Απόψεις|04.04.2019 19:38

Μεγάλα πλεονάσµατα, µεγάλες προσδοκίες

Ελευθερία Αρλαπάνου

Η διάσηµη, πλέον, συνέντευξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου στο CNBC σήκωσε πολύ σούσουρο την Πέµπτη γύρω από τη λανθασµένη -τελικά- αρχική εκτίµηση ότι ο κ. Τσακαλώτος προεξόφλησε µε τις διατυπώσεις του νίκη της Νέας ∆ηµοκρατίας στις επερχόµενες εκλογές.

Εκείνο όµως που αξίζει τελικά να σηκώσει πολλή συζήτηση είναι η καθαρή θέση του κ. Τσακαλώτου ότι ακόµη και εάν είχαµε κυβέρνηση Ν∆, η διεκδίκηση χαµηλότερων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσµατα θα µπορούσε να αποτελέσει πεδίο συναίνεσης. Η διεκδίκηση χαµηλότερων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσµατα είναι µια καθαρή θέση και επιδίωξη της Νέας ∆ηµοκρατίας, απολύτως ορθή από οικονοµική άποψη.

Συµφωνεί, διαφωνεί κανείς µε τον κ. Τσακαλώτο σε λίγα ή σε πολλά, η παραδοχή του ότι θα µπορούσε σε αυτό το πεδίο µιας τόσο κρίσιµης διεκδίκησης για τη χώρα να εξασφαλιστεί µια πολύτιµη συναίνεση, έχει το δικό της ειδικό βάρος. Ειδικά δε όταν αυτή διατυπώνεται στη συγκεκριµένη χρονική συγκυρία, λίγο πριν από την επόµενη εκλογική αναµέτρηση και σε µια χώρα στην οποία σπαταλήθηκε πολύς χρόνος απ’ όλες τις πλευρές, και από τον ΣΥΡΙΖΑ, για οµηρικούς καβγάδες όσον αφορά τις δεσµεύσεις που ανέλαβε η κάθε πλευρά σχετικά µε το ύψος των πρωτογενών πλεονασµάτων.

Αν κανείς αντιλαµβάνεται λίγο, όχι πολύ, τα οικονοµικά, είναι δεδοµένο πως τόσο υψηλοί στόχοι πρωτογενών πλεονασµάτων δεν µπορούν και δεν πρέπει να διατηρούνται για πολλά χρόνια. Επιβλήθηκαν στη χώρα στο πλαίσιο µιας συµφωνίας που εξυπηρετούσε τότε κυρίως το ∆ΝΤ και τη Γερµανία, που ήθελαν να βγουν τα νούµερα για το ελληνικό χρέος, χωρίς να υποστεί πλήγµα η αξιοπιστία του Ταµείου και χωρίς να βάλει η Ευρωζώνη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη. Τέτοιου τύπου στόχοι, ειδικά όταν στηρίζονται σε µια πολιτική βαριάς φορολόγησης, δεν µπορούν να υποστηρίζονται -και δεν έχουν υποστηριχθεί µέχρι σήµερα από καµία χώρα- για πολλά χρόνια. Στερούν από την οικονοµία πολύτιµους πόρους και ρευστότητα, η οποία µπορεί να αποτελέσει κινητήριο µοχλό ανάπτυξης και δηµιουργίας απασχόλησης. Είναι δε αυτονόητο πως ούτε η δηµοσιονοµική υπέρβαση των στόχων είναι µια πολιτική που µπορεί να συνεχίζεται εσαεί, όσο και αν είναι ευχάριστο ή χρήσιµο για µια κυβέρνηση, ειδικά όταν τα υπερπλεονάσµατα στηρίζονται στην υπερφορολόγηση και όχι στην υπεραπόδοση της οικονοµίας.

Ας ελπίσουµε ότι οι µεγάλες στιγµές των συναινέσεων στα µεγάλα και εθνικά επωφελή ζητήµατα είναι πιο κοντά απ’ ό,τι µπορούµε να φανταστούµε.

πρωτογενές πλεόνασμα