Απόψεις|12.12.2023 07:40

Σ’ εσάς που με ακούτε. Και δεν με καταλαβαίνετε.

Άντζελα Ζιούτη

Η δυστοπία είναι σύνθετος όρος. Προκύπτει από τις λέξεις δυς και τόπος. Είναι όρος ελληνικός, που χρησιμοποιείται διεθνώς. Το αντίθετο της ουτοπίας δηλαδή. Όπου οι πολίτες θα απολάμβαναν μία ιδανική κοινωνία απαλλαγμένη από την εγκληματικότητα ή τη φτώχεια. Οι δυστοπικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από τον απανθρωπισμό, με την πτώση σε όλα τα πεδία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής να είναι το κυρίαρχο τοπίο. Όταν το μίγμα οικονομία, θρησκεία, ψυχολογία, ηθική, επιστήμη, περιβάλλον, τεχνολογία και δημόσια πράγματα απολέσουν τον προσανατολισμό τους δηλαδή οδηγούν σε μία δυστοπική κατάσταση.

Στον δυτικό κόσμο η καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων «συμβιώνει» με την αποξένωση και τον εγκλωβισμό σε επίπλαστες καταστάσεις.

Ενώ σε άλλες περιοχές της Γης, - πιο φτωχές και λιγότερο αναπτυγμένες -, η δυστοπία ενσαρκώνεται μέσα από απολυταρχίες, πολέμους που σπαράσσονται οι λαοί και οικονομίες "κάλπικες". Και σε ένα παράλληλο σύμπαν οι μεγάλες και ισχυρές κυβερνήσεις του πλανήτη επιβάλλουν μέτρα και πολιτικές που απομακρύνουν ολοένα την ανθρωπότητα από το όραμα της ουτοπίας.

Η απομυθοποίηση σχεδόν των πάντων, με τα χρόνια ελλείμματα έχει ως αποτέλεσμα τα αδιέξοδα να εντείνονται και να δημιουργούνται συνθήκες όπου «ζεις και πεθαίνεις μέσα στο φόβο». Αφού το μέλλον θα είναι μοναχά ο θάνατος. Η σύγχρονες κοινωνίες δεν εμπνέουν. Οι επαναστάσεις τελείωσαν πριν καν αρχίσουν και τα συνθήματα για μία καλύτερη ζωή απορροφούνται από την οικονομική αποτελμάτωση, όπως το μαύρο απορροφά το λευκό.

Μοναδικό ανάχωμα προς την δυστοπική όδευση φαίνεται να είναι η τέχνη και οι σπουδαίοι συγγραφείς. Η Λούλα Αναγνωστάκη* παραδείγματος χάρη. Η οποία έχοντας αφουγκραστεί τη γέννηση μίας «νέα ηθικής» που θα δημιουργήσει σουρεαλιστικούς καιρούς και διαθέτοντας το χάρισμα της διορατικότητας, έγραψε το κορυφαίο έργο «Σ’ εσάς που με ακούτε» με ήρωες ως επί το πλείστο διαφορετικής εθνικότητας και γλώσσας να συναντιούνται σε μια πολυπολιτισμική πόλη που βάλλεται από έναν σωρό αδιεξόδων.

Κρατώντας τα μικρόφωνα στο σε μια νοητή διαδήλωση, «σ’ αυτούς που τους ακούνε». Άλλωστε οι διαδηλώσεις είναι η μικρή δόση επανάστασης που επιτρέπεται από τις οργανωμένες κοινωνίες. Και μάλιστα η δόση είναι πάντα τόσο μικρή που σπάνια ανατρέπει τις υφιστάμενες καταστάσεις.

Όμως το ίδιο το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Σ’ Εσάς που με Ακούτε» δίνει φωνή στους ήρωες της να ψιθυρίσουν στα αυτιά των άλλων τις αγωνίες τους, αλλά και την προσωπική ανασφάλεια, που τους προκαλεί η κοινωνική διαφθορά και παρακμή. Και άλλοτε να βγάλουν μία κραυγή από το εσωτερικό της σκηνής που θα αντηχήσει στα πέρατα του κόσμου. Μέσα από έναν εξομολογητικό οίστρο των ταλαντούχων ηθοποιών επιχειρείται η αφύπνιση του θεατή και την ανάληψη της προσωπικής του ευθύνης.

Σε ένα παλιό βερολινέζικο σπίτι λοιπόν της Μαρίας και του Χανς, όπου από τα παράθυρα μπαίνει ο ήχος των επεισοδίων και οι ριπές μίας τεράστιας ειρηνικής συγκέντρωσης τα εμπλεκόμενα θεατρικά πρόσωπα μιλάνε. Η Σοφία, ο Άγης, η Τρούντελ, ο Νίκος, ο Τζίνο, η Έλσα, ο Ιβάν βάζουν το "δάκτυλο στις πληγές τους". Σκοτάδι και φως. Και μετά πάλι σκοτάδι.

«Κανένας οίκτος για τους αποτυχημένους»

Χαρακτήρες που κρατώντας ένα μικρόφωνο σα να μιλούν σε μια συγκέντρωση απευθύνονται, «σε μας που τους ακούμε». Με τη φράση «Κανένας οίκτος για τους αποτυχημένους» να γίνεται σφαίρα και να καρφώνεται στην καρδιά. Σαν τη σφαίρα που έριξε ο αστυνομικός και σκότωσε τη Σοφία. Κι ύστερα είπαν πως ήταν αδέσποτη.

Μία ρηξικέλευθη παράσταση που ανέβηκε από το ΚΘΒΕ με Καλλιτεχνικό Διευθυντή τον Αστέριο Πελτέκη προτρέποντας τον καθένα ξεχωριστά να επανατοποθετηθεί και να επαναπροσδιοριστεί. Και να μη σταματάει να χορεύει και να ερωτεύεται. Να τραγουδάει και να ελπίζει. Γιατί όσο κι αν η ελπίδα είναι πολλάκις η ψεύτικη θεώρηση των μελλούμενων, είναι και η φωτιά που ανάβεις μέσα σου για να ζεσταθείς. Το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο και συλλογικό με το τρένο της καινοτόμας επανάστασης να κινείται ήδη στις ράγες. Από τη στιγμή που αποποιούμαστε τα πολιτικά στερεότυπα και λαμβάνουμε το μερίδιο της ευθύνης για όσα τριγύρω μας συμβαίνουν. Το σκηνικό συντίθεται από μία ταπετσαρία με γεωμετρικά σχήματα, λίγα παλιά έπιπλα και ένα μακρόστενο ξύλινο τραπέζι, αλλά και αναμμένα φωτιστικά που φωτίζουν αχνά τη δράση που εκτυλίσσεται από τους ηθοποιούς δίνοντας ένα ρεσιτάλ ερμηνείας.

Η έξοχη σκηνοθεσία ανήκει στον Χρήστο Θεοδωρίδη και τα σκηνικά στον Εδουάρδο Γεωργίου. Η δραματουργική επεξεργασία επίσης στον Χρήστο Θεοδωρίδη και την Ιζαμπέλα Κωνσταντινίδου. Η χορογραφία στην Ξένια Θεμελή και τα κοστούμια στη Μαρίνα Κελίδου, ενώ Βοηθός Σκηνογράφου είναι η Δανάη Πανά και Β' Βοηθός Σκηνογράφου η Ερατώ Γεωργίου. Την Οργάνωση παραγωγής έχει ο Ηλίας Κοτόπουλος. Παίζουν οι ηθοποιοί Πάρης Αλεξανδρόπουλος , Νικόλας Δροσόπουλος, Σεμίραμις Αμπατζόγλου, Νικόλας Δροσόπουλος, Χρήστος Τσάβος, Ελένη Θυμιοπούλου, Γιώργος Κολοβός, Νίκος Μήλιας, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Δημήτρης Ναζίρης, Μπέττυ Νικολέση.

Εύγε.

Λούλα Αναγνωστάκη (1928 – 2017) ήταν Ελληνίδα θεατρική συγγραφέας και από τις σπουδαιότερες γυναικείες μορφές των ελληνικών γραμμάτων.

παράστασηΛούλα Αναγνωστάκηειδήσεις τώραΚΘΒΕ