Απόψεις|03.05.2019 14:53

Τοπικότητα, έθνος και παγκοσµιοποίηση

Newsroom

Ο χώρος που πάνω του και µέσα του είναι αποτυπωµένη η διαχρονική σφραγίδα του πολιτισµού έχει µετατραπεί σε τόπο· σε έναν τόπο που µιλά τη γλώσσα της κοινωνίας την οποία φιλοξενεί µέσα στον χρόνο, κι αυτή η γλώσσα είναι ο ίδιος ο τρόπος ζωής συνολικά, δηλαδή ο πολιτισµός αυτής της κοινωνίας. Ο τόπος, ένας χώρος δηλαδή µε συγκεκριµένη ταυτότητα, µιλά µε τα σηµεία του, τα «σηµάδια» του, και τα σηµαινόµενα είναι οι ίδιες οι ιστορικά προσδιορισµένες αξίες µιας ανθρώπινης οµάδας που βρίσκεται σε διαρκή και διαλεκτική σχέση µε το περιβάλλον της, καθώς το οικειοποιείται.

Η αποτύπωση των βασικών χαρακτηριστικών ενός πολιτισµού στον χώρο οδηγεί µε βάση τη συλλογική εµπειρία στη συλλογική ταύτιση της οµάδας µε αυτόν και έτσι διαµορφώνεται σε διάφορα επίπεδα, ανάλογα µε το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο, µια ταυτότητα άρρηκτα συνυφασµένη µε έναν συγκεκριµένο χώρο µικρής κλίµακας, συγκροτώντας ό,τι αποκαλούµε «τοπικότητα». Η τοπικότητα νοείται ως ένα πλαίσιο κοινωνικής αναφοράς και ταύτισης, κάτι που παραπέµπει και στην ιδέα της πατρίδας, ιδιαίτερης (τοπικής) ή εθνικής. Από αυτή την άποψη είναι ευνόητο ότι η τοπικότητα πρέπει να εκλαµβάνεται όχι ως µία προηγούµενη της εθνικότητας «ιστορική φάση», αλλά ως µηχανισµός ένταξης και ενσωµάτωσης τοπικών οντοτήτων σε ευρύτερα σύνολα, όπως τα έθνη-κράτη.

Η ιδέα της κοινότητας, που στηρίζεται στα θεµέλια της τοπικότητας, θεωρείται βασικό πολιτισµικό ιδίωµα της χώρας µας, συνυφασµένο και µε τον τοπικισµό, αυτή την έντονη συναισθηµατική και ιδεολογική προσκόλληση στον τόπο καταγωγής, που συνδέεται και µε την έννοια της «ηθικής κοινότητας», όπως αυτή αποδόθηκε στις αγροτικές κοινωνίες. Η σχέση της τοπικότητας µε την πραγµατικότητα του έθνους είναι αρκετά σύνθετη και δύσκολο να µελετηθεί. Στην ανθρωπολογική βιβλιογραφία παρουσιάζονται κατά κανόνα ως δύο διαφορετικές, ακόµα και ανεξάρτητες οντότητες, ανάµεσα στις οποίες διαµορφώνονται συγκεκριµένες σχέσεις, που καταλήγουν τελικά στην ενσωµάτωση και αφοµοίωση της πρώτης από το δεύτερο.

Αυτό σηµαίνει την τελική υποχώρηση του τοπικού σε όφελος του εθνικού πνεύµατος, την επικράτηση της εθνικής οµογενοποιητικής ιδεολογίας, που οδηγεί στην εξάλειψη των όποιων ουσιαστικών τοπικών διαφοροποιήσεων. Οµως τα πράγµατα δεν είναι τόσο απλά. Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει µόνο το γεγονός της αντίστασης της τοπικότητας και της αντοχής των τοπικών ταυτοτήτων «σε βάρος» της εθνικής οµοιογένειας, αλλά και το γεγονός της επιστροφής στην τοπικότητα στο πλαίσιο διεκδίκησης ιδιαίτερης ταυτότητας σε κοινωνίες και εποχές που οι οµογενοποιητικοί µηχανισµοί οδηγούν σε µια πολιτισµική ισοπέδωση σαν αυτή της παγκοσµιοποίησης.

Η τοπικότητα, λοιπόν, µπορεί εκτός από «επιβίωµα» να είναι και όχηµα διεκδίκησης και συµβολικής κατασκευής ιδιαίτερης ταυτότητας, και µάλιστα αυτό µπορεί να προκύπτει από την ίδια την πραγµατικότητα του έθνους-κράτους, µε την οποία αναπτύσσει µια σχέση διαλεκτική. Υπάρχει πράγµατι µια αλληλεξάρτηση ανάµεσα στις δύο αυτές οντότητες που είναι και συµβολικές κατασκευές, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οποίας απαιτούν ειδική κάθε φορά µελέτη στο πλαίσιο µιας δυναµικής προσέγγισης. Το ζήτηµα, ωστόσο, είναι κατά πόσο αυτή η επιστροφή στην τοπικότητα σηµαίνει πραγµατική διεκδίκηση µιας σχετικής αυτονοµίας και αυτοδιάθεσης των τοπικών κοινωνιών ή είναι απλώς µια νοσταλγική και φολκλορική ενατένιση του παρελθόντος.

Οπως και να έχουν τα πράγµατα, είναι αναµφισβήτητο γεγονός ότι η ελληνική κοινότητα, βαδίζοντας ιστορικά από την «παράδοση» στη «νεωτερικότητα», γνώρισε µια προϊούσα παρακµή και µια αιχµαλωσία, κοινωνική, πολιτισµική και πολιτική, σε δυνάµεις και µηχανισµούς αρχικά ενός συγκεντρωτικού κράτους και στη συνέχεια υπερεθνικών θεσµών και µηχανισµών. Σήµερα ο λόγος για τον τόπο και το έθνος δεν µπορεί παρά να συνδέεται όχι µόνο µε τη συζήτηση για την Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά και µε την πραγµατικότητα της παγκοσµιοποίησης. Ολα αυτά θα πρέπει να µας απασχολήσουν και εν όψει των «αυτοδιοικητικών» εκλογών.

Δημοτικές εκλογές