στο εδώλιο, κατέληξε σε αθωώσεις και θεωρήθηκε μία κοροϊδία, ακόμα και στη Γερμανία.

Μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, με την Συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945 μεταξύ των ΗΠΑ, της ΕΣΣΔ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ελεύθερης Γαλλίας, ιδρύθηκε το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης για την εκδίκαση των Γερμανών Ναζί εγκληματιών πολέμου. Το Καταστατικό του Δικαστηρίου αποτέλεσε παράρτημα της εν λόγω πολυμερούς συμφωνίας.

Ακολούθως ιδρύθηκε το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο του Τόκιο με μία ειδική διακήρυξη του Στρατηγού Μακ Άρθουρ , Ανώτατου Διοικητού των Συμμαχικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Άπω Ανατολή. Το Καταστατικό του Δικαστηρίου αυτού είχε ως πηγήν εμπνεύσεως τις διατάξεις του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης. Τα  δύο αυτά Διεθνή Στρατιωτικά Δικαστήρια θεωρούνται ως συμβατικώς καθιερωθέντα.

Καινοτομώντας, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ίδρυσε με την υπ’ αριθμόν 827/1993 Aπόφαση του το Διεθνές Δικαστήριο για την ποινική δίωξη των προσώπων που ευθύνονται για την διάπραξη σοβαρών παραβιάσεων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας από το 1991, έτος έναρξης της αιματηρής αποσύνθεσης της μεταπολεμικής μεγάλης Γιουγκοσλαβίας. Η έδρα του δικαστηρίου αυτού ορίστηκε στην Χάγη της Ολλανδίας.

Ομοίως, αργότερα με την υπ’ αριθμόν 955/1994 Απόφαση του το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ίδρυσε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την εκδίκαση των εγκλημάτων πολέμου, που διεπράχθησαν στο έδαφος της Ρουάντα και στο έδαφος των γειτονικών κρατών από 1.1.1994 έως 31.12.1994. Πρόκειται για τις θηριωδίες που διεπράχθησαν κατά τις λυσσαλέες ανθρωποκτόνες φυλετικές συμπλοκές μεταξύ των Τούσι και των Χούτου, δύο φυλών που τρέφουν αμοιβαίο άσβεστο μίσος. Η έδρα του δικαστηρίου αυτού ορίστηκε στην πόλη Αρούσα της Τανζανίας στην Αφρική.

Πρόκειται για μία παράδοξη καινοτομία στο Διεθνές Δίκαιο, διότι ένα διεθνές δικαστήριο ιδρύεται με διακρατική συμφωνία και όχι με απόφαση διεθνούς οργανισμού.

Τα δύο αυτά δικαστήρια είναι ειδικής διεθνούς ποινικής δικαιοδοσίας, δηλαδή ειδικά ποινικά δικαστήρια αρμόδια για την εκδίκαση συγκεκριμένων εγκλημάτων πολέμου, τα οποία διεπράχθησαν σε συγκεκριμένο τόπο, κατά συγκεκριμένο χρονικό διάστημα  κατά την διεξαγωγή συγκεκριμένων ενόπλων συρράξεων.

Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, που ιδρύθηκε την 1η Ιουλίου 2002, όταν το Καταστατικό του τέθηκε σε ισχύ, είναι μόνιμο και όχι περιστασιακό, όπως τα προαναφερθέντα δικαστήρια. Έχει γενική διεθνή ποινική δικαιοδοσία, δηλαδή είναι αρμόδιο να εκδικάζει τα εγκλήματα πολέμου, που διεπράχθησαν μετά την 1η Ιουλίου 2002, ημερομηνία της ιδρύσεως του. Η έδρα του είναι στην Χάγη της Ολλανδίας.

Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει την δικαιοδοσία του μόνο εάν:

α) ο κατηγορούμενος είναι υπήκοος κράτους, το οποίο απεδέχθη, δηλαδή υπέγραψε και κύρωσε το Καταστατικό του Δικαστηρίου ή

β) το έγκλημα πολέμου διεπράχθη στο έδαφος κράτους, το οποίο απεδέχθη το Καταστατικό του Δικαστηρίου ή

γ) η υπόθεση παραπέμπεται από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κατ’ εφαρμογή του Κεφαλαίου VII του Χάρτη του OHE. ( Άρθρα 12 και 13 του Καταστατικού του Δικαστηρίου γνωστού και ως Καταστατικού της Ρώμης, διότι υπεγράφη στην Ρώμη στις 17 Ιουλίου 1998)

Εκατόν είκοσι τρία (123) κράτη έχουν αποδεχθεί το Καταστατικό του Δικαστηρίου.

H Ρωσία και η Ουκρανία δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των κρατών, τα οποία αποδέχθηκαν το Καταστατικό της Ρώμης.

Κατά συνέπεια, τα ειδεχθή και αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου, που διαπράττονται στην Ουκρανία θα μείνουν ατιμώρητα, όπως και τόσα άλλα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν στην Σερβία το 1999, στο Ιράκ, στην Συρία, στην Λιβύη, στο Αφγανιστάν και ων ουκ έστιν αριθμός!

Το ενδεχόμενο της παραπομπής από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (άρθρο 13 του Καταστατικού) είναι εντελώς ουτοπικό, καθότι η Ρωσία ως μόνιμο μέλος αυτού θα ασκήσει βέτο!

Δυστυχώς, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, όχι μόνο δεν είναι ένα όργανο  δικαστικής αποτροπής των ενόπλων συρράξεων, αλλά ούτε μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες όλων των λαών για μία αμερόληπτη διεθνή δικαιοσύνη, η οποία όντως θα διασφαλίσει τον σεβασμό από όλους των κανόνων του Δικαίου του Πολέμου.

Το γεγονός ότι, κράτη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, η Ινδία, το Ισραήλ, η Ρωσία, το Σουδάν, το Ιράκ, η Λιβύη, η Υεμένη, δηλαδή κράτη που εμπλέκονται ή ενεπλάκησαν ή πιθανότατα θα εμπλακούν σε ένοπλη σύρραξη, δεν αποδέχονται το Καταστατικό του Δικαστηρίου, επαληθεύει την γνωστή ρήση <όποιος>!

πόλεμοςΟυκρανίαδιεθνές δίκαιο