Απόψεις|14.04.2022 13:54

Ουκρανική εθνική ιδεολογία και ο Πόλεμος στην Ουκρανία

Αγαθάγγελος Γκιουρτζίδης

Από τα τέλη του Φεβρουαρίου όλη η υφήλιος μιλά για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Στο δυτικό κόσμο o πόλεμος απασχολεί την πλειοψηφία της κοινωνίας και είναι λογικό, διότι o απλός άνθρωπός έχει ξεκάθαρη αντίληψη πως στους πολέμους πάντοτε είναι αυτός που υπέστη όλα τα δείνα. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα και για αυτό ο κάθε πόλεμος πρέπει να είναι καταδικαστέος.

Όλοι γνωρίζουμε σε γενικές γραμμές, πώς εξελίσσεται ο πόλεμος στην Ουκρανία. Καθημερινώς οι δημοσιογράφοι μεταδίδουν ρεπορτάζ, ενώ οι πολιτικοί επιστήμονες, πολιτικοί, αναλυτές, εκφράζουν γνώμες για διάφορες πτυχές της ρώσο-ουκρανικής σύρραξης. Στην εποχή της διαδικτυακής πληροφόρησης μαθαίνουμε πολλά για τον πόλεμο.

Ομως πόσοι αναρωτιούνται πως τα πράγματα φτάσανε στον πόλεμο;

Για να απαντήσουμε σε αυτή τη ερώτηση θα κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν – στα χρόνια της διάλυσης Σοβιετικής Ένωσης. Μεταξύ των πολλών προβλημάτων που αντιμετώπιζε οι ΕΣΣΔ στα τελευταία χρόνια της ύπαρξής της ήταν και οι εθνικές σύγκρουσης. Οι μεγαλύτερες απ’ αυτές ήταν οι ακόλουθες:

  • Η σύγκρουση στο Καραμπάχ το 1988 μεταξύ των Αρμενίων και των Αζέρων,
  • Πογκρόμ της Φεργκανάς (Ουζμπεκιστάν) το 1989, όταν οι Ουζμπέκοι κινήθηκαν κατά των Τούρκων Μεσχέτιων.
  • Τα γεγονότα στο Νόβι Ουζέν (Καζακστάν) το 1989, όταν οι Καζάχοι κινήθηκαν κατά των πληθυσμών που είχαν την καταγωγή από τον Βόρειο Καύκασο.
  • Πογκρόμ Αρμενίων στο Μπακού το 1990.
  • Σφαγές στο Ος (Κιργιζία) το 1990, όταν οι Κιργίζιοι κινήθηκαν κατά των Ουζμπέκων.
  • Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης οι εθνικές συγκρούσεις απέκτησαν τη μορφή των πολέμων.
  • Το 1991 -  ο πόλεμος στη Νότια Οσετία μεταξύ των Οσέτιων και των Γεωργιανών.
  • Το 1992 - η προαναφερόμενη σύγκρουση μεταξύ των Αρμενίων και των Αζέρων μετατρέπεται σε πόλεμο του Καραμπάχ.
  • Το 1992 - ο πόλεμος της Αμπχαζίας μεταξύ των Αμπχάζιων και των Γεωργιανών.
  • Το 1992 - ο πόλεμος της Υπερδνειστερία μεταξύ των Μολδαβών και των Ρώσων και Ουκρανών.

Το κύριο γνώρισμα των παραπάνω συγκρούσεων ήταν o εθνικός παράγοντας ο όποιος στη συνέχεια εξελισσόταν σε εθνικισμό, οδηγώντας την σύγκρουση σε πόλεμο. Κάθε φορά παρατηρούμε πως μια εθνική πλευρά προσπαθεί να επιβληθεί εναντίoν μίας άλλης, περιορίζοντας την εθνική της ύπαρξη, που αποσκοπούσε είτε στην εκδίωξη, είτε στην αφομοίωσή της.

Εκτός από ενεργές εθνικές συγκρούσεις στον πρώην σοβιετικό χώρο υπήρχαν και έμμεσες. Αυτές τα θύματα των οποίων ήταν οι Ρώσοι αλλά και άλλα έθνη που δεν ανήκαν στο κύριο έθνος των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Σε αυτές τις περιπτώσεις κατά κανόνα η εχθρική στάση του κυρίαρχου έθνους ωθούσε τους αλλοεθνείς, στην μετανάστευση.

Η διάλυση της ΕΣΣΔ σηματοδότησε την πτώση του Κομμουνισμού, αυτό όμως δεν σήμαινε και την ταυτόχρονη εξαφάνιση της κομμουνιστικής νομενκλατούρας. Στη πλειοψηφία των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών οι χθεσινοί κομμουνιστές κράτησαν τα ηνία της εξουσίας, ενώ το ιδεολογικό κενό αναπληρώθηκε από την εθνική ιδεολογία.

Οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στον πρώην σοβιετικό χώρο ταυτίστηκαν με ιδιωτικοποίησεις τις οποίες επωφελήθηκαν κυρίως οι πρώην κομμουνιστική νομενκλατούρα. Με αποτέλεσμα από όλα τα γνωρίσματα της Δημοκρατίας, άνθισε μόνον ο άγριος καπιταλισμός, το πρόσωπο του οποίου έγιναν οι διαβόητοι ολιγάρχες που ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με την εξουσία.

Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η κατάσταση της ΕΣΣΔ πριν και μετά την διάλυση της.

Η κατάσταση στην Ουκρανία

Σε σχέση με άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες η Ουκρανία δεν γνώρισε συγκρούσεις εθνικού χαρακτήρα. Αυτό συνέβη κυρίως λόγω του ότι ο πληθυσμός της δεν ήταν ομοιογενής.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής πληθυσμού της ΕΣΣΔ του 1989 η Ουκρανία απαριθμούσε 51.452.034 κατοίκους. Μεταξύ των οποίων 37.419.053 δήλωσαν Ουκρανοί, 11.355.582 δήλωσαν Ρώσοι και τα υπόλοιπα 2.677.399 δήλωσαν διάφορα άλλα έθνη. Δηλαδή ο πληθυσμός της Ουκρανίας ήταν 72,73% Ουκρανοί, 22,07% Ρώσοι και 5,2% άλλα έθνη.

Όμως το ποσοστό των 72,73% Ουκρανών δεν αντιπροσωπεύει έναν ομοιογενή πληθυσμό, αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που δείχνουν τα ποσοστά που σχετίζονται με την μητρική γλώσσα - την ουκρανική ως μητρική δήλωσαν 64,7% .

Τα στοιχεία της απογραφής πληθυσμού της Ουκρανία του 2001 δείχνουν παραπλήσιους αριθμούς. Ως Ουκρανοί δήλωσαν 77,8 %, ως Ρώσοι 17,3 %. Ως μητρική την ουκρανική δήλωσαν το 67,5% ενώ τη ρωσική 29,6 % του πληθυσμού .

Εκτός από τον εθνικό και γλωσσικό παράγοντα, υπάρχει και τρίτος σημαντικός παράγοντας η γεωγραφική κατανομή της χρήσης της ουκρανικής και της ρωσικής γλώσσας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Πέμπτης Πανουκρανικής Δημοτικής Έρευνας του 2019, τα ποσοστά πληθυσμού ανά περιφέρεια που χρησιμοποιεί ως βασική γλώσσα την ρωσική είναι τα παρακάτω:

Είναι φανερό ότι η Ουκρανία βάσει γεωγραφικού και γλωσσικού στοιχείου διακρίνεται σε τρία τμήματα:

  • την δυτική όπου υπερτερεί η ουκρανική γλώσσα,
  • την κεντρική όπου τα ποσοστά είναι περίπου ισόποσα, και
  • την ανατολική όπου υπερτερεί η ρωσική γλώσσα.

Ως αποτέλεσμα αυτής της γλωσσικής πραγματικότητας στην Ουκρανία είχε εγερθεί το ζήτημα της αναγνώρισης της ρωσικής γλώσσας ως δεύτερης επίσημης γλώσσας. Γύρω απ’ αυτό το ζήτημα παίχθηκαν πολλά πολιτικά παιχνίδια στις  προεκλογικές εκστρατείες, όταν τα πολιτικά κόμματα για να αποσπάσουν ψήφους στις ρωσόφωνες περιοχές υπόσχονταν την αναγνώριση της ρωσικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας.

Η γλωσσική κρίση

Ο Λεονίντ Κούτσμα, ο δεύτερος πρόεδρος της Ουκρανίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της θητείας του, 1994-2005, απέφευγε να δώσει λύση στο ζήτημα του στάτους της ρωσικής γλώσσας. Κατά την περίοδο της προεδρίας του αυτός και η πολιτική ελίτ της Ουκρανίας ήταν απασχολημένοι με τις ιδιωτικοποιήσεις της ουκρανικής βιομηχανίας, ενός τεράστιου πλούτου ο οποίος τους ανέδειξε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα σε στενό κύκλο ολιγαρχών.

Η πρώτη μεγάλη κρίση σημειώθηκε το 2004, όταν στις προεδρικές εκλογές με διαφορά 3% κέρδισε ο εκπρόσωπος της ανατολικής Ουκρανίας ο Βίκτωρ Γιανουκόβιτς, υποστηριζόμενος από τη Ρωσία. Όμως το αποτέλεσμα αυτό δεν αναγνωρίστηκε από την Δύση και τελικά θεωρήθηκε μη έγκυρο, με αποτέλεσμα να γίνουν επαναληπτικές εκλογές στις οποίες κέρδισε με διαφορά 8% ο εκπρόσωπος της δυτικής Ουκρανίας ο Βίκτωρ Γιούσενκο υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Η πορτοκαλί επανάσταση εκτός από πολιτική κρίση, έβγαλε στην επιφάνεια και το πρόβλημα της ανάδειξής του ουκρανικού εθνικισμού καθώς η κύρια και ιδιαίτερα η μάχιμη δύναμη της επανάστασης ήταν από τη δυτική Ουκρανία. Από τότε οι εθνικιστές αποτελούν σημαντική δύναμη η οποία ασκεί επιρροή στα πολιτικά πράγματα της Ουκρανίας.

Ο πρώτος και κύριος εχθρός τους, ήταν η ρωσική γλώσσα. Ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός της Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας, ιστορικός με αντικείμενο ερευνών την ιστορία της Αρχαίας Ρως και την Ιστορία της Ουκρανίας ο Πιότρ Τολότσκο, έγραφε σχετικά με την εχθρότητα αυτή τα ακόλουθα:

«Αυτό που συνέβη στην Ουκρανία με τη ρωσική γλώσσα δεν συνάδει με την κοινή λογική και δεν έχει λογική εξήγηση. Σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, η γνώση πολλών γλωσσών θεωρείται ευλογία και μόνο στην Ουκρανία - κακό. Η δεύτερη γλώσσα της, ονομαζόταν από τους εθνικιστές πατριώτες ως “ιμπεριαλιστική”, “ξένη”.

Στην ουσία, η ρωσική γλώσσα στην Ουκρανία έχει γίνει όμηρος πολιτικών φιλοδοξιών των πολιτικών, οι οποίοι προσπάθησαν να ενσωματωθούν στη Δύση με κάθε κόστος. Προσπάθησαν όχι μόνο να περιορίσουν τη χρήση της ρωσικής γλώσσας, αλλά, και να την ανακηρύξουν ως φράγμα στο δρόμο προς την Ευρώπη.

Μια τέτοια γλωσσική πολιτική των ουκρανικών αρχών της “πορτοκαλί επανάστασης” είναι όχι μόνο άδικη, αλλά και ανήθικη. Συνάδει με προδοσία της ιστορικής μας μνήμης. Εξάλλου, μιλάμε για τη μητρική γλώσσα για τους περισσότερους Ουκρανούς» .

Αυτή είναι η εκτίμηση του διακεκριμένου Ουκρανού επιστήμονα, ο οποίος και στην καταγωγή του είναι Ουκρανός. Είναι η εκτίμηση του ανθρώπου ο οποίος νοιάζεται και αντιλαμβάνεται τα προβλήματα της πατρίδας του πολύ περσότερο απ’ ό,τι οποιοσδήποτε στο εξωτερικό. Είναι σημαντικό πως δεν ήταν ο μόνος που αντιλαμβανόταν τη σοβαρότητα του ζητήματος. Μαζί με άλλους Ουκρανούς επιστήμονες, πολιτικούς και πολιτικούς αναλυτές υπέγραψε επιστολή  προς τον πρόεδρο Γιούσενκο, στην οποία εκφραζόταν η ανησυχία για την κρατική πολιτική η οποία διαστρέβλωνε την ουκρανική ιστορία. Αν και η επιστολή αυτή δημοσιεύτηκε στη γαλλική Le Figaro ο Γιούσενκο ποτέ δεν απάντησε.

Η απάντηση όμως δόθηκε στις εκλογές του 2010, όταν ο εν ενεργεία πρόεδρος της Ουκρανίας, ο Βίκτωρ Γιούσενκο στο πρώτο γύρο πήρε μόλις το 5,45% ενώ ο αντίπαλός του ο Βίκτωρ Γιανουκόβιτς πήρε το 35,32%. Τις εκλογές αυτές τελικά κέρδισε ο Γιανουκόβιτς με 48,95% εναντίον της Ιουλίας Τιμοσένκο που πήρε 45,47%.

Ως εκπρόσωπος της ανατολικής Ουκρανίας ο πρόεδρος Γιανουκόβιτς εκπλήρωσε μία από της προεκλογικές υποσχέσεις του που αφορούσε τη ρωσική γλώσσα, υπογράφοντας το Διάταγμα «Περί των βάσεων της κρατικής γλωσσικής πολιτικής ? 5029-VI» το οποίο ψηφίστηκε από τη Βουλή της Ουκρανίας το 2012 και την ίδια χρονιά τέθηκε σε ισχύ. Ο παραπάνω νόμος εγγυόταν τη χρήση στην Ουκρανία των «περιφερειακών γλωσσών» δηλαδή των γλωσσών που δηλώθηκαν στην επίσημη απογραφή πληθυσμού ως μητρική γλώσσα τουλάχιστον από το 10% των κατοίκων οποιαδήποτε περιφέρειας, περιοχής, πόλης και κωμόπολης. Στα πλαίσια αυτών των διοικητικών μονάδων περιφερειακές γλώσσες μπορούν να χρησιμοποιούνται σε όλους κρατικούς οργανισμούς και φορείς ισότιμα με την επίσημη ουκρανική γλώσσα.

Ο παρακάτω χάρτης δείχνει τις περιφέρεις που έγινε η εφαρμογή του νόμου περί περιφερειακών γλωσσών:

  • Ουγγρική γλώσσα
  • Ρουμανική γλώσσα
  • Ρωσική γλώσσα
  • Ρωσική και ταταρική γλώσσες

Ωστόσο ο χάρτης αυτός δεν αντικατοπτρίζει την πλήρη εικόνα, καθώς σε κάποιες διοικητικές μονάδες οι αρχές αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τον νόμο. Ο νόμος αυτό δέχθηκε διάφορες κριτικές μία εκ των οποίων ήταν ότι εξυπηρετούσε κυρίως μεγάλες γλωσσικές ομάδες και δεν υπολόγιζέ τις μικρές.

Μαϊντάν

Η δεύτερη φάση της ουκρανικής κρίσης άρχισε το Νοέμβριο του 2013 όταν ο πρόεδρος Γιανουκόβιτς αρνήθηκε να υπογράψει τη Συμφωνία Σύνδεσης Ευρωπαϊκής Ένωσης-Ουκρανίας. Ακολούθησαν διαδηλώσεις που έγιναν γνωστές ως Ευρωμαϊντάν που ένωσε όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και τις εθνικιστικές οργανώσεις. Οι διαδηλώσεις γρήγορα εξελίχθηκαν σε ανοικτή σύγκρουση με την κυβέρνηση, με θύματα, επιθέσεις και προφυλακίσεις. Για την επίλυση του κρίσης ο πρόεδρος Γιανουκόβιτς δέχτηκε τη διαμεσολάβηση της Ευρωπαϊκής Ένωση με την συμβολή της οποίας, στις 21 Φεβρουαρίου 2014 υπογράφτηκε η Συμφωνία για την επίλυση της πολιτικής κρίσης στην Ουκρανία.

Τα βασικά άρθρα της συμφωνίας προϋπόθεταν την επιστροφή στο Σύνταγμα του 2004, η οποία συνταγματική μεταρρύθμιση θα ξεκινούσε άμεσα και θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί μέχρι το Σεπτέμβριο. Έπρεπε να γίνουν προεδρικές εκλογές μέχρι το Δεκέμβριο του 2014. Η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση δεσμεύονταν να μη χρησιμοποιούν βία. Ως μάρτυρές της συμφωνίας υπέγραψαν οι υπουργοί των εξωτερικών της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Πολωνίας. Αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας ο πρόεδρος Γιανουκόβιτς έδωσε διαταγή στα όργανα δημόσιας τάξης να φύγουν από την πλατεία Μαϊνταν και την επιστροφή των ειδικών δυνάμεων στις περιοχές μόνιμης στρατοπέδευσης. Όμως η αντιπολίτευση δεν τήρησε τη συμφωνία. Το βράδυ της ίδιας μέρας που υπογράφθηκε η συμφωνία τα μέλη της Αυτοάμυνας του Μαϊντάν δήλωσαν ότι δεν τους ικανοποιούν οι αργοί ρυθμοί της υλοποίησης της συμφωνίας και ζήτησαν άμεση παραίτηση του Γιανουκόβιτς δίνοντάς του προθεσμία 10 ημερών. Ωστόσο ήδη την επόμενη μέρα τα μάχιμα τμήματα της αντιπολίτευσης ο Δεξιός Τομέας και η Αυτοάμυνα του Μαϊντάν κατέλαβαν το τετράγωνο με τα κυβερνητικά κτήρια. Ο πρόεδρος της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς αναγκάστηκε να διαφύγει από την Ουκρανία.

Στις 23 Φεβρουαρίου ο Αλεξάντερ Τουρτσίνοβ που ήταν Υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας επί της προεδρίας του Βίκτωρ Γιούσενκο, εκλέχθηκε ως Πρόεδρος της Βουλής και την ίδια μέρα του ανατέθηκε να εκτελεί τα χρέη του Προέδρου της Ουκρανίας. Την ίδια μέρα, με διαδικασίες εξπρές σε έκτακτη συνεδρίαση η Βουλή της Ουκρανίας ψήφισε νομοσχέδιο ? 1190 «Περί αναγνώρισης παύσης ισχύος του Νόμου της Ουκρανίας “Περί των βάσεων της κρατικής γλωσσικής πολιτικής”».

Η πράξη αυτή επικρίθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης  όπως και από τους υπουργούς εξωτερικών Ουγγαρίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας και Πολωνίας. Οι εκπρόσωποι της Ευρώπης εξέφρασαν ανησυχία πως το βήμα αυτό θα οξύνει την εσωτερική κρίση στην Ουκρανία. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Ουκρανίας ο Πιότρ Ποροσένκο είπε πως η πολιτική σε σχέση με τη ρωσική γλώσσα ήταν λάθος . Το λάθος αυτό δεν διορθώθηκε ποτέ, και πληρώθηκε πολύ ακριβά.

Στη συνέχεια ακολούθησαν τα πολύ γνωστά γεγονότα στην Κριμαία, στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ. Αλλά και λιγότερο γνωστά στο Χάρκοβο και την Οδησσό. Και στις πέντε περιοχές σημειώθηκαν κινήματα ενάντια του Ευρωμαϊντάν και των εθνικιστών ιδιαιτέρως. Σημαντικό ρόλο στα κινήματα αυτά έπαιξε η ψήφιση του προαναφερόμενου νομοσχέδιου που καταργούσε τον νόμο περί περιφερειακών γλωσσών. Η Κριμαία τελικά προσαρτήθηκε στη Ρωσία, το Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ αυτονομήθηκαν. Ενώ τα κινήματα στο Χάρκοβο και την Οδησσό καταπνίγηκαν. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τον περαιτέρω περιορισμό χρήσης της ρωσικής γλώσσας στα σχολεία και σε άλλους κρατικούς φορείς.

Συμπέρασμα

Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από την παραπάνω αναφορά ιστορικών γεγονότων είναι πως το κύριο πρόβλημα της σύγχρονής Ουκρανίας έγκειται στο γλωσσικό ζήτημα το οποίο διακλαδώνεται σε ζητήματα της εθνικής ταυτότητας, ιστορίας και πολιτισμού.

Το 1991 όταν δημιουργήθηκε η σύγχρονη Ουκρανία και μέχρι το 1994, οι θεμελιωτές της υποκινούνταν από στενές εθνικιστικές ιδέες. Στην αντίληψή τους κυριαρχούσε ένα πρότυπο ουκρανικού κράτους, βάση του οποίου θα ήταν η ουκρανική γλώσσα, ο ουκρανικός πολιτισμός και η ουκρανική ιστορία. Και στις τρεις περιπτώσεις «ουκρανικός» σημαίνει «δυτικός ουκρανικός». Αυτό το πρότυπο δεν δεχόταν την ιδέα πως το ουκρανικό έθνος χωρά την ρωσική γλώσσα, τον πολιτισμό και την ιστορία.

Το οξύμορο είναι πως η μητρόπολη της Αρχαίας Ρως ή της Ρωσίας όπως την αποκαλούσαν στο Βυζάντιο, ήταν το Κίεβο. Στις ιστορικές πηγές η γλώσσα και ο πολιτισμός της Αρχαίας Ρως αναφέρονται ως ρωσικά, αυτό όμως δεν σημαίνει πως αυτά αποτελούν αποκλειστική κληρονομιά της σύγχρονης Ρωσίας. Είναι όπως σημείωνε ο Ουκρανός ακαδημαϊκός Πιότρ Τολότσκο κοινή κληρονομιά των Ουκρανών, Λευκορώσων και των Ρώσων. Σχετικά με τα γεγονότα του Ευρωμαϊντάν ο διακεκριμένος επιστήμονας ανέφερε πως πίσω απ’ όλες τις κινήσεις του διαφαίνεται η ιδέα της μετατροπής της Ουκρανίας σε Μεγάλη Γκαλιτσινά (Δυτική Ουκρανία) κάτι που είναι αδύνατον διότι αυτό θα τροφοδοτεί ατελείωτες εσωτερικές συγκρούσεις .

Εδώ προκύπτει ερώτημα εάν η ύπαρξη του ρωσικού στοιχείου αλλοίωνε ή απειλούσε την σύγχρονη ουκρανική ταυτότητα; Τα πολλά παραδείγματα των κρατών στα οποία είναι αναγνωρισμένες ως επίσημες δυο ή και περισσότερες γλώσσες – Καναδάς, Βέλγιο, Ελβετία – δείχνουν πως η εθνική ταυτότητα μπορεί να αποτελείται από περισσότερα από ένα γλωσσικά, πολιτιστικά και ιστορικά στοιχεία. Ενώ αντίθετα οι προσπάθειές επιβολής και αφομοίωσης ετερογενών πληθυσμών κατά κανόνα οδηγούν σε συγκρούσεις και πολέμους.

Όταν οι ιδεολόγοι της σύγχρονης Ουκρανίας αρνήθηκαν το ρωσικό στοιχείο της ταυτότητάς της σύγχρονής Ουκρανίας με αυτόν τον τρόπο παραχώρησαν την αποκλειστικότητα πάνω σε αυτή τη κληρονομία στην Ρωσία, η οποία όχι μόνο το δέχτηκε αλλά και άρχισε να το προστατεύει. Η προστασία αυτή πήρε τη μορφή προσάρτησης της Κριμαίας και της αυτονόμησης του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ. Αδιαμφισβήτητα οι ενέργειες αυτές στην κοινή συνείδηση αποτελούν παραβιάσεις διεθνούς δικαίου. Όμως το διεθνές δίκαιο, είναι σαν τον ιστό της αράχνης στο αρχαίο ρητό, οι μικρές μύγες πιάνονται, ενώ οι μεγάλες σχίζουν το δίχτυ και φεύγουν. Η δύναμη διαχρονικά αποτελεί την πραγματική αρχή των διεθνών σχέσεων, εξάλλου η ιστορία το αποδεικνύει φανερά.

Το 2014 η πολεμική σύρραξη στο Ντονμπάς σταμάτησε με τη Συμφωνία του Μινσκ ΙΙ η οποία ποτέ δεν εφαρμόστηκε και άρχισε να μετατρέπεται σε παγωμένη σύγκρουση. Από το 2021 η Ουκρανία αρχίζει να πρωταγωνιστεί στη διεθνή επικαιρότητα προβάλλοντας το δικαίωμα της ως κυρίαρχου κράτους για ένταξη στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Στα τέλη του 2021 η Ρωσία έστειλε «τελεσίγραφο» στις ΗΠΑ απαιτώντας εγγυήσεις ασφάλειας. Η απάντηση που δόθηκε από τις ΗΠΑ ήταν πως το ΝΑΤΟ ποτέ δεν θα αρνηθεί την πολιτική των ανοιχτών θυρών. Από τις αρχές του 2022 οι ΗΠΑ άρχισαν την εκκένωση της Πρεσβείας της από την Ουκρανία, στα διεθνή ΜΜΕ ξεκίνησαν έντονες συζητήσεις σχετικά με τις ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία. Και εδώ πολλοί ομολογούν πως δεν μπορούσαν να φανταστούν την επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όπως έδειξαν τα πράγματα ούτε ο αρχηγός μυστικών υπηρεσιών της Γαλλίας δεν μπόρεσε να το προβλέψει.

Στις 22 Φεβρουαρίου 2022 τελείωσε η εποχή του μεσο-ψυχροπολέμου η οποία άρχισε το 1991 με την διάλυση της ΕΣΣΔ. Η ιστορική αυλαία έκλεισε και ταυτόχρονα άνοιξε μια νέα πράξη ιστορίας. Δυστυχώς από ιστορική σκοπιά δεν συνέβαινε τίποτε το καινούριο - ένας ακόμη πόλεμος, με πολλά θύματα, εκατομμύρια πρόσφυγές αλλά και πρωτοφανή ριάλιτι χαρακτήρα. Ο πρόεδρος Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι έγινε απόλυτος ήρωας των δυτικών ΜΜΕ, δίνοντας συνεντεύξεις, κάνοντας ομιλίες μέσω των τηλεδιασκέψεων στις αίθουσες νομοθετικών θεσμών πολλών κρατών.

Παρακολουθώντας μια από αυτές τις συνεντεύξεις που ο πρόεδρος Ζελένσκι έδωσε στους Ρώσους δημοσιογράφους οι οποίοι εργάζονταν στα ρωσικά ΜΜΕ τα οποία πρόσφατα έκλεισαν οι ρωσικές αρχές, προβληματίστηκα με κάποιες από τις απαντήσεις του προέδρου Ζελένσκι.

Μετά από απάντηση του Ζελένσκι στο ερώτημα για την πορεία των διαπραγματεύσεων, ο Ρώσος δημοσιογράφος είχε την εξής απορία: εφόσον η αποστρατιωτικοποίηση δεν συζητείται, η αποναζιστικοποίηση ότι και αν σημαίνει αυτό δεν συζητείται, η ρωσική γλώσσα δεν συζητείται… τότε τι  συζητείται εκεί;

Ο πρόεδρος Ζελένσκι απάντησε: Το τέταρτο σημείο είναι οι εγγυήσεις ασφάλειας και η  ουδετερότητα - το μη πυρηνικό καθεστώς της Ουκρανίας - είμαστε έτοιμοι να τα αποδεχθούμε, είναι το κυριότερο σημείο, ήταν το πρώτο καθοριστικής σημασίας για την Ρωσία σημείο, απ’ όσο θυμάμαι και απ’ όσα θυμάμαι αυτός ήταν ο λόγος που η Ρωσία ξεκίνησε των πόλεμο. Μετά την έναρξή του πολέμου αυτοί άρχισαν να προσθέτουν και άλλα σημεία, αλλά γενικά αυτοί είπαν πως - το ΝΑΤΟ διευρύνεται, ενώ υπήρχε ουδετερότητα που ήταν κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα της Ουκρανίας, μετά εσείς αποφασίσατε να πάτε κάπου, εμείς δεν συμφωνούμε με το που θέλετε να πάτε, διότι αυτό δεν εντάσσεται στις συμφωνίες που έχουμε με τη Δύση που ισχύουν εδώ και τόσα χρόνια, για αυτόν το λόγο το ζήτημα αυτό είναι το βασικό, καθώς υπερασπιζόμαστε την ασφάλειά μας – είπε η Ρωσική Ομοσπονδία, δηλαδή η κυβέρνησή της. Για αυτόν το λόγο το σημείο περί των εγγυήσεων ασφάλειας για την Ουκρανία, διότι όπως λένε αυτοί αφορά και αυτούς, το σημείο αυτό μου είναι κατανοητό, το συζητάμε, είναι σε βάθος μελετημένο. Αλλά εμένα με ενδιαφέρει να μην γίνει αυτό άλλο ένα χαρτί τύπου Μνημονίου της Βουδαπέστης. Για αυτό για μας είναι σημαντικό το χαρτί αυτό να γίνει σοβαρή συμφωνία η οποία θα υπογραφθεί απ’ όλες τις εγγυήτριες δυνάμεις .

Ο πρόεδρος Ζελένσκι αναγνώρισε πως τα ζητήματα περί των εγγυήσεων ασφάλειας, περί της ουδετερότητας και του μη πυρηνικού καθεστώς της Ουκρανίας που ανέγειρε η Ρωσία και τα οποία δεν δεχόταν να διαπραγματευτεί πριν τον πόλεμο, σήμερα αποτελούν στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ουκρανία και την Ρωσία, τα μόνα στα οποία οι δύο πλευρές συγκλίνουν.

Δεν θα είχα προβληματισμό εάν ο Ζελένσκι θα δήλωνε πως ο στόχος της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ παραμένει και δεν συζητείται. Δηλαδή, έπρεπε να γίνει ο πόλεμος για να δεχθεί ο Ζελένσκι την ουδετερότητα της Ουκρανίας, η οποία πριν την άνοδο στην εξουσία των εθνικιστών ήταν συνταγματικά κατοχυρωμένη; Πως μπορεί να χαρακτηριστεί τέτοιου είδους συμπεριφορά ενός πολιτικού; Όπως και η συμπεριφορά άλλων Ευρωπαίων πολιτικών οι οποίοι σήμερα δηλώνουν πως η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν είναι δυνατή;

Ο προβληματισμός αυτός σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Ρωσία αδιαμφισβήτητα φέρει ευθύνες. Το ερώτημα είναι εάν η Δύση και ιδιαίτερα η Ευρώπη αντιλαμβάνεται πως και η ίδια φέρει ευθύνη που η πολιτική της δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον πόλεμο;

Ας υποθέσουμε πως ο πόλεμος σταμάτησε. Ποια θα είναι τα αποτελέσματα για την Ουκρανία; Είναι φανερό πως εδαφικά η Ουκρανία δεν θα είναι αυτή που ήταν πριν τον πόλεμο, η απόσχιση των περιοχών Λουγκάνσκ και Ντονέτσκ είναι πλέον μη αντιστρέψιμη. Στο ΝΑΤΟ η Ουκρανία δεν εντάχθηκε. Τι πέτυχε ο Ζελένσκι για την Ουκρανία με την πολιτική που ακολούθησε;

Κάθε πρόβλημα έχει αίτια που χρονολογικά προηγούνται. Ποτέ τα προβλήματα δεν εμφανίζονται ξαφνικά, κατά κανόνα είναι αποτελέσματα πολιτικών λαθών τα οποία πληρώνονται ακριβά.

Ρωσίαπόλεμοςειδήσεις τώραΟυκρανία