Απόψεις|02.11.2022 09:39

Κυπριακό: Φοβού τους Αμερικανούς κι όπλα φέροντας

Ευάγγελος Βενέτης

Η πλήρης άρση του εμπάργκο πώλησης όπλων την Κυπριακή Δημοκρατία από την Ουάσινγκτον αποτελεί συνέχεια της μερικής άρσης πώλησης όπλων στην Λευκωσία πριν από σχεδόν τρία χρόνια. Οι δύο αποφάσεις των ΗΠΑ συνδέονται κι αποτελούν απάντηση στον ρωσοτουρκικό αναθεωρητισμό στην Αν. Μεσόγειο. Αντανακλά δε την αλλαγή στρατηγικής της Ουάσινγκτον στην περιοχή λόγω της διατάραξης του μεταπολεμικού γεωπολιτικού ισοζυγίου ισχύος στην Μ. Ανατολή από την αυξανόμενη γεωπολιτική παρουσία της Ρωσίας στην Συρία, το Ιράκ και το Λίβανο. Η περιοχή έχει εισέλθει σε μια νέα περίοδο ανταγωνισμού και σύγκρουσης με την Κύπρο να μετατρέπεται σε ένα από τα μέτωπα αυτής της σύγκρουσης.

Σε ανάλυση του γράφοντος το 2020 στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία με τίτλο «Κούρσα εξοπλισμών: Σε επικίνδυνο μονοπάτι το Κυπριακό» είχαν δοθεί οι βασικές παράμετροι του ζητήματος, παράμετροι οι οποίες είναι οι ίδιες και σήμερα καθιστώντας εκείνο το άρθρο επίκαιρο κι εφιστώντας την προσοχή σε όσους στην Ελλάδα και την Κύπρο βιάζονται να πανηγυρίσουν με την εν λόγω άρση του εμπάργκο.

Η κύρια γεωπολιτική εξέλιξη που μεσολάβησε μεταξύ των δύο αμερικανικών αποφάσεων είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία σε συνδυασμό με την επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και την ενεργειακή κρίση. Λόγω της αναθεωρητικής γεωπολιτικής της Ρωσίας και της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο και την Μ. Ανατολή, οι ΗΠΑ κι οι σύμμαχοί τους στην περιοχή επιδιώκουν την ενίσχυση του πλαισίου της αρχιτεκτονικής ασφαλείας με στόχο την ανάσχεση της ρωσικής και τουρκικής επιρροής. Η εν λόγω επιρροή αντανακλάται στην τουρκική πρωτοβουλία εγκατάστασης βάσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών αλλά και στάθμευσης τουρκικών πολεμικών αεροσκαφών F-16 στο Λευκόνοικο των Κατεχομένων.

Διευρύνεται το πλαίσιο συνεργασίας

Πλέον η ολική άρση απαγόρευσης αναφέρεται τόσο σε πώληση οπλισμού αλλά και σε εγκατάσταση έμψυχου δυναμικού των ΗΠΑ ή άλλων συμμαχικών τους χωρών με την μορφή στρατιωτικής βάσης στο μη κατεχόμενο μέρος της Κύπρου. Μέχρι τώρα οι ΗΠΑ έχουν δραστηριοποιηθεί στα εξοπλιστικά του κυπριακού στρατού ξηράς με την προμήθεια και συντήρηση όπλων και συστημάτων πυροβολικού, αεράμυνας, τεθωρακισμένων μάχης και μεταφοράς προσωπικού. Η πρόσφατη απόφαση αναμένεται να διευρύνει το πλαίσιο στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Κύπρου η οποία λόγω μικρού πληθυσμού, έκτασης και συσχετισμού δυνάμεων της διατηρεί διαχρονικά μικρό αριθμητικά και εξοπλιστικά στρατό και στα τρία σώματα.

Η στρατιωτική της ανεπάρκεια καθιστά την Λευκωσία ευάλωτη γεωπολιτικά. Στην Διοίκηση Αεροπορίας, η Κύπρος δεν διαθέτει μαχητικά αεροσκάφη πέραν των επιθετικών και αντιαρματικών ελικοπτέρων, πυραύλων εδάφους-αέρος και ολοκληρωμένων συστήματα ραδιοεντοπισμού. Το Κυπριακό Πολεμικό Ναυτικό δεν διαθέτει μεγάλα πολεμικά πλοία, πέραν των πλοίων περιπολίας, απόβασης και πυραυλικών συστημάτων άμυνας.

Η Τουρκία αισθάνεται πλέον έντονη νευρικότητα ως προς το ενεχόμενο πιθανής αμερικανικής, ή και ευρωπαϊκής, προμήθειας μαχητικών ελικοπτέρων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών και σε μεταγενέστερο στάδιο ίσως μαχητικών αεροσκαφών προς την ελληνοκυπριακή πλευρά. Το ίδιο ισχύει και για την πιθανή ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού της Κύπρου με περιορισμένο αριθμό μεγάλων πολεμικών πλοίων, λ.χ. φρεγάτας ή αντιτορπιλικού. Η Άγκυρα θεωρεί ότι η κάθε είδους στρατιωτική ενίσχυση της Λευκωσίας από τις ΗΠΑ, ειδικά μάλιστα αυτή την περίοδο ουσιαστικής δοκιμασίας των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων το status quo στο νησί και την περιοχή ευρύτερα δημιουργώντας νέες ισορροπίες.

Τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται

Ως συνήθως όμως τα πράγματα δεν είναι, όπως φαίνονται. Όσοι βιάζονται να πανηγυρίσουν με την ολική άρση του αμερικανικού εμπάργκο πώλησης όπλων στην Κύπρο θα πρέπει να λάβουν υπόψη δύο παραμέτρους. Κατά πρώτον η Ουάσινγκτον αναμένεται να χρησιμοποιήσει την άρση του εμπάργκο κυρίως ως διπλωματικό μοχλό πίεσης προς την Άγκυρα σε σχέση με την τάση της Τουρκίας να στρατιωτικοποιήσει τα Κατεχόμενα και να ενταχθεί στο Σύμφωνο της Σαγκάης. Συνεπώς δεν αναμένεται οι ΗΠΑ να προβούν βραχυπρόθεσμα σε μαζική στρατιωτική ενίσχυση της Λευκωσίας εκτός αν επιδεινωθεί η αμερικανο-τουρκική πόλωση και διακυβευθεί η ασφάλεια του Ισραήλ.

Κυρίως όμως με δεδομένη την αμφίσημη πολιτική των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην περιοχή στο Κυπριακό από το 1974 μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να πλανάται το ερώτημα για το αν η εν λόγω ενέργεια θα είναι προς όφελος της Κύπρου. Αφενός η στρατιωτική ενίσχυση της Λευκωσίας φαίνεται ότι είναι προς την σωστή κατεύθυνση αλλά σε καμία περίπτωση δεν λύνει το πρόβλημα της Κύπρου. Αντίθετα το επιτείνει με απρόβλεπτες κι επικίνδυνες συνέπειες για τους Ελληνοκυπρίους. Καθώς έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή του διπλωματικού διαλόγου στο Κυπριακό, οι δίχως στρατηγική Αθήνα και Λευκωσία δεν πρέπει να ξεχνούν ότι οι ΗΠΑ είναι εκείνες οι οποίες επέτρεψαν, αν όχι μεθόδευσαν, την de facto διχοτόμηση του νησιού σε σχέση με το Πραξικόπημα Ιωαννίδη-Σαμψών κατά του Μακαρίου κι επιτρέποντας την τουρκική εισβολή το 1974. Συνεπώς, όπως έδειξε και το πρόσφατο άδειασμα Ελλάδας και Κύπρου από τις ΗΠΑ στον Αγωγό EastMed, οι προθέσεις των ΗΠΑ έναντι της Αθήνας και της Λευκωσίας είναι τουλάχιστον αμφιβόλου αξιοπιστίας. Φοβού, λοιπόν, τους Αμερικανούς κι όπλα φέροντας…

εμπάργκο όπλωνΗΠΑΚυπριακόειδήσεις τώραΚύπρος