Απόψεις|11.04.2019 14:03

Κυρ Νώντα, γράψ’ τα...

Άντζελα Ζιούτη

Με λίγες µόνο δραχµές στην τσέπη έφταναν στον µπακάλη και ζητούσαν να τους βάλει φακή και ζάχαρη χύµα, τρία αβγά αντί για όλη την εξάδα, και ένα γλειφιτζούρι κοκοράκι για την µπέµπα. Εκαναν µερικά βήµατα προς την έξοδο και µετά γυρνούσαν πίσω για να προσθέσουν στα ψώνια της ηµέρας µερικές σαρδέλες παστές που ταιριάζουν µε τα όσπρια και λίγη φέτα από το δοχείο.

Σίγουρα θα θυµούνται ότι σε κάθε γειτονιά υπήρχε και ένα µπακάλικο. Με το αφεντικό του µαγαζιού να είναι συνήθως σπαγκοραµµένο και χαµένο ανάµεσα σε παστέλια, µαντολάτα, κονσέρβες τόνου και είδη καπνού. Λίγα τα µπακάλικα που έµειναν στην αγορά -ύστερα από την εισβολή που έκαναν τα σούπερ µάρκετ στη δεκαετία του ’70-, όµως όλα δείχνουν ότι το καταναλωτικό κοινό θα προτιµήσει πλέον την προσωπική επαφή και την εµπιστοσύνη.

Λογικό. Αφού µε ετήσιο εισόδηµα χαµηλότερο των 10.000 ευρώ διαβιούν τρία στα δέκα νοικοκυριά στην Ελλάδα, ενώ το µηνιαίο εισόδηµα για τα µισά νοικοκυριά της χώρας δεν επαρκεί για όλο τον µήνα. Πιο συγκεκριµένα, ο µισθός επαρκεί µόνο για... 19 ηµέρες. Τι θα κάνουν τις υπόλοιπες; Θα αρχίσουν να βάζουν βερεσέδια. «Πήγα στον µπακάλη και ψώνισα βερεσέ µία οκά φασόλια».

Συνηθισµένη φράση στις γειτονιές κατά τις µέσες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η λέξη είναι τουρκική (verecek) και θα αναβιώσει ξανά σαν να ξεπροβάλλει απευθείας µέσα από τα τουρκικά τηλεοπτικά σίριαλ. Οι πραγµατικές ανάγκες σε καιρούς δύσκολους είναι αυτές που αναγκάζουν πολλούς να αποδεχθούν την εφαρµογή της πίστωσης. Τα λιγοστά µετρητά χρήµατα που είναι διαθέσιµα από τη µια µεριά και οι έµποροι που προσπαθούν να κρατήσουν τις επιχειρήσεις τους από την άλλη.

Παραδοσιακά τυριά, χειροποίητα ζυµαρικά, ελαιόλαδο, ρεβίθια, µαρµελάδες, γλυκά του κουταλιού, παξιµάδια, λικέρ, ούζα και τσίπουρα, σαπούνια και σκόνη για το πλυντήριο. Οι σύγχρονοι καταναλωτές θα κάνουν τις προµήθειες της ηµέρας και µετά θα λένε χαµηλόφωνα στον µπακάλη: «Κυρ Νώντα, γράψ’ τα»...